ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Η Αμερική απέχει μόλις εβδομάδες από ένα ισχυρό οικονομικό σοκ

Τι αναφέρει σε δημοσίευμά του ο Economist

Στην ευμεταβλητότητα και την ασάφεια των οικονομικών δεικτών, που δεν έχουν επιτρέψει να γίνουν ορατές οι οικονομικές επιπτώσεις της δασμολογικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ στην Αμερική, αναφέρεται σε δημοσίευμά του ο Economist.

Οπως, όμως, προειδοποιεί, παρότι προσώρας η «καταιγίδα» δεν έχει ξεσπάσει στις ΗΠΑ, είναι πολύ πιθανό να πλησιάζει επικίνδυνα.

«Οταν, το 2020, η πανδημία “έκλεινε” την παγκόσμια οικονομία, οι οικονομολόγοι στρέφονταν σε νέα εργαλεία, όπως τα δεδομένα κινητικότητας και οι κρατήσεις σε εστιατόρια, για να παρακολουθήσουν το κλείσιμο σε πραγματικό χρόνο. Πλέον, ο πλανήτης, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια αξιολόγησης της οικονομικής ζημιάς από τους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ, στρέφεται και πάλι σε καινοτόμους τεχνικές. Τα ευρήματά τους καταδεικνύουν πως η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη δεν “φυλλορροεί” ακόμη. Ομως, τα δύσκολα έρχονται», αναφέρει αρχικά το δημοσίευμα.

Στις 9 Απριλίου, δηλαδή ακόμη και πριν από την εφαρμογή πολλών δασμών από την εξαγγελθείσα δέσμη, οι δημοσκοπήσεις κατέγραφαν ήδη την ανησυχία καταναλωτών και επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με έρευνα του παραρτήματος της FED στο Ντάλας, η κατασκευαστική παραγωγή υποχώρησε σε χαμηλό ρεκόρ τον Απρίλιο. Ωστόσο, τέτοιου είδους στατιστικά στοιχεία μπορεί να είναι παραπλανητικά, προειδοποιεί ο Economist. «Οι Αμερικανοί επιτρέπουν στις πολιτικές τους πεποιθήσεις να επηρεάζουν την άποψή τους για την πορεία της οικονομίας», εξηγεί, προσθέτοντας πως κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τζο Μπάιντεν τα στατιστικά έδειχναν συχνά χαμηλή εμπιστοσύνη στην αγορά, ενώ οι πολίτες συνέχιζαν να ξοδεύουν.

Από την άλλη πλευρά, τα «σκληρά» δεδομένα, όπως οι μισθοί και οι εκτιμήσεις για το ΑΕΠ, περιγράφουν έναν κόσμο που δεν υπάρχει πλέον. Ο αριθμός θέσεων εργασίας για τον Μάρτιο, λόγου χάρη, αντανακλά τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία οι απειλές του Αμερικανού προέδρου για δασμούς παρέμεναν ασαφείς.

Τα δεδομένα σε πραγματικό χρόνο στοχεύουν στην αποφυγή και των δύο «παγίδων», παρέχοντας μια ακριβή εικόνα της δραστηριότητας σε όλο το φάσμα της οικονομίας, σημειώνεται στο δημοσίευμα. Πολλοί δείκτες της εποχής COVID είναι πλέον παρωχημένοι ή δεν δημοσιεύονται πια. Ευτυχώς, ωστόσο, το παγκόσμιο εμπόριο παρακολουθείται διεξοδικά. Τα πλοία ξεκινούν τις καταγραφές εβδομάδες πριν από την άφιξή τους, μεταδίδοντας τη θέση τους σε δορυφόρους και παρέχοντας έναν κατάλογο με το τι μεταφέρουν.

Σύμφωνα με τον Economist, κάποια στοιχεία ενδέχεται μέχρι στιγμής να υποδεικνύουν περιορισμένο αντίκτυπο από τον εμπορικό πόλεμο.

Από τις 19 έως τις 25 Απριλίου, δέκα κοντέινερ με 555.000 τόνους αγαθών έφτασαν στα λιμάνια του Λος Αντζελες και του Λονγκ Μπιτς – τις επικρατέστερες πύλες εισόδου της Αμερικής για τα αγαθά από την Κίνα. Οι αριθμοί είναι περίπου οι ίδιοι με εκείνους της περυσινής χρονιάς.

Ωστόσο, η διαδρομή ανάμεσα στην Κίνα και τη δυτική ακτή των ΗΠΑ διαρκεί από δύο εβδομάδες έως σαράντα ημέρες. Που πρακτικά σημαίνει πως κάποια από τα φορτηγά πλοία που φτάνουν τώρα είχαν ξεκινήσει προτού εφαρμοστούν οι δασμοί.

Αλλοι δείκτες φαίνονται πιο τρομακτικοί, επισημαίνει ο Economist.

Οι κρατήσεις για νέα ταξίδια μεταξύ Κίνας και Αμερικής έπεσαν κατά 45% σε ετήσια βάση την εβδομάδα 14-20 Απριλίου, σύμφωνα με τη Vizion, μια εταιρεία δεδομένων.

Ο αριθμός των κενών δρομολογίων (blank sailing, όταν ένα πλοίο παρακάμπτει ένα λιμάνι ή μια εταιρεία δρομολογεί λιγότερα πλοία σε μια διαδρομή) έχει αυξηθεί στο 40% όλων των προγραμματισμένων ταξιδιών.

Τα δεδομένα τιμολόγησης υποδηλώνουν ότι οι εμπορικές ροές αναδιαμορφώνονται. Το κόστος του ταξιδιού μεταξύ Σαγκάης και Λος Αντζελες έχει μειωθεί κατά περίπου 1.000 δολάρια τον τελευταίο μήνα, σύμφωνα με τη Freightos, μια εταιρεία logistics, καθώς οι εταιρείες έχουν περάσει από το «front-running» των δασμών –με περισσότερες εισαγωγές από το σύνηθες, ώστε να προλάβουν την προθεσμία εφαρμογής των δασμών– στην αποφυγή τους.

Η τιμή για τη μεταφορά εμπορευμάτων από το Βιετνάμ στην Αμερική αυξήθηκε κατά παρόμοιο ποσό, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι εισαγωγείς αναζητούν εναλλακτικούς προμηθευτές.

Σύμφωνα με τον Economist, «η Αμερική δεν πάσχει ακόμη από την εμπορική καταιγίδα που η ίδια προκάλεσε. Οι προβλέψεις, όμως, για τη ναυτιλία δεν είναι ευνοϊκές».

«Θα μπορούσαν κάποια από αυτά τα “καμπανάκια” να είναι εσφαλμένα;» διερωτάται ο Economist. Τα ναυτιλιακά δεδομένα είναι εποχικά και ευμετάβλητα: η πτώση κατά 30% σε ετήσια βάση στις προγραμματισμένες κρατήσεις για το Λος Αντζελες, για παράδειγμα, είναι εντός των φυσιολογικών εβδομαδιαίων διακυμάνσεων.

Σε μικρότερα λιμάνια, όπως του Σιατλ, φτάνει κατά μέσο όρο μόνο ένα φορτηγό πλοίο την ημέρα. Το να περάσουν μερικές ημέρες χωρίς άφιξη πλοίου στο λιμάνι δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Ούτε οι ευρείας χρήσης δείκτες υψηλής συχνότητας σηματοδοτούν ότι η οικονομία έχει ήδη καθηλωθεί. Σύμφωνα με την τράπεζα Barclays, οι δαπάνες για πιστωτικές κάρτες και οι κενές θέσεις εργασίας στην Αμερική ήταν περίπου στα ίδια επίπεδα τον Απρίλιο με τον ίδιο μήνα του 2024.

Ομως, το πλήγμα πιθανότατα έρχεται, υποστηρίζει ο Economist. Οι εμπορικοί κλυδωνισμοί μπορεί να αργήσουν να γίνουν αισθητοί στην οικονομία: ορισμένες εταιρείες θα έχουν δημιουργήσει αποθέματα προτού τεθούν σε ισχύ οι δασμοί.

Η ζήτηση για τελωνειακές αποθήκες –οι οποίες επιτρέπουν την αποθήκευση εμπορευμάτων κοντά σε λιμάνια και πληρώνουν τελωνείο μόνο όταν απελευθερωθούν– έχει αυξηθεί κατακόρυφα.

Πολλές εταιρείες επιλέγουν να μην αυξήσουν τις τιμές τους, είτε επειδή δεσμεύονται από προϋπάρχουσες συμβάσεις είτε επειδή θέλουν να διατηρήσουν τις σχέσεις με τους πελάτες τους σε περίπτωση υπαναχώρησης του Τραμπ. Μπορεί, όμως, να αναγκαστούν να τις αυξήσουν σύντομα.

Ακόμη και μετά τους εμπορικούς τριγμούς που προκάλεσε η πανδημία, τη διατάραξη της εμπορικής ναυσιπλοΐας από αποκλεισμό της διώρυγας του Σουέζ και αργότερα τις επιθέσεις των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, η αβεβαιότητα που έχει δημιουργηθεί από την αλλοπρόσαλλη δασμολογική πολιτική του Αμερικανού προέδρου έχει καταλάβει πολλές ναυτιλιακές εταιρείες εξαπίνης, σημειώνει ο Πίτερ Σαντ, της εταιρείας συμβούλων logistics Xeneta.

Αυτό θα επιβαρύνει το εμπόριο και την ευρύτερη οικονομία, ακόμη και αν η Αμερική άρει τα πιο τιμωρητικά της μέτρα. Τα πλοία που δεν κατάφεραν να αναχωρήσουν εγκαίρως θα φτάσουν με καθυστέρηση ή και καθόλου. Τα αποθέματα θα εξαντληθούν. Πολλές επιχειρήσεις θα έχουν παγώσει τα σχέδια επενδύσεων και προσλήψεων, καθυστερώντας ενδεχομένως την επανεκκίνησή τους.

«Η Αμερική δεν πάσχει ακόμη από την εμπορική καταιγίδα που η ίδια προκάλεσε. Οι προβλέψεις, όμως, για τη ναυτιλία δεν είναι ευνοϊκές», καταλήγει ο Economist.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση