ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Π. Προδρόμου: Οφείλουμε να παραμείνουμε ενωμένοι

Όσα ανέφερε στο Εθνικό Μνημόσυνο για τους πεσόντες κατά την τουρκική εισβολή

ΠΗΓΗ: Ανακοινώσεις

Το παρών στο Εθνικό Μνημόσυνο για τους πεσόντες κατά την τουρκική εισβολή εκ μέρους της κυβέρνησης έδωσε το πρωί της Κυριακής, 17 Ιουλίου στη Λεμεσό ο Υπουργός Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας κ. Πρόδρομου Προδρόμου.

Ακολουθεί η ομιλία του Υπουργού:

«Εσύ δεν λες τίποτα
μα εγώ θα σου πω γι’ αυτό το νησί
που ήταν όνειρο χτες και θυμάρι κι αμίαντο
και σήμερα ποτάμι οδύνης»

Με αυτούς τους στίχους, ο ποιητής μας Μιχάλης Πασιαρδής αποτυπώνει το δράμα που έζησε ο λαός κι ο τόπος μας το 1974.

Αποτίουμε σήμερα φόρο τιμής στους πεσόντες του 1974. Τους τιμούμε και εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη της πατρίδας προς όσους στάθηκαν και αντιστάθηκαν και πολέμησαν απέναντι στις τουρκικές ορδές που εισέβαλαν στη χώρα στις 20 Ιουλίου 1974 και συνέχισαν να επελαύνουν για ένα σχεδόν μήνα, σκορπώντας φωτιά και θάνατο. Χωρίς να σεβαστούν στο ενδιάμεσο και την εκεχειρία που συμφωνήθηκε.
Αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι πολέμησαν σε έναν εν πολλοίς προδομένο πόλεμο, έχοντας συχνά επίγνωση της προδοσίας, προσμετράμε το πλήρες μέγεθος της προσφοράς τους. Χιλιάδες νέοι, αλλά και κάποτε λιγότερο νέοι άνθρωποι έσπευσαν στα μέτωπα που η τουρκική επίθεση άνοιγε σαν πληγές στο σώμα της πατρώας γης μας. Τις πιο πολλές φορές δεν είχαν κατάλληλο εξοπλισμό, συχνά δεν υπήρχε καν σχέδιο ούτε και έπαιρναν πάντα σωστές οδηγίες. Ορισμένοι επίορκοι αξιωματικοί στα επιτελικά γραφεία, αφού είχαν ανοίξει προηγουμένως την κερκόπορτα, με το προδοτικό Πραξικόπημα κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας δοκιμάζοντας να καταλύσουν το πολίτευμα, αποδιοργάνωσαν την αμυντική ικανότητα και στη συνέχεια παρέδωσαν ανυπεράσπιστη τη χώρα.
Γι’ αυτό στα παλληκάρια εκείνα, κληρωτούς και εφέδρους, όπως και στους θαρραλέους πατριώτες Ελλαδίτες αξιωματικούς και στρατιώτες που στάθηκαν και έδωσαν γενναία τον αγώνα -κάποτε μάλιστα σημειώνοντας και επιτυχίες- αξίζει ιδιαίτερα η τιμή των ηρώων της ελευθερίας. Η θαρραλέα στάση τους και η αφοσίωση τους στην άμυνα της πατρίδας και της ελευθερίας μας γεμίζει αυτοπεποίθηση για τη φιλοπατρία και τη γενναιότητα του κυπριακού λαού. Αλλά ταυτόχρονα μας βαρύνει με το ιερό χρέος να συνεχίσουμε την προσπάθεια για την απελευθέρωση της χώρας μας.
* * * * *
Συμπληρώνονται φέτος 48 χρόνια από εκείνο το ματωμένο Καλοκαίρι. Η πολιτεία και φέτος, όπως κάθε χρόνο, κλίνει ευλαβικά το γόνυ και αποδίδει την οφειλόμενη τιμή στους ηρωικούς νεκρούς που υπερασπίστηκαν την πατρίδα θυσιάζοντας και τη ζωή τους για την ελευθερία. Υπερασπιζόμενοι μάλιστα την πατρίδα τους αγωνίστηκαν και για πανανθρώπινες αξίες και ιδεώδη. Τιμούμε σήμερα τους πεσόντες, τιμούμε και τον αγώνα της Κύπρου για να αποκρούσει την τουρκική επίθεση του 1974 και καταδικάζουμε το Πραξικόπημα και την προδοσία.
Τα όσα όμως έγιναν το Καλοκαίρι του 1974 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Η ύπουλη και καιροσκοπική εκείνη επίθεση της Τουρκίας εναντίον της Κύπρου και η τρομοκρατία και η εξεζητημένη βία που άσκησε σε βαθμό βαρβαρότητας για να καταλάβει εδάφη και να αποδιώξει τους νόμιμους από αιώνων κατοίκους, ήταν συνέχεια της προηγούμενης επίθεσης του 1964 και των βομβαρδισμών στην Τηλλυρία. Αλλά και τα όσα είχαν γίνει το 1964 ήταν μέρος σχεδίου που χρονολογείται από πριν. Σχεδίου που επιζητούσε να αποσταθεροποιήσει και να αλώσει την Κυπριακή Δημοκρατία, δημιουργώντας προϋποθέσεις και συνθήκες διχοτόμησης. Αυτό το νόημα είχε εξάλλου και η υποχρεωτική μετατόπιση Τουρκοκυπρίων και η διοργάνωση θηλάκων. Όλα αυτά ήταν μέρος των συνωμοτικών σχεδιασμών που εξυφάνθηκαν από το 1956, με το γνωστό σχέδιο Νιχάτ Ερίμ.
Η Τουρκία, πριν το τέλος της βρετανικής αποικιακής κατοχής, είχε βάλει στόχο κατακτητικό: αν η Κύπρος τελικά δεν θα παρέμενε βρετανική, θα επιζητούσαν να μοιραστεί στα δυο, να διχοτομηθεί και στη συνέχεια, αφού δημιουργήσουν τις συνθήκες που θα τους το επέτρεπαν, να την καταλάβουν εξ ολοκλήρου. Και εν πάση περιπτώσει, ο σχεδιασμός απέβλεπε να δημιουργηθούν συνθήκες είτε επί του εδάφους είτε με συμφωνίες και μηχανισμούς πολιτεύματος ούτως ώστε η Κύπρος να βρεθεί κάτω από τον έλεγχο της Τουρκίας. Αυτό το ίδιο σχέδιο βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και αυτό το σχέδιο είναι που έχουμε να ματαιώσουμε.
Αλλά και αυτή η προδοσία με το Πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 που έκανε η Χούντα με επιτόπου συνεργούς της ΕΟΚΑ Β’, ήταν επίσης σαν μια δεύτερη πράξη. Αφού πρώτη πράξη της προδοσίας παίχτηκε με την απόφαση της Χούντας να αποσύρει από τον Δεκέμβριο 1967 την Ελληνική Μεραρχία από την Κύπρο. Η ελληνική δύναμη που είχε στείλει ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου το Φθινόπωρο 1964, αποτελούμενη από τρία συντάγματα πεζικού, δυο μοίρες καταδρομών και δυο ίλες αρμάτων, ως μέτρο προστασίας απέναντι στη διακηρυγμένη πρόθεση της Τουρκίας για εισβολή, καθιστούσε την Κύπρο απόρθητη. Ωστόσο, η δικτατορική κυβέρνηση την απέσυρε, αφήνοντας την Κύπρο απροστάτευτη. Κάνοντας έτσι την εξεζητημένη πατριωτική ρητορική της -σε βαθμό εθνοκαπηλείας- να μένει σαν τραγική φάρσα.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γ. Τενεκίδης «Η Άγκυρα δεν περίμενε παρά μια ευκαιρία, ένα πρόσχημα για την πραγμάτωση προδιαγραμμένων στρατηγικών, επεκτατικών σκοπών. Το πρόσχημα αυτό το πρόσφερε πάνω σε ασημένιο δίσκο η αθηναϊκή χούντα με το ηλίθιο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στις 15.7.1974» (Κύπρος, Ιστορία προβλήματα και αγώνες του λαού της», σ 247).

* * * * *
Η τουρκική εισβολή άρχισε ξημερώματα Σαββάτου, 20 Ιουλίου 1974 από τις ακτές της Κερύνειας. Ο Μπουλέντ Ετζεβίτ, πρωθυπουργός της εισβολής, επικαλέστηκε τις πρόνοιες της Συνθήκης Εγγυήσεως και διέστρεψε αυθαίρετα την πρόνοια για δυνατότητα επέμβασης των τριών εγγυητριών δυνάμεων σε δήθεν δικαιολογημένη μονομερή τουρκική επέμβαση, η οποία πήρε τη μορφή κατακτητικής εισβολής. Το πρόσχημα της προστασίας των Τουρκοκυπρίων από το Πραξικόπημα και από τους Ελληνοκυπρίους μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος να το αντιπαραβάλει με το γεγονός ότι από τότε που ο τουρκικός στρατός έθεσε υπό τον έλεγχό του περισσότερο από το ένα τρίτο του κυπριακού εδάφους (για 18% του πληθυσμού), ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός δεν έπαψε να φθίνει. Ενώ με τη μεταφορά και εγκατάσταση εποίκων, η Τουρκία δημιούργησε έκτοτε έναν περίπου ισοδύναμο, ελεγχόμενο, πληθυσμό ο οποίος μαζί με τον πολυάριθμο στρατό που στρατοπεδεύει πάντοτε στα κατεχόμενα, λειτουργεί ως μοχλός ελέγχου και αυτής της ίδιας της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Οι τουρκικές δυνάμεις κινήθηκαν στην Κύπρο σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση είχε διάρκεια από τις 20 μέχρι τις 22 Ιουλίου, όταν με παρέμβαση του Συμβουλίου Ασφαλείας κηρύχτηκε εκεχειρία. Αφού αποβιβάστηκαν στις ακτές της Κερύνειας, μέσα σε μια πλήρως αποδιοργανωμένη και απροστάτευτη χώρα, εξαιτίας του Πραξικοπήματος, οι Τούρκοι κατάφεραν να κατακτήσουν την Κερύνεια και να δημιουργήσουν προγεφύρωμα προς τη Λευκωσία, ελέγχοντας τον δρόμο Κερύνειας–Λευκωσίας μέσω του Κιόνελι γύρω από το οποίο έγιναν μεγάλες μάχες.
Ταυτόχρονα, στις 22 Ιουλίου 1974 η Χούντα κατέρρεε στην Αθήνα κάτω από το βάρος του εγκλήματος και της προδοσίας που διέπραξε σε βάρος της Κύπρου. Οι μεθύστερες προσπάθειές της να στείλει ενισχύσεις στην Κύπρο δεν είχαν αποτέλεσμα. Συγκινητική όμως παραμένει πάντοτε η επιστροφή του αγήματος της ΕΛΔΥΚ που είχε αποχωρήσει για αντικατάσταση, όπως και η αποστολή των «Νοράτλας» με τη δραματική τροπή…
Μετά το ναυάγιο της διάσκεψης που έγινε στη Γενεύη για να δοθεί μια λύση, με βάση το Σύνταγμα του 1960, η τουρκική επίθεση συνεχίστηκε στις 14 Αυγούστου, παρά το Ψήφισμα 353. Διαπιστώνοντας την αδυναμία αποτελεσματικής αντίστασης, στη βάση της επεκτατικής λογικής της και με διάθεση αρπαγής, η Τουρκία εξαπέλυσε νέα επίθεση προς ανατολάς και προς δυσμάς. Μέχρι τις 16 Αυγούστου είχαν πέσει σε τουρκική κατοχή όχι μόνο η πόλη και η επαρχία της Κερύνειας, αλλά και η Αμμόχωστος, η Καρπασία, η Μόρφου.
Η τουρκική εισβολή επέφερε στον τόπο μας ανυπολόγιστη καταστροφή. Περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού εκδιώχθηκε από το σπίτι και τις περιοχές όπου ζούσαν και εκτοπίστηκαν. Ο τουρκικός στρατός καταπατά έκτοτε περισσότερο από το ένα τρίτο του κυπριακού εδάφους, όπου εγκαταστάθηκαν Τουρκοκύπριοι, αλλά και έποικοι. Χιλιάδες οι νεκροί, στρατιώτες αλλά και πολίτες. Σχεδόν δυο χιλιάδες άνθρωποι χάθηκαν, κηρύχθηκαν αγνοούμενοι και πολλών από αυτούς ακόμα αγνοείται η τύχη. Προσφυγιά, θάνατος, αγωνία, τρόμος, ανεπούλωτα τραύματα στη ψυχή των ανθρώπων… Ένα ιστορικό έγκλημα που όχι μόνο παραμένει ατιμώρητο, αλλά ούτε αποκαθίστανται οι συνέπειές του.
Μια επιχείρηση μαζικού σφετερισμού εδαφών, πόλεων και χωριών, γεωργικών εκτάσεων και οικονομικών υποδομών. Η οποία επιδεινώνεται με τον μαζικό εποικισμό και με την καταδυνάστευση και σχεδόν εξουδετέρωση της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Όπως και με τη συνεχή επίμονη προσπάθεια να παρουσιαστούν τα κατεχόμενα ως «δεύτερο κράτος». Εξάλλου, η ίδια η ανακήρυξη του κατοχικού ψευδοκράτους, το 1983, έδειξε ότι ούτε αυτή την ομοσπονδία που αρχικά αξίωσε η Τουρκία το 1974, την επεδίωκαν ή την εννοούσαν ειλικρινά.
Μια κατακτητική επιχείρηση η οποία στις μέρες μας επεκτείνεται διαρκώς είτε με απόπειρες σφετερισμού μέρους της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και του υποθαλάσσιου πλούτου της Κύπρου είτε με τις απειλές και απόπειρες εποικισμού της Αμμοχώστου. Αντίθετα με Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και την υπόδειξη να αποδοθεί η περιοχή εκείνη των Βαρωσίων στη διοίκηση των Hνωμένων Eθνών και περιφρονώντας σχετικές τοποθετήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου. Ενώ η τουρκική επιθετικότητα παίρνει και την απεχθή μορφή του υβριδικού πολέμου της μετανάστευσης, με την καπήλευση του ανθρώπινου πόνου.
Παρά ταύτα, η ελληνική πλευρά, με ενέργειες, πρωτοβουλίες και προτάσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν παύει να επιζητεί την επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό της κατοχής και για μια ουσιαστική και λειτουργική επίλυση του προβλήματος στη βάση των Ψηφισμάτων και Αποφάσεων των Η.Ε., αλλά και των ευρωπαϊκών αρχών και κανόνων. Απάντηση της Κύπρου στο επιθετικό παραλήρημα της Άγκυρας είναι οι προτάσεις του Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και η ετοιμότητα της πλευράς μας για την επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων.
* * * * *

Χρέος της Πολιτείας στη μνήμη των ηρωικών πεσόντων και χρέος όλων μας και προς τους πεσόντες και προς τις επόμενες γενιές, είναι να συνεχίσουμε αδιαλείπτως και πεισματικά τις προσπάθειες και τον πολιτικό αγώνα μέχρι να τερματισθεί η κατοχή, να φύγει η Τουρκία από την Κύπρο και να αρθούν τα κατοχικά δεδομένα. Με στόχο τη δημιουργία μιας ενωμένης, ελεύθερης, δημοκρατικής ευρωπαϊκής χώρας όπου θα συνυπάρχουν ειρηνικά και θα δημιουργούν όλοι οι νόμιμοι κάτοικοι της. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, με πλήρη ανθρώπινα δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες, ειρηνικά και μέσα σε συνθήκες ασφάλειας. Για το σκοπό αυτό οφείλουμε πάνω απ’ όλα και με δεδομένες τις αντικειμενικές πολύ μεγάλες δυσκολίες -απέναντι σε μια Τουρκία που επιδεικνύει όχι μόνο αδιαλλαξία, αλλά και περαιτέρω επιθετικότητα σε ολόκληρη την περιοχή μας- να παραμείνουμε ενωμένοι. Να επιδιώξουμε με πολιτικά μέσα τη σωτηρία του τόπου μας από την Τουρκία, τον τερματισμό της κατοχής και την άρση των τετελεσμένων και τη δημιουργία ενός σύγχρονου και δημοκρατικού ευρωπαϊκού κράτους που θα κάνει την Κύπρο τόπο ειρήνης και δημιουργίας, κοινό σπίτι για όλους τους νόμιμους κατοίκους, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.

Παρά τη συντριπτική υπεροπλία των επιτιθέμενων, τόσο ως προς τον αριθμό των στρατιωτών όσο και ως προς τον εξοπλισμό και την αεροπορική στήριξη, η αντίσταση των Ελληνοκυπρίων και Ελλαδιτών μαχητών υπήρξε το 1974 συγκινητική. Ο πατριωτικός αλτρουισμός και η διάθεση αυτοθυσίας για την πατρίδα και την ελευθερία των πολεμιστών και των πεσόντων του 1974 έδωσαν συνέχεια στη μακρά παράδοση φιλοπατρίας και ελευθεροφροσύνης που βγαίνει μέσα από την ιστορία του κυπριακού ελληνισμού. Το μεγαλείο της ψυχής, τα αποθέματα του φρονήματος και του ηρωισμού των αγωνιστών της ελευθερίας, η προσήλωση στις αρχές και αξίες που μας άφησαν ως παρακαταθήκη, ας είναι οδηγός μας για το μέλλον.
Οι θυσίες τους αποτελούν πηγή έμπνευσης γι’ αυτό που απομένει ως δικό μας χρέος. Για να μην παρασυρθούμε στην απατηλή ιδέα ότι θα ήταν λύση να μείνει η χώρα μοιρασμένη και οι τόποι μας λεηλατημένοι, όπως παρουσιάζεται σήμερα. Για να προφυλαχτούμε από δόλιες επινοήσεις διευθετήσεων που θα διατηρούσαν είτε δικαιώματα επέμβασης είτε δομές ελέγχου από την Τουρκία. Για να αντιμετωπίσουμε με ενότητα, αποφασιστικότητα και ψυχραιμία τις ακατάπαυστες προκλήσεις και τη συνεχή επιθετικότητα και σωβινιστική κομπορρημοσύνη της Τουρκίας. Για να διατηρήσουμε τις σχέσεις φιλίας και σεβασμού με τη μάζα εκείνη των Τουρκοκυπρίων συμπατριωτών μας που δεν έχουν ταυτιστεί με τα αντικυπριακά σχέδια της Τουρκίας. Για να διεκδικήσουμε τα απαράγραπτα δικαιώματα του λαού μας και να διατηρήσουμε στο ακέραιο την ιστορική και εθνική συνείδηση μας, αλλά και να διατηρήσουμε ζωντανή τη συνείδηση εντοπιότητας και τη σύνδεση με τους καταπατημένους τόπους μας.
* * * * *

Ψάχνοντας στην ελληνική γραμματεία της Κύπρου, διαβάζω τον χρονικογράφο Λεόντιο Mαχαιρά, που έγραφε για αλλοτινούς καιρούς προτού ακόμα πατήσει Tούρκου πόδι το νησί, αλλά και πάλι είχαμε άλλους ξένους δυνάστες. Μήνυμα του Λεοντίου Μαχαιρά που μπορεί να φέρει δροσιά εκεί ψηλά στην ψυχή των νεκρών μας του 1974: “ ότι το νερό πάγει και ο άμμος μεινίσκει, τουτ’ έστιν οι ξένοι θέλουν πάγειν και οι τοπικοί θέλουν μείνειν ”. Έτσι πρέπει να γίνει. Έτσι θα γίνει.

Αιωνία ας είναι η μνήμη των πεσόντων του αγώνα του 1974 για την πατρίδα και την ελευθερία.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΠΗΓΗ: Ανακοινώσεις

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση