ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Διοικητής ΚΤΚ: Ανάπτυξη πάνω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης για την Κύπρο το 2023

Η κυπριακή οικονομία αναμένεται να καταγράψει ανάπτυξη 2,5% το 2023 δήλωσε ο Κωνσταντίνος Ηροδότου

ΚΥΠΕ

Η κυπριακή οικονομία αναμένεται να καταγράψει ανάπτυξη 2,5% το 2023, αρκετά υψηλότερη από το μέσο όρο του 0,5% της Ευρωζώνης, δήλωσε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Κωνσταντίνος Ηροδότου την Τρίτη στο ετήσιο Κυπριακό Ναυτιλιακό Φόρουμ στη Λεμεσό, σημειώνοντας παράλληλα ότι ο τομέας της ναυτιλίας αποτελεί σημαντικό πυλώνα της οικονομικής επιτυχίας της Κύπρου.

Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, ο κ. Ηροδότου είπε ότι η οικονομία επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα το 2022, καταγράφοντας σημαντική ανάπτυξη 5,6%, παρά το αρνητικό διεθνές περιβάλλον, εν μέρει λόγω της υψηλότερης από την αναμενόμενη δραστηριότητα στην τουριστική βιομηχανία, της απουσίας εξάρτησης της κυπριακής οικονομίας από το ρωσικό φυσικό αέριο, καθώς και της πολύ περιορισμένης έκθεσης του κυπριακού τραπεζικού τομέα στη ρωσική οικονομία και ως εκ τούτου και στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας.

Πρόσθεσε ότι σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Κεντρικής Τράπεζας τον Δεκέμβριο του 2022, η ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας αναμένεται να ανέλθει στο 2,5% φέτος, ποσοστό που υπερβαίνει τον μέσο όρο του 0,5% της Ευρωζώνης, ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται να επιβραδυνθεί το 2023 και να διαμορφωθεί στο 3,3%, από 8,1% το 2022.

Ο Διοικητής της ΚΤΚ σημείωσε επίσης ότι η οικονομική ανάπτυξη στην Κύπρο στηρίχθηκε από τον νέο δανεισμό του κυπριακού τραπεζικού τομέα και από τις άμεσες ξένες επενδύσεις, ενώ λόγω των νέων κινήτρων, συμπεριλαμβανομένης της διευκόλυνσης της διαδικασίας ταχείας σύναψης συμβάσεων για τις εισερχόμενες επιχειρήσεις, ένας μεγάλος αριθμός ξένων εταιρειών υψηλής προστιθέμενης αξίας μετέφερε τις δραστηριότητές του στην Κύπρο, όπως μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες στον κλάδο της Πληροφορικής, της Επικοινωνίας και της Τεχνολογίας, στηρίζοντας το κυπριακό ΑΕΠ και ενισχύοντας το όραμα να μετατραπεί η Κύπρος σε αναδυόμενο τεχνολογικό κόμβο στη Μεσόγειο.

Προσέθεσε πως η σημασία της Κύπρου ως κόμβου ξένων επενδύσεων αντικατοπτρίζεται και στον Δείκτη Απόδοσης ΑΞΕ Greenfield της FDI Intelligence, σύμφωνα με τον οποίο το 2021 η Κύπρος κατατάσσεται στην 18η θέση από τις 84 χώρες που περιλαμβάνονται στον εν λόγω δείκτη (ανεβαίνοντας κατά 50 θέσεις σε σχέση με το 2020).

Ο τομέας της ναυτιλίας είναι ακόμη ένας σημαντικός πυλώνας της οικονομικής επιτυχίας της Κύπρου, σημείωσε ο κ. Ηροδότου, με τη Λεμεσό ως ναυτιλιακή πρωτεύουσα της Κύπρου να φιλοξενεί σημαίνοντα ονόματα της ναυτιλιακής βιομηχανίας, φέροντας τη χώρα στις πρώτες θέσεις του τομέα.

Συμπλήρωσε ότι η Κύπρος είναι το μεγαλύτερο κέντρο διαχείρισης πλοίων από τρίτα μέρη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο, ενώ η σημασία του τομέα είναι εμφανής στα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών, όπου κατατάσσεται στην τρίτη θέση όσον αφορά στη συνεισφορά του στη συνολική αξία των εξαγωγών υπηρεσιών με 19% για το 2021, μετά τους τομείς των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών πληροφορικής, με συνεισφορές 32% και 23%, αντίστοιχα.

Καταλήγοντας, ο κ. Ηροδότου ανέφερε ότι οι προκλήσεις για τους φορείς χάραξης πολιτικής περιλαμβάνουν τη δυναμική του παγκόσμιου πληθωρισμού που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κεντρικές τράπεζες, με τη νομισματική πολιτική να αξιοποιείται με διαφορετικό ρυθμό σε διάφορες περιοχές, λόγω των διαφορών στα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη.

Όσον αφορά τον τομέα της ναυτιλίας, είπε ότι θα παραμείνει η ραχοκοκαλιά της παγκόσμιας οικονομίας, προσθέτοντας ότι η Κύπρος συνεχίζει να ενισχύει τον ρόλο της στον τομέα της ναυτιλίας ως κόμβος διαχείρισης πλοίων, πλοιοκτησίας και υπηρεσιών ναύλωσης πλοίων, με στόχο τη διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και των προοπτικών του τομέα.

Αντιπαραβάλλοντας τις οικονομικές και πληθωριστικές εξελίξεις στις ΗΠΑ και την ευρωζώνη, ο κ. Ηροδότου είπε ότι παρότι και οι δύο οικονομίες πλήττονται από την άνοδο του πληθωρισμού, υπάρχουν διαφορετικοί παράγοντες πίσω από αυτό το φαινόμενο, αφού στις ΗΠΑ οι παράγοντες της ζήτησης ήταν οι κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες της ανοδικής τάσης του πληθωρισμού, ενώ στη ζώνη του ευρώ οι αυξήσεις των τιμών οφείλονταν, αρχικά, κυρίως στο σοκ της προσφοράς που προκάλεσε η ενεργειακή κρίση.

Η δεύτερη βασική διαφορά, συνέχισε, αφορά στη δυναμική της αγοράς εργασίας των δύο οικονομιών, με την αγορά εργασίας των ΗΠΑ να εμφανίζει σε σχετικά πρώιμο στάδιο μεγαλύτερο βαθμό στενότητας, γεγονός που αποδεικνύεται από την ισχυρότερη αύξηση των μισθών στις ΗΠΑ σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ, ενώ στην Ευρωζώνη η ανάκαμψη της αύξησης των μισθών είναι σχετικά πιο πρόσφατο φαινόμενο. Αναφέρθηκε επίσης στην αύξηση του κόστους εργασίας στις ΗΠΑ κατά 5,8% το 2022 και σχεδόν 12% τη διετία 2020-2022, ενώ στη ζώνη του ευρώ τα στοιχεία μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2022 δείχνουν ότι το κόστος εργασίας έχει αυξηθεί κατά 2,8%, με σωρευτική αύξηση 7% την περίοδο 2020-2022.

Σε ό,τι αφορά άλλες οικονομικές εξελίξεις ειδικά για τη ζώνη του ευρώ, ο Διοικητής της ΚΤΚ δήλωσε ότι ο αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και του λαού της συνεχίζει να λειτουργεί ανασταλτικά για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης, προσθέτοντας ότι παρόλο που οι επιπλοκές στις αλυσίδες εφοδιασμού σταδιακά αμβλύνονται και η προμήθεια φυσικού αερίου έχει γίνει πιο ασφαλής, οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν αυξημένες, καθώς τον Φεβρουάριο εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο 8,5%.

Ταυτόχρονα, συνέχισε, ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος εξαιρεί τα ευμετάβλητα στοιχεία της ενέργειας και των τροφίμων, συνεχίζει την ανοδική του πορεία, κινούμενος από 5,0% τον Οκτώβριο του 2022 σε 5,6% τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, ενώ οι μισθοί συνεχίζουν να αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς, υποστηριζόμενοι από τις εύρωστες αγορές εργασίας, με τη μερική κάλυψη του υψηλού πληθωρισμού να αποτελεί κύριο θέμα στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις.

Πρόσθεσε ότι σε μια προσπάθεια να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός δεν θα παγιωθεί, η ΕΚΤ έχει μετακινηθεί από μια επεκτατική νομισματική πολιτική μέχρι το τέλος του 2021 σε μία πιο ουδέτερη προσέγγιση, ενώ συνέχισε να κινείται σε ένα περιοριστικό εύρος επιτοκίων νομισματικής πολιτικής, που σήμερα βρίσκεται στο 2,5%.

Σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ, ο κ. Ηροδότου ανέφερε ότι οι τελευταίες προβλέψεις του Δεκεμβρίου 2022 δείχνουν ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να επιβραδυνθεί σημαντικά από 3,5% το 2022 σε 0,5% φέτος, πριν ανακάμψει στο 1,9% το 2024 και στο 1,8% το 2025.

Πρόσθεσε ότι ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί, από μέσο όρο 8,4% πέρυσι σε 6,3% φέτος, με περαιτέρω μείωση σε μέσο όρο 3,4% το 2024 και 2,3% το 2025, αντανακλώντας τις ισχυρές πτωτικές επιδράσεις βάσης που σχετίζονται με την ενέργεια καθ' όλη τη διάρκεια του 2023, τη σταδιακή επίδραση της εξομάλυνσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ που ξεκίνησε στις αρχές του 2022, τις ασθενέστερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και την υποτιθέμενη μείωση των τιμών των βασικών προϊόντων ενέργειας και τροφίμων, σύμφωνα με τις τιμές των προθεσμιακών συμβολαίων, με τις μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό να παραμένουν σταθερές.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση

X