ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Π. Παπαπολυβίου: Σε διεθνές ναρκοπέδιο η ΚΔ το 74

Τι ανέφερε ο Αναπληρωτής Καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου μιλώντας για την πορεία προς την τουρκική εισβολή

ΚΥΠΕ

Η νεαρή Κυπριακή Δημοκρατία βάδιζε σε ένα ναρκοπέδιο στο διεθνές πλαίσιο με ελάχιστες δυνατότητες ελιγμών, ανέφερε στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Αναπληρωτής Καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Πέτρος Παπαπολυβίου, μιλώντας για την πορεία προς την τουρκική εισβολή του 1974.

Σύμφωνα με τον Καθηγητή, οι απαρχές του κυπριακού προβλήματος εντοπίζονται με την προσάρτηση της Κύπρου στο βρετανικό στέμμα και την ανακήρυξη της Κύπρου σε αποικία (1925). Τότε, «από κεφάλαιο του Ανατολικού ζητήματος απέκτησε πιο σύνθετες παραμέτρους στο πλαίσιο της αποαποικιοποίησης και μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ενεπλάκη και στις διεθνείς ισορροπίες του Ψυχρού πολέμου», ανέφερε.

Σημειώνοντας ότι η Βρετανία, ως αποικιακή δύναμη, έκανε τα πάντα για να μην λυθεί το πρόβλημα σύμφωνα με τη δημοκρατική παράδοση και το πνεύμα της εποχής, αρνούμενη και εμποδίζοντας την παροχή αυτοδιάθεσης στους Κυπρίους, αμφισβητούσε στις περιόδους έντασης, μετά τα Οκτωβριανά την εθνική ταυτότητα Ελλήνων και Τούρκων στο νησί και υποτιμούσε εξευτελιστικά τη δυνατότητα να κυβερνηθούν μόνοι τους. Αυτό εξακολούθησε να συμβαίνει και μετά το 1950, ακόμη και μετά την έναρξη του Αγώνα της ΕΟΚΑ, ανέφερε.

«Η παροχή της κυπριακής ανεξαρτησίας δεν αποτέλεσε μια οριστική λύση, καθώς συνοδεύτηκε με ένα πολύπλοκο σύνταγμα και με το αίσθημα της επιβολής και της αδικίας, παρά το αρχικό πανηγυρικό «Νενικήκαμεν» του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, τον Μάρτιο του 1959», είπε ο Καθηγητής.

Έτσι, με τις πρώτες δυσκολίες, φάνηκε ότι η μεν ε/κ πλευρά επιθυμούσε και προσέβλεπε στη βελτίωση των όρων των Συνθηκών Ζυρίχης - Λονδίνου η δε τ/κ πλευρά -και η Τουρκία- δεν συναινούσε επ’ ουδενί στην παραχώρηση οποιουδήποτε «κεκτημένου» από τα υπερβολικά για αυτήν κέρδη του 1959. Την πιστή εφαρμογή των Συμφωνιών, προσθέτει, συμβούλευαν και η Αθήνα και η Άγκυρα, γεγονός που προκάλεσε και τους πρώτους τριγμούς στις σχέσεις της Λευκωσίας με την κυβέρνηση Καραμανλή στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Ο δρ Παπαπολυβίου αναφέρει ότι, πριν από τα γεγονότα του 1963 και την αποχώρηση των Τ/κ από τα πολιτειακά τους αξιώματα και τον «κατ’ επιμονή και εντολή της ηγεσίας τους εθελούσιο εγκλεισμό στους θύλακες» και παράλληλα με τον εκατέρωθεν εξοπλισμό των ε/κ και τ/κ ομάδων κατά την περίοδο 1960-1963, τις δύο πλευρές χώριζε, πέρα από τη μη εγκατάλειψη, αντίστοιχα, του οράματος της ένωσης ή της επιδίωξης της διχοτόμησης, μια ιδιότυπη «συντεχνιακού τύπου» αντιπαράθεση.

«Το επιβληθέν κράτος του 1960 με τους τρόπους που οικοδομήθηκε ήταν εξαιρετικά δύσκολο να γίνει αποδεκτό ως κοινή κατάκτηση, καθώς οι μεν Ε/κ έβλεπαν τους Τ/κ να έχουν αποκτήσει υπερτροφικά προνόμια εις βάρος τους, οι δε Τ/κ συνέχισαν να θεωρούν ως πρώτιστο «συμφέρον της κοινότητάς τους» την αμφισβήτηση και την υπονόμευση της ηγεμονίας της Ε/Κ πλειοψηφίας», ανέφερε.

Κληθείς να σχολιάσει πώς τεκμηριώνεται ιστορικά ο ρόλος των ξένων δυνάμεων στο Κυπριακό, ο δρ Παπαπολυβίου ανέφερε ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν σημαντική εμπλοκή στο Κυπριακό από την εποχή που άρχισε να συζητείται στον ΟΗΕ, στη δεκαετία του 1950.

«Στα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε πολύ αδρές γραμμές, η μεν Βρετανία εκείνο που κύρια επιθυμούσε ήταν η χωρίς προβλήματα εδραίωση και συνέχιση της παρουσίας της μέσω των Βάσεων, οι Ηνωμένες Πολιτείες το «κλείσιμο» του Κυπριακού ως ζητήματος που συντηρούσε ένα ρήγμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και απειλούσε τη συνοχή της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και η Σοβιετική Ένωση, ακριβώς τα αντίθετα με τις δύο δυτικές δυνάμεις», σημείωσε.

Σε αυτό το γενικό πλαίσιο κινήθηκαν τα συγκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στο Κυπριακό το 1960-1974, με εποχιακές διαφοροποιήσεις, ανάλογα με τις κυβερνητικές αλλαγές ή τις πολεμικές εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο ή τις ανακατατάξεις στην παγκόσμια ισορροπία του Ψυχρού πολέμου. «Είναι, νομίζω, προφανές, ότι η νεαρή Κυπριακή Δημοκρατία βάδιζε σε ένα ναρκοπέδιο στο διεθνές πλαίσιο με ελάχιστες δυνατότητες ελιγμών», υπογράμμισε.

Μπορούσε, λοιπόν, η τουρκική εισβολή του 1974 να αποτραπεί ή ήταν «χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου»; Ο Καθηγητής σημειώνει ότι το ζήτημα της αποτροπής της τουρκικής εισβολής είναι σύνθετο. «Είναι σχεδόν βέβαιο ότι εάν η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς τον Ιούλιο του 1974 είχε επανδρώσει με τον απαιτούμενο τρόπο την αμυντική γραμμή και είχε εφαρμόσει τα προβλεπόμενα Σχέδια Αμύνης, η τουρκική απόβαση κατά πάσα πιθανότητα θα αποτύγχανε. Ή, τέλος πάντων, θα έπρεπε να περάσουν πολλές μέρες ώστε να επιτευχθεί το αρχικό προγεφύρωμα του πρωινού της 20ης Ιουλίου και η κατάληψη της Κερύνειας, το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου 1974», αναφέρει.

Προσθέτει, εξάλλου, ότι και η καθυστέρηση στην τουρκική προέλαση κάτω από τις πιο αντίξοες και αρνητικές περιστάσεις για την ε/κ πλευρά αποδεικνύει και τις μεγάλες εχθρικές στρατιωτικές αδυναμίες και ελλείψεις.

Ένα άλλο ζήτημα, σημειώνει, είναι το πόσο διαφορετικά θα εξελίσσονταν τα πράγματα επί του κυπριακού εδάφους εάν η Ελλάδα, που βρισκόταν υπό στρατιωτική δικτατορία από το 1967, έστελνε στα αμυνόμενα στρατεύματα στην Κύπρο εναντίον της τουρκικής επίθεσης τα προβλεπόμενα από τα αμυντικά σχέδια πολεμικά αεροσκάφη και επέτρεπε στα δύο υποβρύχια του Ελληνικού πολεμικού ναυτικού να πλήξουν τον τουρκικό αποβατικό στόλο στα ανοικτά της Κερύνειας.

«Ουδείς γνωρίζει εάν θα προκαλείτο τότε Ελληνοτουρκικός πόλεμος, όπως ισχυρίστηκαν, ή φοβούνταν τότε κάποιοι στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων στην Αθήνα, οι οποίοι δεν είχαν ανάλογες αναστολές ή προβληματισμούς, όταν, με αδιανόητη ελαφρότητα και απερισκεψία, διέταξαν την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος εναντίον της κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου», αναφέρει.

Επιπλέον, σημειώνει ότι το 1974 στο ελληνοτουρκικό ισοζύγιο των ενόπλων δυνάμεων η πλάστιγγα ήταν πιο ευνοϊκή υπέρ της Ελλάδας από ό,τι μερικές δεκαετίες αργότερα, ενώ αντίστοιχο πλεονέκτημα υπήρχε και στην Κύπρο υπέρ της ελληνικής κυπριακής πλευράς πριν από την εισβολή.

Ωστόσο, ο Δρ Παπαπολυβίου σημειώνει ότι, εάν δεν γινόταν το 1974 η τουρκική εισβολή, πιθανότατα να πραγματοποιούνταν μερικά χρόνια αργότερα, για την υλοποίηση των τουρκικών στρατηγικών στόχων στο Κυπριακό, αναφέροντας, ωστόσο, ότι «δεν μπορεί να το προεξοφλήσει κανένας αυτό ή να είναι σίγουρος ότι θα υπήρχαν ξανά οι ευνοϊκές συνθήκες για την Τουρκία που δημιουργήθηκαν το καλοκαίρι του 1974».

Ερωτηθείς για τις ευθύνες των Κυπρίων, Ε/κ και Τ/κ, σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας αλλά και κοινωνίας, στο πλαίσιο της τουρκικής εισβολής, ο Καθηγητής αναφέρει ότι θεωρεί «ηθικά, νομικά και πολιτικά απαράδεκτο το γεγονός ότι δεν διώχθηκαν ποινικά όσοι βαρύνονται με διάπραξη εγκλημάτων πολέμου στις ημέρες της πολεμικής περιόδου αλλά και στο κατοπινό διάστημα, όπως ομαδικές ή μεμονωμένες εκτελέσεις αμάχων ή στρατιωτών, κακοποιήσεις αιχμαλώτων, βιασμούς, κ.ά.». Σημείωσε ότι το ίδιο θα έπρεπε να γίνει και για τις εκτελέσεις, αντίστοιχα, «αθώων, ανυπεράσπιστων και ανύποπτων Ε/κ ή Τ/κ κατά το 1963-1964, ή Ε/κ που έχασαν αναίτια τη ζωή τους κατά το διάστημα της δολοφονικής δράσης της ΕΟΚΑ Β, στα έτη 1972-1974».

«Ήταν ένας κύκλος αίματος που έμεινε ατιμώρητος με αποτέλεσμα, συν τοις άλλοις, η μεν τουρκική προπαγάνδα να οργιάζει και σε δεύτερο επίπεδο να διαβάζουμε σήμερα κείμενα Ε/κ που υιοθέτησαν, αφομοίωσαν, και αναπαράγουν σε τερατώδη βαθμό τους ανυπόστατους ισχυρισμούς του τουρκικού αφηγήματος, ή στην καλύτερη περίπτωση συμψηφίζουν τα μεν και τα δε», ανέφερε, σημειώνοντας ότι είναι το ίδιο τουρκικό αφήγημα, που, όχι μόνο αρνείται για ένα και πλέον αιώνα να αναγνωρίσει την αρμενική γενοκτονία, αλλά τη φορτώνει στους Αρμενίους.

Ως προς την προηγηθείσα περίοδο, ανέφερε ότι είναι προφανές ότι η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας, στα τέλη του 1967, απογύμνωσε την άμυνα της Κύπρου και ήταν ένα κομβικό σημείο για την περαιτέρω ανάπτυξη των τουρκικών σχεδιασμών για εισβολή στο νησί. «Ήταν μια ακατανόητη επιλογή της χούντας των συνταγματαρχών μερικούς μήνες μετά την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας και είναι χαρακτηριστικό ότι ανάμεσα στις ελάχιστες προσωπικότητες που δικαιολόγησαν την απόσυρση, αμφισβητώντας την αμυντική ισχύ και τον ρόλο της «Μεραρχίας», ήταν ο Παναγιώτης Πιπινέλης, πριν το 1974 και ο διπλωμάτης Άγγελος Βλάχος, πολύ αργότερα, ακόμη και στη δεκαετία του 1980», σημειώνει.

Από εκεί και πέρα, κατέληξε ο Δρ Παπαπολυβίου, η υπόσκαψη της κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από τους χουντικούς αξιωματικούς, και η ανοικτή εχθρότητα προς το πρόσωπό του, πέρα από τις επιπτώσεις στο εσωτερικό μέτωπο είχαν και σημαντικές αρνητικές αλυσιδωτές επιπτώσεις στην άμυνα της Κύπρου, εξαιτίας της καχυποψίας και της έλλειψης εμπιστοσύνης.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση