ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ομφαλός της κυπριακής μνήμης

Η αρχιτέκτονας Θεώνη Ξάνθη, επικεφαλής της αρχιτεκτονικής ομάδας για το Νέο Κυπριακό Μουσείο μιλάει στην «Κ» για το έργο

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Την περασμένη Τρίτη (31/7) στο Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίστηκε η ανέγερση του νέου Κυπριακού Μουσείο με την προκήρυξη του διαγωνισμού για την υλοποίηση του έργου να προγραμματίζεται για τον Σεπτέμβριο. Αυτή είναι μία πολύ θετική εξέλιξη για το χρονίζον πια ζήτημα ανέγερσης ενός μουσείου αντάξιου της ιστορίας του τόπου.

Υπενθυμίζουμε ότι τον Μάιο του 2017 το αρχιτεκτονικό γραφείο της Θεώνης Ξάνθη, είχε λάβει την πρώτη Η Θεώνη Ξάνθου, σε συνεργασία με τους Θοδωρή Ανδρουλάκη, Σπύρο Γιωτάκη και Μαργαρίτα Ζακυνθινού όσον αφορά το περιεχόμενο της μόνιμης έκθεσης τη διαχώρισαν σε τρεις χωρικές και νοηματικές ενότητες.

Τον «Τόπο» που διηγείται την Προϊστορία, από την πρώιμη κατοίκηση του νησιού μέχρι την εποχή του Λίθου και του Χαλκού, τη «Θάλασσα», που αναφέρεται στη αδιάλειπτη σχέση του νησιού με το θαλάσσιο στοιχείο και τον «Κόσμο» που διηγείται τους Ιστορικούς χρόνους των κυπριακών βασιλείων μέχρι τη Ρωμαϊκή εποχή και το τέλος της Αρχαιότητας.

Το κτήριο, επιφάνειας περίπου 40.000 τ.μ. θα υλοποιηθεί σε δύο στάδια και θα περιλαμβάνει, πέρα από τις μόνιμες εκθέσεις, χώρους περιοδικών εκθέσεων, εκπαιδευτικών εργαστηρίων, εργαστήρια συντήρησης, αποθήκες αρχαιολογικού υλικού, τις εγκαταστάσεις του Τμήματος Αρχαιοτήτων, βιβλιοθήκη, αμφιθέατρο 300 θέσεων, χώρο 380 θέσεων στάθμευσης καθώς και τη διαμόρφωση μιας μεγάλης υπαίθριας έκτασης που αρχίζει μπροστά από το κτήριο της βουλής και εκτείνεται μέχρι τον Πεδιαίο Ποταμό.

Οι μελετητές προτείνουν βιοκλιματικό - ενεργειακό σχεδιασμό που θα εξασφαλίζει την ενεργειακή του απόδοση και θα αξιοποιεί τα κλιματικά δεδομένα με έμφαση στον φυσικό δροσισμό και τη δημιουργία σκιασμένων και δροσερών χώρων στο άμεσο περιβάλλον του μουσείου, χώρων συνάντησης, ανάπαυσης και άνετης παραμονής. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η κ. Ξάνθη, το όραμα της ομάδας είναι να δημιουργηθεί μια νέα εγκατάσταση πολιτισμού «που θα αποτελεί μια γενναιόδωρη χειρονομία προς την πόλη, θα γεννήσει νέα περιβάλλοντα και θα τροφοδοτήσει μια νέα κοινωνική και πολιτιστική κινητικότητα. Το μουσείο σαν ένα ανοικτό πεδίο πολιτισμού».

Το κτήριο, επιφάνειας περίπου 40.000 τ.μ., θα υλοποιηθεί σε δύο στάδια και θα περιλαμβάνει, πέρα από τις μόνιμες εκθέσεις, βοηθητικούς και άλλους χώρους

Αρμονία στον χώρο

Το νέο αρχαιολογικό μουσείο έθετε το ζήτημα της ταυτότητας και συγχρόνως της οικουμενικότητας του κυπριακού πολιτισμού:«Στόχος ήταν το νέο μουσείο να φτιαχτεί από την ύλη που γέννησε αυτό τον πολιτισμό, και δεν εννοούμε μόνο τα υλικά (το πορώδες, τον πηλό…) αλλά τα δώρα και τους τρόπους του φυσικού μεσογειακού κλίματος. Να νιώθει, δηλαδή, κανείς τον αέρα, να προφυλάσσεται στην πυκνή σκιά, να αντικρίζει τη βλάστηση της κυπριακής γης, να έλκεται από τον καθαρό ορίζοντα, να διαβιεί γύρω από κέντρα, να οργανώνει συλλογικότητες και να μοιράζεται κοινούς χώρους», σημειώνει η κ. Ξάνθη. Ένα ακόμη θεμελιώδες ζητούμενο που τέθηκε από την ομάδα της κ. Ξάνθη ήταν το πώς η αρχιτεκτονική γραφή θα συνυπήρχε χωρίς να καθυποτάσσει ή και να εξαφανίζει, αλλά να αναδεικνύει την ταυτότητα του κτηρίου.

Η ομάδα σχεδιασμού του νέου μουσείου δεν ήθελε να δημιουργήσει έναν τόπο περιστασιακής επίσκεψης, αλλά ένα σημείο αναφορά για τους πολίτες, ένα κτήριο που θα «συμμετέχει» στην καθημερινότητα της πόλης. Σε ένα τέτοιο έργο είναι αναπόφευκτο να μην υπάρχουν εμπόδια και άλλες τεχνικές δυσκολίες που δημιουργούν την ανάγκη εύρεσης λύσεων και τρόπους άρσης των εμποδίων.

Η κ. Ξάνθου μας λέει: «Αντιμετωπίσαμε θέματα όπως η ασφάλεια του κτηρίου, η χρήση σύγχρονης τεχνολογίας και η διαμόρφωση του γύρω περιβάλλοντος».

Η εκπόνηση ενός τέτοιου πρότζεκτ ήταν εξαιρετικά απαιτητική, καθώς σε αυτή εμπλέκονται πολλές ειδικότητες μελετητών.

«Κατανοώντας τη σπουδαιότητα του έργου συγκροτήσαμε έγκαιρα μια συμπαγή μελετητική ομάδα υψηλών προδιαγραφών, με συνεργάτες τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό (μουσειολόγος, μουσειογράφοι, στατικοί, μηχανολόγοι, ηλεκτρολόγοι, αρχιτέκτονες τοπίου, περιβαλλοντολόγοι κ.ά.). Ήταν μια σύνθετη διαδικασία, καθώς κληθήκαμε να λάβουμε υπ’ όψιν τις πολλές παραμέτρους και απαιτήσεις που έπρεπε να συμπεριλάβει ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός σε ένα ενιαίο και συνεκτικό σύνολο και στην υπηρεσία της αρχικής αρχιτεκτονικής ιδέας», λέει η κ. Ξάνθη και συνεχίζει «Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό έργο για την Κύπρο, που σχεδιάζεται και συζητείται για χρόνια και ο προγραμματισμός του έχει περάσει διάφορες φάσεις, αλλαγές χωροθέτησης κ.λπ. αλλά και από μια ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση».

Όπως σημειώνει η αρχιτέκτονας του έργου από την εδώ παρουσία της ομάδας αντιλήφθηκαν ότι το κτήριο που πρόκειται να σχεδιάσουν είναι από τα σημαντικότερα νέα δημόσια κτήρια του νησιού. Έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος και το δικό τους βάρος ήταν μεγαλύτερο, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες.

 

«Είμαστε προετοιμασμένοι για το εγχείρημα αυτό, που είναι πράγματι μεγάλο και οραματικό και με αυτή την έννοια είναι φυσικό να προκύψουν στην πορεία δυσκολίες ή ζητήματα χρόνου με τις διαδικασίες του δημοσίου. Βλέπουμε όμως ότι οι προθέσεις όλων των πλευρών είναι θετικές και το πνεύμα που κυριαρχεί στις όποιες συζητήσεις είναι ένα πνεύμα αισιοδοξίας και συνεργασίας. Πιστεύουμε ότι η θετική αυτή ενέργεια θα διατηρηθεί μέχρι τέλους και όλοι θα προσπαθήσουμε να προσφέρουμε τις καλύτερες υπηρεσίες ώστε το όραμα να γίνει πραγματικότητα», καταλήγει η κ. Ξάνθη.

Ζωντανή ανάμνηση της κυπριακής υπόστασης

Η αρχιτέκτονας του έργου Θεώνη Ξάνθη μίλησε στην «Κ» για το μεγαλόπνοο και πολύ σημαντικό έργο που ανέλαβε το γραφείο της, κερδίζοντας μάλιστα και το πρώτο βραβείο στον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό που είχε προκηρυχθεί.

Η κ. Ξάνθη σημειώνει ότι ένας πρώτος τρόπος να πλησιάσει η αρχιτεκτονική ομάδα το έργο ήταν να φωτίσουν την υπόσταση του μουσείου μέσα από τον δημόσιο χαρακτήρα του, αφού το μουσείο είναι ένα από τα σημαντικότερα δημόσια κτήρια της πόλης. Η κ. Ξάνθη επισημαίνει ότι προσβλέπουν σε μια αφήγηση ζωντανή και βιωματική, με πολύμορφα απεικονιστικά μέσα. Οπτικοακουστικές και εικονικές αναπαραστάσεις, διαδραστικά εκθέματα και τρισδιάστατες κατασκευές και μακέτες θα αναζωογονούν την έκθεση.

–Πώς όρισε ο χώρος ανέγερσης του μουσείου την πρότασή σας;

–Η κομβικότητα της θέσης, στο οικόπεδο του πρώην νοσοκομείου, ανάμεσα στις πράσινες περιοχές της πόλης αλλά και την αλληλουχία των σημαντικών δημόσιων κτηρίων, υπήρξε αφετηρία έμπνευσης όχι μόνο για ένα ανοιχτό κτήριο που επικοινωνεί με την πόλη αλλά και για έναν ευρύ αστικό και περιβαλλοντικό σχεδιασμό που θα λειτουργήσει ενοποιητικά, και θα αναβαθμίσει το αστικό περιβάλλον της Λευκωσίας.
Οι τρεις όγκοι του κτηρίου προέκυψαν από τη μουσειολογική προσέγγιση, παρακολουθούν τις μακρές φυγές του περιβάλλοντος και πλάθονται για να προσαρμοστούν στο τριγωνικό οικόπεδο και στις γειτνιάσεις του. Επιλέγεται η υπερύψωση των όγκων ώστε να ελευθερωθεί το επίπεδο του εδάφους και να επεκταθεί ο δημόσιος χώρος της πόλης μέσα στο οικόπεδο της παρέμβασης. Μπροστά από τους υπερυψωμένους όγκους, διαμορφώνεται μια ανοιχτή κεντρική πλατεία, η «πλατεία των Μουσείων» η οποία συνομιλεί με το Κοινοβούλιο και το υπάρχον Κυπριακό Μουσείο, που θα μετατραπεί σε Βυζαντινό. Η πλατεία οδηγεί σε μια ημι-υπαίθρια στεγασμένη περιοχή όπου διαμορφώνεται η είσοδος στο Νέο Κυπριακό Μουσείο. Σε αυτό το περπάτημα προς την είσοδο επιτρέπονται οι φυγές προς τη φυτεμένη πλατφόρμα των υπαίθριων εκθέσεων, μέχρι το νέο πάρκο του Πεδιαίου ποταμού. Προς την οδό Νεχρού διαμορφώνεται ένα γραμμικό πάρκο που αποτελεί το άμεσο περιβάλλον της βιβλιοθήκης και του Τμήματος Αρχαιοτήτων, ενώ στην οδό Χείλωνος τοποθετούνται οι υπαίθριοι χώροι στάθμευσης οχημάτων.

–Ποιο ήταν το σκεπτικό σας για τη σχεδίαση του νέου μουσείου;

–Ένας πρώτος τρόπος να πλησιάσουμε και να φωτίσουμε την υπόσταση του μουσείου ήταν μέσα από τον δημόσιο χαρακτήρα του, αφού το μουσείο είναι ένα από τα σημαντικότερα δημόσια κτήρια της πόλης. Είχαμε τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε το κτήριο με τις δικές μας σχεδιαστικές αρχές που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στον χειρισμό των κοινών και ενδιάμεσων χώρων και τη συνδιαλλαγή με τα γειτονικά περιβάλλοντα. Ωστόσο, φάνηκε ότι δεν αρκούσαν τα χαρακτηριστικά μόνο ενός ανοιχτού δημόσιου κτηρίου για να προσδιορίσουν και να αναδείξουν τον χαρακτήρα του αρχαιολογικού μουσείου.

Η ιδιαιτερότητα ενός αρχαιολογικού μουσείου είναι ότι φιλοξενεί έναν κόσμο που έρχεται από τα σπλάχνα της γης. Ένα αποθησαύρισμα μνήμης που ξανα-ανακάλυψαν οι άνθρωποι, σκάβοντας τη γη για να βρουν την ταυτότητά τους. Αναρωτηθήκαμε ποιο πρέπει να είναι το νέο περιβάλλον για κάτι που έρχεται ξανά στο φως; Η μελέτη προτείνει να ανασηκωθούν από το έδαφος και να δηλώσουν την παρουσία τους στους σύγχρονους ανθρώπους. Γιατί όταν κάτι επιστρέφει από το σκοτάδι και τη λήθη γίνεται συλλογική μνήμη και ανήκει σε όλους. Είναι το αιωρούμενο σύννεφο μιας ιδιαίτερης κληρονομιάς, που ενώ ανήκει πια σε όλους – είναι παγκόσμιο – δεν μπορεί να φύγει γιατί έλκεται από την κυπριακή γη που το γέννησε και έτσι αιωρείται αλλά μένει ακίνητο, δηλαδή μετέωρο, χωρίς να μπορεί να αποχωριστεί από την terra, τη μητρική γη.

–Το ήδη υπάρχον μουσείο σας έδωσε τροφή για σκέψη;

–Η επίσκεψή μας στο υπάρχον μουσείο υπήρξε γεγονός κομβικής σημασίας και πηγή έμπνευσης. Ιδιαίτερα συγκινητική ήταν η γνωριμία μας με αυτά τα μικρά κυπριακά ειδώλια με τις πολύπτυχες απεικονίσεις της καθημερινής ζωής και την επεξεργασία του χειροποίητου. Μέσα από αυτή τη μελέτη και πιο συνολικά όλων των εκθεμάτων είχαμε την πολύτιμη τύχη να ανακαλύψουμε ξανά την Κύπρο. Αυτή την άλλη πατρίδα, την τόσο οικεία και τόσο άγνωστη, τόσο κοντινή και τόσο μακρινή. Να την ανακαλύψουμε ξανά μέσα από τη βαθιά ψυχή της, μέσα από την αρχαιολογία της και τον πολιτισμό της.

Όπως αναφέραμε, το παλιό και το νέο Κυπριακό Μουσείο θα συνδέονται με την κεντρική πλατεία, την «πλατεία των Μουσείων» και θα συλλειτουργούν σε συνδυασμό με τους χώρους των υπαίθριων εκθεμάτων και περιπάτων στη σύσταση μιας ευρύτερης αρχαιολογικής και πολιτιστικής εγκατάστασης.

–Αν θεωρήσουμε ότι το μουσείο είναι ένα βιβλίο, ποιο θα ήταν το αφήγημά του;

–Το αφήγημά του εκτυλίσσεται ανάμεσα σε τρεις χωρικές και νοηματικές ενότητες. Οι τρεις αυτές ενότητες παρήγαγαν την ιδέα των τριών διακριτών όγκων, των «θησαυρών» κατά την αρχαία ελληνική έννοια, των κτισμάτων δηλαδή που φυλάσσουν το πολύτιμο περιεχόμενο των συλλογών. Η πρώτη ονομάζεται «Τόπος», αφηγείται την πρώιμη κατοίκηση του νησιού μέχρι την εποχή του Λίθου και του Χαλκού και εστιάζει στη σχέση των πρώιμων κατοίκων της Κύπρου με τη γη και τις πηγές της. Η δεύτερη ονομάζεται «Θάλασσα», το άχρονο ενδιάμεσο, και εστιάζει στην αδιάλειπτη σχέση του νησιού με το θαλάσσιο στοιχείο.

Η τρίτη ονομάζεται «Κόσμος» και διηγείται τους ιστορικούς χρόνους των κυπριακών βασιλείων μέχρι τη Ρωμαϊκή Εποχή και το τέλος της Αρχαιότητας, εστιάζοντας στις μετακινήσεις και τις αλληλεπιδράσεις του μεσογειακών πολιτισμών. Μία τέταρτη που δεν εκφράζεται είναι ο χρόνος. Ό,τι συμβαίνει μέσα, δίπλα και κάτω από αυτό, που αφορά το σήμερα. Οι διασυνδέσεις - περάσματα των ελαφρών γεφυρών ανάμεσα στις εκθεσιακές ενότητες προσφέρουν ενδιάμεση ανάπαυση και φυγές προς την τρέχουσα ζωής της πόλης επιτελούν μια μετάβαση από το παρελθόν στον ενεστώτα χρόνο. Θα θέλαμε να ήταν μια αφήγηση που ρέει αβίαστα, σαν μια διήγηση που άλλοτε σε εντυπωσιάζει κι άλλοτε σε αφήνει να αναστοχαστείς, σίγουρα όμως σε μαθαίνει και σε βοηθά να κατανοήσεις την ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου.

Ένα χωνευτήρι πολιτισμών

–Η ιστορία του τόπου ή άλλα κυπριακά στοιχεία εμπεριέχονται στην πρότασή σας;

–Η Κύπρος αποτέλεσε ένα τόπο με κύρια χαρακτηριστικά την επικοινωνία και τη συνδιαλλαγή: ως νησί έχει πολλές διασυνδέσεις και πλούσιες πολιτισμικές επιρροές από πολλούς πολιτισμούς. Όπως αναφέρει και ο συνεργάτης μουσειολόγος μας Ν. Παπαδημητρίου «η Κύπρος είναι ένα “χωνευτήρι” πολιτισμών». Ειδικά, η ενότητα της Θάλασσας του μεσαίου όγκου εκφράζει ακριβώς αυτό τον χαρακτήρα της Κύπρου.

Σκεφτήκαμε, λοιπόν, η μουσειολογική προσέγγιση να συνδυάζει μια κύρια χρονολογική αφήγηση, από την περιοδολόγηση του Τμήματος Αρχαιοτήτων, με ένα δίκτυο θεματικών ενοτήτων, όπως η κοινωνική και πολιτική οργάνωση, η τεχνολογία, οικονομία και παραγωγή, η γραφή και η διοίκηση, η πολιτιστική αλληλεπίδραση και το εμπόριο, οι θρησκευτικές αντιλήψεις και τα ταφικά έθιμα, η καθημερινή ζωή κ.λπ. Κάτι που θα βοηθάει τον επισκέπτη να κατανοήσει και να εντάξει τα κυπριακά εκθέματα στο κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον της εποχής τους. Προσβλέπουμε σε μια αφήγηση ζωντανή και βιωματική, με πολύμορφα απεικονιστικά μέσα.

Οπτικοακουστικές και εικονικές αναπαραστάσεις, διαδραστικά εκθέματα και τρισδιάστατες κατασκευές και μακέτες θα αναζωογονούν την έκθεση, με στόχο να δημιουργήσουν τις συνθήκες μιας βιωματικής επίσκεψης, χωρίς όμως να υποκαθιστούν ή να υποβαθμίζουν τα ίδια τα αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά να τα «φωτίζουν» και να τα αναδεικνύουν.

–Θα εκμεταλλευτείτε τεχνικά τις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες του νησιού;

–Προτείνουμε ένανβιοκλιματικό - ενεργειακό σχεδιασμό, που επιχειρεί, κατά το δυνατόν, να εκμεταλλευτεί τα κλιματικά δεδομένα. Καθώς τα προβλήματα είναι κυρίως το καλοκαίρι, δόθηκε βάρος στον φυσικό δροσισμό του κτηρίου και του περιβάλλοντός του με την εκμετάλλευση των Β-ΒΔ ανέμων του θέρους που οι ροές τους διαπερνούν το κτήριο στα ενδιάμεσα και κάτω από τους όγκους, και ταυτόχρονα στο μικροκλίμα και τον σκιασμό των φυτεύσεων που εισχωρούν στο σώμα του κτηρίου με τα αίθρια και τις αυλές και κυρίως (με αυτό που αισθανόμαστε ότι λείπει στη Λευκωσία) να δημιουργήσουμε σκιασμένους και δροσερούς χώρους στο άμεσο περιβάλλον του μουσείου, χώρους συνάντησης, ανάπαυσης και άνετης παραμονής.

Τους δημιουργεί ο σκιασμός που προσφέρουν οι υπερυψωμένοι όγκοι τόσο στο περιβάλλον τους, όσο και ο ένας στον άλλον και τον ολοκληρώνει το βιοκλιματικό στέγαστρο που σκιάζει τις ενδιάμεσες περιοχές. Το διπλό κέλυφος των όγκων, ένα φωτοβολταϊκό σύστημα μεγάλης αποδοτικότητας και ένα μηχανολογικό σύστημα προοδευτικής παρακολούθησης των μεταβολών του περιβάλλοντος ενισχύουν την ενεργειακή απόδοση.

–Πώς θα χαρακτηρίζατε αρχιτεκτονικά το νέο μουσείο;

–Το κτήριο θα το χαρακτήριζα σύγχρονο και πρωτότυπο, δεν έχει την τάση να μιμηθεί κάτι. Έχει τις προϋποθέσεις να λειτουργήσει ως τοπόσημο για την πόλη. Και δεν εννοώ τοπόσημο με την καταναλωτική έννοια όπως τελευταία έχει καθιερωθεί και αρχιτεκτονικά, δηλαδή ένα κτήριο που διακρίνεται για την εκκεντρικότητα, το μέγεθος ή τον καινοφανή σχεδιασμό του. Αλλά κυρίως ενδιαφερόμαστε για το πώς αυτό θα λειτουργήσει ως τόπος αναφοράς μέσα στην πόλη, για το πώς θα βιωθεί με πολλαπλούς τρόπους, και πώς αυτό θα αναδειχθεί, μέσω του σχεδιασμού του, σε ένα χώρο συνάντησης, γνώσης και εμπειρίας .

Νομίζουμε ότι το αρχαιολογικό μουσείο σήμερα δεν είναι ούτε ένας ναός της μνήμης, ούτε ένας χώρος αρχαιολογικής αισθητικής, μια γκαλερί αρχαιολογίας. Προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε ένα χώρο όπου συναντιούνται το παρελθόν με το παρόν, μέσα από τη ζωντανή καθημερινότητα της πόλης. Έναν χώρο που λειτουργεί μέσα στην πόλη, όχι σαν ένα στατικό συμβάν, αλλά σαν ένας χώρος που παράγει νέα περιβάλλοντα και συμπεριφορές, ανατροφοδοτώντας τη σύγχρονη ζωή με τα νοήματα και τους τρόπους του πολιτισμού που έχει ήδη παραχθεί. Ένα νέο πεδίο πολιτισμού και κοινωνικών δραστηριοτήτων και μία κοιτίδα ανάδειξης και προβολής της κυπριακής ιστορίας και αρχαιολογίας

Λύσεις και για το αύριο

Το κτήριο θα έχει ένα δυνατό σχηματισμό με οργανωμένες αποθήκες αρχαιολογικού υλικού, επιφάνειας 5.500 τ.μ. και τους μηχανολογικούς χώρους υποστήριξης.

Η υλοποίηση του έργου διαχωρίζεται σε δύο φάσεις, μας λέει η κ. Ξάνθη. Στη Β΄ φάση θα υλοποιηθούν οι χώροι της Βιβλιοθήκης, του Τμήματος Αρχαιοτήτων και του υπόγειου πάρκινγκ 200 θέσεων χωρίς να εμποδιστεί η λειτουργία του μουσείου, όπως και η διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου με φυτεύσεις στη Β και ΒΔ πλευρά, επίσης χωρίς όχληση του μουσείου.

Το κέλυφος της Αίθουσας Εκδηλώσεων κατασκευάζεται στην Α΄ φάση και η εσωτερική διαμόρφωση του εξοπλισμού του στη Β΄ φάση. Στη δυτική πλευρά μπορεί να γίνει επέκταση του μουσείου με τις νέες γκαλερί και σύνδεση με το χώρο της κεντρικής εισόδου όπως και επέκταση των γραφείων της Διοίκησης.

Γύρω από την Αυλή της Βιβλιοθήκης προβλέπεται εφ’ όσον απαιτηθεί η επέκταση των βιβλιοστασίων. Γενικά πιστεύουμε ότι οι προβλέψεις και η οργάνωση των υποδομών θα είναι σε θέση να καλύψουν με μεγάλη επάρκεια τις όποιες ανάγκες προκύψουν από τις μελλοντικές επιτυχίες της Κυπριακής αρχαιολογικής έρευνας.

 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση

X