ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Οι σχέσεις Κύπρου-Ρωσίας υπό το βάρος του πολέμου

Πώς παρακολουθεί την Ουκρανία η Λευκωσία

Του Γιάννη Ιωάννου

Του Γιάννη Ιωάννου

Όταν την περασμένη Τρίτη ο πρέσβης της Ρωσίας στην Κύπρο, κ. Στάνισλαβ Οσάτσι, δίνοντας συνέντευξη στον τηλεοπτικό σταθμό Σίγμα, έκανε την αναφορά του περί Ρώσων τουριστών που θα πάνε στην Τουρκία επειδή «η Κύπρος με τις κυρώσεις πυροβόλησε τα πόδια της» έμπειροι παρατηρητητές των εξελίξεων με φόντο την Ουκρανία σημείωναν στην «Κ» πως «μια τέτοια δήλωση θα αποτελούσε λόγο, σε κάθε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, για την επίδοση ρηματικής διακοίνωσης, σε διπλωμάτη οποιασδήποτε χώρας που θα προέβαινε σε τέτοιου είδους έμμεση απειλή». Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν συνέβη στην περίπτωση της Κύπρου, υπενθυμίζοντας, όπως ακριβώς έκανε μέσα σε λίγες εβδομάδες με την επιτάχυνση των εξελίξεων σε διεθνές επίπεδο ο πόλεμος στην Ουκρανία, πως οι διμερείς σχέσεις Κύπρου - Μόσχας παραμένουν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, διαχρονικά, τόσο αναφορικά με το Κυπριακό αλλά και μετά το 2004 με την ιδιότητα της Κύπρου ως κράτους-μέλους της Ε.Ε. όσο και σε σχέση με τις προσλαμβάνουσες, ιδεολογικές, πολιτικές και οικονομικές, της κυπριακής κοινωνίας και των πολιτικών και οικονομικών ελίτ του τόπου. Μέσα σε λίγες ημέρες πολέμου, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι διπλωματικές σχέσεις Δύσης - Ε.Ε.- Ρωσίας περνούν μέσα από ένα «ψυχροπολεμικό χαμηλό», ενώ στο ευρωπαϊκό επίπεδο είδαμε διεθνοπολιτικές νόρμες και συμπεριφορές στα επίπεδα της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, μετά τον Β΄ ΠΠ, να αλλάζουν άρδην υπό το βάρος των όπλων που επέστρεψαν στην Ευρώπη. Υπό το βάρος της επιβολής κυρώσεων στη Ρωσία του Πούτιν, αλλά και της εικόνας μιας μακράς διπλωματικής κρίσης με φόντο την Ουκρανία λόγω της ρωσικής επιθετικότητας, οι διμερείς σχέσεις Κύπρου - Ρωσίας δείχνουν να εισέρχονται σε μια ενδιαφέρουσα φάση, το τέλος της οποίας, αν και δεν είναι ορατό, αξίζει να αναλυθεί πέραν των ανησυχιών και της αμηχανίας.

Οι διμερείς σχέσεις Κύπρου - Μόσχας παραμένουν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, διαχρονικά, τόσο αναφορικά με το Κυπριακό όσο και μετά το 2004 με την ιδιότητα της Κύπρου ως κράτους μέλους της Ε.Ε.

Η ιστορική διάσταση

H Kύπρος συνήψε, αμέσως μετά την ανεξαρτησία της, διπλωματικές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ), η οποία αναγνώρισε την Κ.Δ. δύο μόλις ημέρες μετά την υπογραφή της ανεξαρτησίας στις 18 Αυγούστου του 1960. Η απαρχή των διμερών σχέσεων Μόσχας - Λευκωσίας ξεκίνησε και διαμορφώθηκε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορικά περίοδο για την Ανατολική Μεσόγειο την οποία, γενικά, θα καθόριζαν συγκεκριμένα, συνοπτικά, ποιοτικά χαρακτηριστικά:

Η πολιτική μετάβαση της Σοβιετικής Ένωσης από την περίοδο της αποσταλινοποίησης του Νικίτα Χρουστσόφ (1953-1964) σε αυτή του Λεονίντ Μπρέζνιεφ (1964-1982) οι οποίες συνέπεσαν με όλα τα ταραχώδη γεγονότα στην ιστορία της Κύπρου στα πρώιμα χρόνια της (δικοινοτικές ταραχές 63- 64, τουρκική εισβολή 1974).

- Το πώς στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, ιδίως μετά την κρίση στην Κούβα το 1962, η Ανατολική Μεσόγειος ως υποσύστημα απέκτησε τεράστια γεωπολιτική σημασία, ιδίως μετά το 1963 και τη μετατροπή της Σοβιετικής Ένωσης σε ναυτική δύναμη, η οποία ενέταξε τόσο τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή (1967 και 1973) όσο και τις ελληνοτουρκικές κρίσεις, με φόντο την Κύπρο, εντός της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ στους στρατηγικούς της σχεδιασμούς και στην εργαλειοποίησή της όπως και την Κύπρο ως πηγή συγκέντρωσης intelligence.

- Η ίδια η αδέσμευτη εξωτερική πολιτική Μακαρίου, που βρήκε στήριξη παρά τις αντιφατικές ιδεολογικές γραμμές σε δορυφορικά της ΕΣΣΔ κράτη, όπως η Τσεχοσλοβακία, αλλά και, στο εσωτερικό, στο ΑΚΕΛ που παρέμεινε ισχυρό πολιτικά και κοινωνικά εντός της κυπριακής πολιτικής σκηνής έχοντας οργανικές σχέσεις με τη Μόσχα. Στην Κύπρο στο τέλος της δεκαετίας του 1960 συνέβαιναν σκηνές «υπερρεαλισμού» για τα δεδομένα του Ψυχρού Πολέμου, όπως οι συναντήσεις αμερικανικών υποβρυχίων με σοβιετικά πλοία του στόλου της Μαύρης Θάλασσας.

- Στο οικονομικό, αμυντικό και πολιτιστικό συγκείμενο που πέραν του εξαγωγικού εμπορίου και την απουσία, τότε, της θρησκευτικής διάστασης η Κ.Δ. ανέτρεξε αρκετές φορές στη Σοβιετική Ένωση για όπλα, όπως φάνηκε στην «πρώτη» πυραυλική κρίση του 1965. Το ιστορικό αποτύπωμα των διμερών σχέσεων Ρωσίας - Κύπρου δημιούργησε ισχυρές προσλήψεις μεταξύ των λαών που ωστόσο, διαχρονικά, δεν υπάγονταν πάντα στον έλεγχο της ιστορικής ακρίβειας και ακολουθίας ως προς τη διάσταση του πλέγματος των συμφερόντων.

Η σύγχρονη διάσταση

Η Κύπρος αναγνώρισε τη διαδοχή της ΕΣΣΔ το 1992 και οι σχέσεις την περίοδο μετά το 1974 και μετά το 1991 διακρίνονται για δύο χαρακτηριστικά περιοδολογικά: α. Του πώς η Λευκωσία, λόγω του Κυπριακού, στηρίζονταν στην ψήφο της ΕΣΣΔ/Ρωσίας, ως μόνιμου μέλους, στο Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ για τα ψηφίσματα (π.χ. 550 ή 789) που αφορούσαν τις τουρκικές ενέργειες. Η επονομαζόμενη, ιστορικά, στάση αρχών της Μόσχας και β. Το πώς και πόσο ταχέως αναπτύχθηκαν οι οικονομικές σχέσεις Μόσχας - Λευκωσίας, ιδίως μετά τη μετάβαση της Μόσχας από την ΕΣΣΔ στη σημερινή Ρωσία και δη τη δύσκολη περίοδο 1992-1999. Η Κύπρος απέκτησε ξαφνικά τεράστια σημασία για τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ της Μόσχας ως μέρος εξαιρετικών υποδομών στον τομέα της παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και της εγγραφής υπεράκτιων εταιρειών, ενώ μετά το 2000 και τη σταδιακή μετατροπή της ρωσικής οικονομίας σε ένα κλειστό κύκλωμα Ρώσων ολιγαρχών, η Κύπρος απέκτησε τη φήμη, τουλάχιστον μέχρι και την είσοδό της στην Ε.Ε το 2004, του «off shore παραδείσου». Η τάση αυτή ενισχύθηκε και από τις ιδιαιτερότητες, λόγω του αμερικανικού εμπάργκο στον τομέα των αμυντικών εξοπλιστικών με την Κ.Δ. να συνδέει άρρηκτα την άμυνά της σε κρίσιμους τομείς όπως τη ραχοκοκκαλιά του αρματικού δυναμικού της Εθνικής Φρουράς και την κυπριακή αεράμυνα. Τόσο η κρίση του 1998-99 με τους πυραύλους S-300 όσο και το σκάνδαλο, λίγο μετά, με το σύστημα Tor-M1 ανέδειξαν πως μεγάλο μέρος του αποτελέσματος των κυπρορωσικών σχέσεων σε επιμέρους επίπεδα γίνονταν είτε πρόχειρα σε επίπεδο εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής είτε με εμφανή τη διείσδυση της θεσμικής διαφθοράς. Η σταδιακή αυτή μετάβαση από την αμαρτωλή δεκαετία του 1990 στην ευρωπαϊκή Κύπρο απέκτησε φυσικά και χαρακτηριστικά εντοπιότητας με Ρώσους πολίτες να ζουν και να εργάζονται μόνιμα στην Κύπρο, να επενδύουν στον τομέα των ακινήτων, να χτίζουν μια κοινότητα 40.000 πολιτών σχεδόν στη Λεμεσό και να αποτελούν μία από τις δύο κυρίαρχες αγορές για τον κρίσιμο, για την κυπριακή οικονομία, κυπριακό τουρισμό. Στην εξίσωση ωστόσο προστέθηκαν τόσο η διάσταση της μαλακής ισχύος –στη βάση της θρησκείας και της πολιτιστικής διπλωματίας– όσο και τα γεγονότα που θα οδηγήσουν τις εν λόγω σχέσεις σε συγκεκριμένα αποτυπώματα πολιτικής και οικονομικής διείσδυσης και δημιουργίας σχέσεων εξάρτησης. Ενίοτε στο πλαίσιο αυτού που η ευρωπαϊκή ορολογία στις προσλήψεις της δικής της εξωτερικής πολιτικής συνοψίζει ως «κακόβουλη ρωσική εξωτερική επιρροή».

Από το κούρεμα του 2013 στα «χρυσά διαβατήρια»

Τα γεγονότα που ακολούθησαν την κρίση στην Κύπρο με αποκορύφωμα τον Μάρτιο του 2013 (που η Ρωσία δεν έδωσε ποτέ δάνειο στην Κ.Δ. όταν το ζήτησε επί Χριστόφια) και το «κούρεμα» των καταθετών, το κλείσιμο της «Λαϊκής Τράπεζας» και τα όσα κατά καιρούς δημοσιεύτηκαν σε σχέση με την οικονομική δραστηριότητα Ρώσων ολιγαρχών εγκαινιάζει μια περιοδολόγηση που μας πηγαίνει μέχρι και την περίοδο 2017-2021 στην οποία κυριάρχησε η κατάχρηση του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος (ΚΕΠ) και η πώληση ουσιαστικά του κυπριακού διαβατηρίου σε αμφιλεγόμενα πρόσωπα –πολλά μεταξύ των οποίων και Ρώσοι ολιγάρχες του στενού περιβάλλοντος του προέδρου Πούτιν, το αποτύπωμα των οποίων άγγιξε σειρά κυπριακών πολιτικών και οικονομικών ελίτ όπως και την φερόμενη εμπλοκή της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές του 2016 που ανέδειξαν τον Τραμπ στην εξουσία. Απαύγασμα αυτής της περιόδου ήταν η άκομψη, την περίοδο του καλοκαιριού του 2020, επαναδιαπραγμάτευση με τη Μόσχα για την επικαιροποίηση της Σύμβασης για την Αποφυγή της Διπλής Φορολογίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η ρωσική πλευρά απαίτησε, τελεσιγραφικά τότε, την τροποποίηση σε δύο βασικά άρθρα της Σύμβασης, έτσι ώστε να αυξηθεί ο φόρος που παρακρατείται σε εισοδήματα από μερίσματα και από τόκους στο 15% αντίστοιχα στο πλαίσιο της πολιτικής Πούτιν για επαναπατρισμό κεφαλαίων στο εσωτερικό της χώρας. Επιπλέον, η Κύπρος έγινε ξανά το επίκεντρο, σε ευρωπαϊκούς κύκλους, έντονης κριτικής με αποκαλύψεις και δημοσιεύματα του ξένου Τύπου όπως και εκθέσεις ανεξάρτητων θεσμών σε θέματα διαφθοράς και διαφάνειας. Επίσης, κατέστη σαφές πως το κλείσιμο ρωσικών τραπεζών λογαριασμών και εταιρειών κέλυφος (shell-companies) όπως και η υιοθέτηση μέτρων (AML) τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να ανακάμψουν την χαμένη αξιοπιστία της Κύπρου. Η τρέχουσα κρίση της Ουκρανίας ωστόσο εμπεριέχει και απαισιόδοξες προβλέψεις που πέραν της μεγάλης διπλωματικής εικόνας και της έκβασης του πολέμου κρίνουν σε μεγάλο βαθμό και το μέλλον των ρωσοκυπριακών σχέσεων, σε πολλαπλά επίπεδα:

- Σε σχέση με τον δημόσιο διάλογο και τις προσλήψεις του πολέμου ως προς την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αναφορικά με τους παραλληλισμούς με την τουρκική εισβολή το 1974 στην Κύπρο. Καλώς ή κακώς, διανύουμε μια έντονη και μακρά προεκλογική περίοδο και ήδη ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει εργαλειοποιηθεί σε επίπεδο μικροπολιτικής ατζέντας και εντυπώσεων.

- Με τις επιπτώσεις στο κυπριακό οικονομικό μοντέλο που παρά τις προσπάθειες «απορωσοποίησης» σε σημαντικές εκφάνσεις του θα δεχτεί πιέσεις από την τρέχουσα κρίση τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα (ακρίβεια, πληθωρισμός, μείωση του εξαγωγικού εμπορίου, ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης, τομέας των υπηρεσιών, τουρισμός, κοκ) συμπεριλαμβανομένου του ελλιμενισμού ρωσικών πολεμικών πλοίων στη Λεμεσό για σκοπούς εφοδιασμού.

- Με τη συζήτηση αναφορικά με τις υπερβολές σε σχέση με τη ρωσική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό, καθώς τόσο η βιβλιογραφία σε Κύπρο κι εξωτερικό αγγίζει τη μυθολογία της όπως και η δημόσια σφαίρα ακούει π.χ. τον Ρώσο ΥΠΕΞ να μιλάει για «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου» και τους Πούτιν και Ερντογάν να έχουν αναβαθμίσει τις διμερείς και διαπροσωπικές τους σχέσεις, μετά το 2016.

- Με το ρωσικό αποτύπωμα σε συγκεκριμένα πεδία της κυπριακής δημόσιας σφαίρας όπως π.χ. η εξωτερική επιρροή στα της Εκκλησίας της Κύπρου ή στο πώς ιδεολογικά αφηγήματα προωθούνται στη δημόσια σφαίρα. Πώς π.χ. θα προσλάμβανε η Κύπρος μελλοντική ντε φάκτο κατοχή της Ουκρανίας ή πώς επεξεργάστηκε όσα συνέβησαν το 2014-2015 με την προσάρτηση της Κριμαίας και τις αποσχισθείσες περιοχές; ΄H μία μελλοντική κοσσοβοποίηση της Ουκρανίας;

Το πώς θα κινηθούν οι μελλοντικές σχέσεις Ρωσίας - Κύπρου ως προς τη βελτίωση ή επιδείνωση μένει να φανεί. Το μόνο σίγουρο είναι πως ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι επιπτώσεις του θα έχουν μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Μακριά από αφηγήματα αντιρωσισμού και αντιουκρανισμού, το μόνο σίγουρο είναι πως το πεδίο αποτελεί πρόκληση για την κυπριακή εξωτερική πολιτική, η μόνη ταυτότητα της οποίας πέρα από βαρύγδουπα όπως το «πολυεπίπεδη» και «φιλοδυτική» πρέπει να είναι αυτό της ιδιότητας του κράτους-μέλους στην Ε.Ε.

Έντυπη Έκδοση 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Γιάννη Ιωάννου

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση