

Του Παύλου Ξανθούλη
Τα παγωμένα περιουσιακά στοιχεία της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας επιστρατεύει, μεταξύ άλλων, η Ε.Ε., προκειμένου να ασκήσει την επιρροή της στις εξελίξεις στο Ουκρανικό, ενόψει της συνάντησης Τραμπ-Πούτιν, μεθαύριο Παρασκευή, στην Αλάσκα. Σήμερα Τετάρτη, ηγέτες ισχυρών κρατών-μελών, με επικεφαλής τον Γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς, τη συμμετοχή της Βρετανίας αλλά και του Βολοντιμίρ Ζελένσκι, αναμένεται να έχουν τηλεδιάσκεψη με τον Ντόναλντ Τραμπ και θα επιδιώξουν να περάσουν τις θέσεις που στηρίζει η Ε.Ε. για το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία. Κάτι πάντως που δεν θεωρείται εύκολη υπόθεση, δεδομένου ότι ο Ντόναλντ Τραμπ στέλνει μηνύματα που παραπέμπουν σε «εδαφικές αναπροσαρμογές» που δύσκολα μπορεί να καταπιεί το Κίεβο, αν και την ίδια ώρα εμφανίζεται περισσότερο «υποψιασμένος» γύρω από τα παιχνίδια τακτικής και ουσίας που παίζει ο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Σύμφωνα λοιπόν με πληροφορίες, η Ε.Ε. έχει ανασύρει το χαρτί των περιουσιακών στοιχείων της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας που ανέρχονται σε περίπου 210 δισεκατομμύρια ευρώ, και 183 δισεκατομμύρια εξ αυτών βρίσκονται στην εταιρεία διαχείρισης επενδύσεων Euroclear που εδρεύει στο Βέλγιο (με απόφαση της Ρωσίας πριν από τις ευρωπαϊκές κυρώσεις). Όλα αυτά τα ποσά, δεν μπορούν μεν να κατασχεθούν από την Ε.Ε., αλλά βρίσκονται παγωμένα και οι τόκοι τους αξιοποιούνται ήδη για τη στήριξη της Ουκρανίας. Εκτιμάται ότι έχουν διατεθεί συνολικά μέχρι σήμερα, περίπου 4 δισεκατομμύρια ευρώ από την Ε.Ε. προς την Ουκρανία (σε τρεις δόσεις), στο πλαίσιο των τόκων από τα παγωμένα περιουσιακά στοιχεία της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας, τα οποία αναμένεται να αποτελέσουν μέρος μιας ενδεχόμενης συμφωνίας στο Ουκρανικό.
Από τις συζητήσεις που έλαβαν χώρα προχθές Δευτέρα, στην τηλεδιάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών, αλλά και παρασκηνιακά μεταξύ ηγετών της Ε.Ε., προκύπτει ευθέως ότι η Ε.Ε. αναζητεί «εναλλακτικούς μοχλούς πίεσης», προκειμένου να περάσει τις δικές της θέσεις στο Ουκρανικό. Ανησυχεί ιδιαίτερα από τον «αποκλεισμό» της Ε.Ε. και του Βολοντιμίρ Ζελένσκι από τη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν, μεθαύριο Παρασκευή και επιδιώκει να διασφαλίσει αφενός ότι δεν μπορεί να ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση ερήμην της Ουκρανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφετέρου ότι «τα διεθνή σύνορα δεν πρέπει να αλλάζουν διά της βίας». Οι θέσεις αυτές αντικατοπτρίζονται σε δήλωση των 26 ηγετών των κρατών-μελών της Ε.Ε., που κυκλοφόρησε χθες το πρωί, αρκετές ώρες μετά την τηλεδιάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών, με την υποσημείωση για άλλη μία φορά της διαφωνίας της Ουγγαρίας, η οποία διαχώρισε τη θέση της και στήριξε την όποια απόφαση –εάν υπάρξει– στην οποία θα καταλήξουν Τραμπ και Πούτιν.
Ναι μεν, αλλά
Στη γραπτή δήλωση των «26», οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση την Ουγγαρία, «χαιρετίζουν τις προσπάθειες του προέδρου Τραμπ για τον τερματισμό του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και την επίτευξη δίκαιης και διαρκούς ειρήνης και ασφάλειας για την Ουκρανία». Αλλά την ίδια ώρα, σημειώνουν ότι «μια δίκαιη και διαρκής ειρήνη που φέρνει σταθερότητα και ασφάλεια πρέπει να σέβεται το διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των αρχών της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και ότι τα διεθνή σύνορα δεν πρέπει να αλλάζουν διά της βίας».
Σημειώνουν ότι «μια διπλωματική λύση πρέπει να προστατεύει τα ζωτικά συμφέροντα ασφαλείας της Ουκρανίας και της Ευρώπης», επαναλαμβάνουν τη στήριξη προς το Κίεβο σε όλα τα επίπεδα, ενώ υπογραμμίζουν «το εγγενές δικαίωμα της Ουκρανίας να επιλέξει το δικό της πεπρωμένο». Η δήλωση των «26» ολοκληρώνεται με τη διαβεβαίωση για τη συνέχιση της «υποστήριξης της Ουκρανίας, στην πορεία της προς την ένταξη στην Ε.Ε.», κάτι που αποτελεί μία από τις βασικές πηγές διαφωνίας της Ουγγαρίας.
Η δήλωση αυτή, ως επίσης και η επιστράτευση των παγωμένων περιουσιακών στοιχείων της Ρωσίας, επιχειρούν να προλειάνουν το έδαφος της σημερινής τηλεδιάσκεψης ηγετών χωρών της Ε.Ε., με τον Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό που ίσχυε μέχρι χθες και ενώ γράφονταν αυτές οι γραμμές, στην τηλεδιάσκεψη με τον Ντόναλντ Τραμπ και τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς, αναμένεται να συμμετάσχουν οι ηγέτες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Πολωνίας, της Φινλανδίας, οι επικεφαλής της Κομισιόν, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του ΝΑΤΟ, η Βρετανία, και ο ηγέτης της Ουκρανίας Βολοντιμίρ Ζελένσκι. Η τηλεδιάσκεψη προγραμματίστηκε να διαρκέσει μία ώρα και ο Ντόναλντ Τραμπ είπε ότι θα καταγράψει τις ιδέες όλων, ενόψει της συνάντησης με τον Πούτιν, ενώ εξέφρασε την προσδοκία να υπάρξει «άμεση κατάπαυση πυρός».
Ήξεις, αφήξεις για Γάζα
Οι υπουργοί Εξωτερικών της Ε.Ε. συζήτησαν στο πλαίσιο της έκτακτης τηλεδιάσκεψης και τις εξελίξεις στη Γάζα. Αλλά, για ακόμη μία φορά τα κράτη-μέλη εμφανίζονται διχασμένα και συνεπώς δεν είναι σε θέση να προσυπογράψουν τη συμβολική έστω λήψη μέτρων, όπως απορρέει από την εισήγηση της Κομισιόν, για αναστολή πρόσβασης οντοτήτων του Ισραήλ στα κονδύλια του προγράμματος ερευνών Horizon Research Fund.
Άλλωστε, ο καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς που είχε αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο λήψης μιας τέτοιας απόφασης (απαιτεί ειδική πλειοψηφία και όχι ομοφωνία), δεν άναψε πράσινο φως στην έγκρισή της. Ο κ. Μερτς προχώρησε στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας σε αναστολή εξαγωγών στο Ισραήλ οπλικών συστημάτων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη Λωρίδα της Γάζας. Αν και εύλογα θα μπορούσε κάποιος να διερωτηθεί, πώς μπορεί να διευκρινισθεί ποια οπλικά συστήματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη Γάζα και ποια όχι, είναι προφανές ότι η απόφαση του Βερολίνου αποτελεί ένα μήνυμα δυσφορίας, για την απόφαση Νετανιάχου να «τελειώσει τη δουλειά», καταλαμβάνοντας το σύνολο της Λωρίδας της Γάζας.
Η ύπατη εκπρόσωπος της Ε.Ε., Κάγια Κάλας, σε ανάρτησή της στην πλατφόρμα X, μετά την τηλεδιάσκεψη των ΥΠΕΞ των «27», αρκέστηκε να αναφέρει ότι «ο πόλεμος στη Γάζα καθίσταται ολοένα και πιο επικίνδυνος με την πάροδο του χρόνου». Και ότι «οι προτεραιότητες της Ε.Ε. παραμένουν η ανθρωπιστική βοήθεια, περιλαμβανομένης της παροχής πρόσβασης σε κυβερνητικές οργανώσεις, η άμεση κατάπαυση του πυρός και η απελευθέρωση των ομήρων που εξακολουθούν να κρατούνται. Εάν μια στρατιωτική λύση ήταν πιθανή, ο πόλεμος θα είχε ήδη τελειώσει», κατέληξε στην ανάρτησή της η επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε., υπό το φως της αδυναμίας της Κοινότητας να εκφράσει ενιαίο λόγο και να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στον τερματισμό του καταστροφικού πολέμου και του αποκλεισμού της Γάζας.