ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

«Είπαν ξείπαν» με τα ρωσικά όπλα της Ε.Φ.

Η Λευκωσία συντηρεί την προοπτική ν’ απαλλαγεί από τον «θείο Βάνια», με την κατάληξη του ζητήματος να είναι αμφίβολη

Του Απόστολου Τομαρά

Του Απόστολου Τομαρά

tomarasa@kathimerini.com.cy

Τον περασμένο Απρίλιο όταν η «Κ» αποκάλυπτε πως η Λευκωσία είχε δεχθεί κρούσεις από τις ΗΠΑ για παραχώρηση των ρωσικών όπλων της Εθνικής Φρουράς, προφανώς για να δοθούν στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, ένα ζήτημα που παρέμεινε στην αθέατη πλευρά, ήταν οι λόγοι πίσω από τη διαρροή ενός ευαίσθητου ζητήματος με πολλαπλές προεκτάσεις. Η αναζωπύρωση για δεύτερη φορά του όλου θέματος και πάλι από κυβερνητικής πλευράς, εκτός από τα ερωτηματικά που προκαλεί, ενισχύει τις απόψεις που υποστήριζαν πως τα ρωσικά όπλα της Ε.Φ. ενδεχομένως να χρησιμοποιήθηκαν ως διπλωματικό εργαλείο, τόσο προς την πλευρά των ΗΠΑ όσο και της Μόσχας.

Η δημόσια παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας με την οποία έκλεισε για δεύτερη φορά η προοπτική παραχώρησης οπλισμού στην Ουκρανία, αναμφίβολα δεν διαταράσσει τις λεπτές ισορροπίες, ωστόσο αυτό που μένει να αιωρείται και ενισχύει τις υποψίες που έχουν δημιουργηθεί για διπλωματικά παιχνίδια είναι η ουσία του ζητήματος. Πέρα από τις πολιτικές προθέσεις της κυβέρνησης μπορεί η Ε.Φ. να αποξενωθεί από στρατιωτικό οπλισμό, ο οποίος αποτελεί τον βασικό κορμό της άμυνας του τόπου; Αν η απάντηση είναι θετική μπορεί να υλοποιηθεί μια ενδεχόμενη απόφαση παραχώρησης και εντός ποιου χρονικού πλαισίου; Ωστόσο, για να δοθούν τεκμηριωμένες απαντήσεις δεν μπορεί να αγνοηθεί αν η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να παραχωρήσει στρατιωτικό υλικό με μια απλή απόφασή της και χωρίς τη συγκατάθεση της χώρας προέλευσης και αγοράς του στρατιωτικού υλικού.

Τα αγκάθια

Αν κάποιος επιχειρήσει να ρίξει περισσότερο φως, το πρώτο βήμα είναι να προσδιορίσει τον ρόλο και την επιχειρησιακή ευθύνη των «υπό παραχώρηση» οπλικών συστημάτων στην αμυντική ομπρέλα της Κύπρου. Τουτέστιν να διερευνήσει εάν η παραχώρηση είναι συμβατή και από στρατιωτικής απόψεως. Η Ε.Φ. είναι από τους λιγοστούς στρατιωτικούς σχηματισμούς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με εξαίρεση τα πρώην σοσιαλιστικά κράτη της ανατολικής Ευρώπης, που διαθέτει μια ευρεία γκάμα ρωσικών οπλικών συστημάτων, τα οποία αποκτήθηκαν την εποχή που οι μεγάλες στρατιωτικές αγορές της Δύσης, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ήταν κλειστές στην Ε.Φ. λόγω του αμερικανικού εμπάργκο όπλων. Τα εν δυνάμει οπλικά συστήματα που φαίνεται να ενδιαφέρουν, ένεκα του ότι είναι φιλικά προς χρήση από τους Ουκρανούς είναι:

• Τα άρματα μάχης T 80U.

• Τα τεθωρακισμένα οχήματα BMP3.

• Το σύστημα αεράμυνας μικρού βεληνεκούς TOR M1.

• Το σύστημα αεράμυνας μέσου βεληνεκούς BUK M1-2.

Επιχειρησιακή ετοιμότητα

Με εξαίρεση τα BMP3 τα υπόλοιπα συστήματα, με βάση τα στρατιωτικά σχέδια, έχουν σημαντικό ρόλο στην άμυνας της Κύπρου σε έδαφος και αέρα. Το άρμα μάχης T 80U αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του οπλοστασίου της Ε.Φ. Σχετικά είναι από τα νέα άρματα μάχης με βασικά προτερήματα τόσο στο επιθετικό κομμάτι όσο και στην αυτοπροστασία του.

Στα αρνητικά του συγκεκριμένου όπλου συγκαταλέγεται το υψηλό κόστος συντήρησής του, κάτι που ωστόσο αφορά το σύνολο των ρωσικών όπλων της Ε.Φ.

Ακόμα και αν υλοποιείτο η πρόθεση της κυβέρνησης ν’ απαλλαγεί από τα ρωσικά όπλα, όπως σημειώνεται εύστοχα από στρατιωτικές πηγές, δεν μπορεί να γίνει με «βίαιο» τρόπο. Πέρα από το αυτονόητο ότι τίποτα δεν δίνεται, εάν δεν αντικατασταθεί, η προϋπόθεση αυτή δεν είναι αρκετή, λένε στρατιωτικές πηγές. Το πιο σοβαρό σε μια παρόμοια διαδικασία είναι ο χρόνος που θα απαιτηθεί από την ημερομηνία παραλαβής προκειμένου να νέα οπλικά συστήματα να είναι επιχειρησιακά έτοιμα. Για την περίπτωση των αρμάτων μάχης η χρονική περίοδος καθορίζεται από 9 έως 12 μήνες.

Αεράμυνα

Και αν στην περίπτωση των αρμάτων μάχης κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως υπάρχουν και τα γαλλικά ΑΜΧ 30, στην περίπτωση των δύο αντιαεροπορικών συστημάτων ενδεχόμενη παραχώρησή τους θα δημιουργούσε ένα σημαντικό κενό στο σύστημα αεράμυνας. Κενό που και εδώ δεν έχει να κάνει με τον χρόνο παράδοσης των νέων συστημάτων, αλλά με τον χρόνο επιχειρησιακής ετοιμότητάς τους. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε πως και για τα δύο υφιστάμενα συστήματα απαιτήθηκε περίοδος προσαρμογής και εκπαίδευσης του προσωπικού τους, εντός και εκτός Κύπρου, προκειμένου να είναι σε θέση να αποδίδουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Μια ένδειξη για τον χρόνο προσαρμογής στα νέα όπλα μάς έδωσε στρατιωτική πηγή. Το ελάχιστο που απαιτείται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τα δύο χρόνια. Άρα εδώ προκύπτει ένα ζήτημα με τα χρονικά περιθώρια που δημιουργούν ερωτηματικά, από στρατιωτικής απόψεως. Αν δεχθούμε το ακραίο σενάριο πως η Κύπρος θα παραχωρήσει τα ρωσικά της όπλα σε τρίτους και όχι απευθείας στην Ουκρανία, κάτι που κατηγορηματικά ξεκαθάρισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η όλη διαδικασία δεν μπορεί να υλοποιηθεί άμεσα, παράγοντας που θεωρείται βέβαιο πως θα εξασθενήσει το όποιο ενδιαφέρον Ευρωπαίων και Αμερικανών, κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο στους New York Times.

Το εμπόδιο του τελικού χρήστη

Ακόμα και να είχαν επιλυθεί όλα τα ζητήματα που προκύπτουν σε στρατιωτικό επίπεδο και η Λευκωσία αποφάσιζε να τα παραχωρήσει απευθείας όχι στην Ουκρανία, όπως έπραξαν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά σε τρίτους, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση είναι αμφίβολο εάν θα προχωρούσε. Το πιο σοβαρό εμπόδιο εντοπίζεται στα συμβόλαια αγοράς των συγκεκριμένων συστημάτων και στην πρόνοια του πιστοποιητικού τελικού χρήστη. Δηλαδή την άδεια που πρέπει να εξασφαλίσει μια χώρα από τον πωλητή προκειμένου να πουλήσει σε τρίτους οπλικά συστήματα παραγωγής του. Η συγκεκριμένη πρόνοια καλύπτει και τα οπλικά συστήματα της Ε.Φ. με πιο πρόσφατο παράδειγμα την πώληση των ρωσικών επιθετικών ελικοπτέρων MI 35 στη Σερβία, συμφωνία που θα ναυαγούσε, εάν η Ρωσία δεν έδινε την άδειά της. Το σοβαρό ερώτημα που προκύπτει είναι: Η Ρωσία, γνωρίζοντας το ενδιαφέρον της Δύσης για τα ρωσικά όπλα της Ε.Φ., θα έδινε άδεια πώλησης ακόμα και σε τρίτους, ξέροντας ότι αυτά πιθανότατα να καταλήξουν στην Ουκρανία; Η απάντηση –και όχι αυθαίρετα– που μπορεί να δοθεί είναι σαφέστατα όχι. Με αυτά τα δεδομένα το συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι πως η αντικατάσταση των ρωσικών όπλων της Ε.Φ. δεν μπορεί να γίνει υπό την πίεση του χρόνου παρά μόνο συντεταγμένα, με σχεδιασμό και προγραμματισμό.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Τομαρά

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση