
Kathimerini.gr
Ηείσοδος των γραφείων του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου βρίσκεται στην οδό Αλκμήνης, στη γειτονιά του Κεραμεικού, δυο βήματα από την Πειραιώς, την αντιπροσωπευτικότερη λεωφόρο του νεοελληνικού πολιτισμικού γίγνεσθαι: συνεργεία, μουσεία και ίχνη της βιομηχανικής Αθήνας του 1900, λαϊκές πίστες, θέατρα τύπου off Brodway, η Σχολή Καλών Τεχνών και το παλαιό συγκρότημα της Πειραιώς 260, που από το 2006 ανανέωσε την ταυτότητα των φεστιβαλικών χώρων της Αθήνας.
Το προσωπικό γραφείο της Κατερίνας Ευαγγελάτου –εξαιρετικά μοντέρνο, ευρύχωρο, φωτεινό, φιλόξενο, γεμάτο χρώμα και κομψά αντικείμενα– έχει μεγάλα παράθυρα που «βλέπουν» στις μικρές οδούς Σφηττίων και Κειριάδων. «Ηταν δύο δήμοι της αρχαίας Αθήνας», λέει, εξηγώντας ότι πάντοτε ψάχνει τη γενεαλογία των οδών όπου κατοικεί.
Συναντιόμαστε παραμονές της έναρξης του φετινού φεστιβάλ, που γιορτάζει 70 χρόνια ζωής, ένα επετειακό έτος που είναι παράλληλα το τελευταίο της δικής της εξαετούς θητείας ως επικεφαλής του θεσμού. Τον Σεπτέμβριο του 2019 διορίστηκε καλλιτεχνική διευθύντρια και πολύ σύντομα κλήθηκε να διαχειριστεί τα επακόλουθα της πανδημίας στον πολιτισμό. «Ημουν περισσότερο crisis manager και λιγότερο καλλιτεχνική διευθύντρια», έχει επισημάνει η ίδια στην «Κ», σε παλαιότερη συνέντευξη. Η δεύτερη ευκαιρία ήρθε με μια δεύτερη θητεία, η οποία λήγει στις 31 Αυγούστου. «Νιώθω ότι παραδίδω ένα φεστιβάλ εύρωστο, πιο διεθνές, με καινούργιες πλατφόρμες που το έχουν διευρύνει, με ανανεωμένη φυσιογνωμία για την κοινωνία και ευρύτερο αποτύπωμα», σχολιάζει όταν ζητώ μια σύντομη πρώτη αποτίμηση των πεπραγμένων.
«Και μετά;» ρωτάω. «Εχω ανάγκη από μια περίοδο ηρεμίας», απαντά, αν και ήδη με έχει πληροφορήσει για το προσεχές σκηνοθετικό της εγχείρημα, μια παράσταση της «Λυσιστράτης» στο Χονγκ Κονγκ με Κινέζους ηθοποιούς, πρόσκληση που ακολούθησε την ενθουσιώδη υποδοχή του «Ιππόλυτου» στο 53ο Hong Kong Arts Festival.
Δεν τεμπελιάζει ποτέ, νομίζω, και μάλλον αυτό αποτελεί κομμάτι μιας κληρονομιάς που έλαβε από τους γονείς της, τον σκηνοθέτη, δάσκαλο και ακαδημαϊκό Σπύρο Α. Ευαγγελάτο και την ηθοποιό Λήδα Τασοπούλου. Από μωρό, με τον παππού και τη γιαγιά, τον Θάνο και την Καίτη Τασόπουλου, ακολουθούσε τους γονείς της στην Επίδαυρο, παρέα με τον αδελφό της. Η πρώτη επίσημη κάθοδος του Αμφι-θεάτρου στην Επίδαυρο ήταν το 1980, με τους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου. Η Λήδα Τασοπούλου, σε έναν βουβό ρόλο, διέσχιζε τη σκηνή ως επικεφαλής ενός θεατρικού μπουλουκιού, σέρνοντας ένα κάρο και μαζί την ιστορία της θεατρικής τέχνης.
«Μέναμε στο Ξενία, όπου τότε φιλοξενούνταν τα θεατρικά σχήματα», θυμάται η Κατερίνα Ευαγγελάτου. «Οταν μεγαλώσαμε με τον αδελφό μου μέναμε με τη γιαγιά και τον παππού μας στο Λυγουριό και το Ξενία έκλεισε. Κάποιες φορές πηγαίναμε στην Επίδαυρο μόνο για λίγες ημέρες, άλλες μέναμε με τους γονείς μου όλη τη βδομάδα. Εκεί ήταν οι πρόβες, οι παραστάσεις, τα παιχνίδια με παιδιά καλλιτεχνών. Κάναμε παρέα με τη Σεσίλ Μικρούτσικου, όταν ο Θάνος έγραφε τη μουσική για παραστάσεις του Αμφι-θεάτρου, με την οικογένεια Γαϊτάνου, του Κωστή και της Μπέτυς, των σπουδαίων μουσικών που είχαν στενή σχέση με τους γονείς μου».
– Υποθέτω ότι πηγαίνατε και για μπάνιο στη θάλασσα.
– Oχι. Και ακόμη δεν πάω ποτέ για μπάνιο στην Επίδαυρο. Είναι ο προγραμματισμός του νου μου διαφορετικός όταν βρίσκομαι εκεί. Ειδικά τώρα, με τίποτα. Επίσης όταν κατεβαίνω για δική μου παράσταση, καμία όρεξη δεν έχω να πάω στην παραλία. Είμαστε στο θέατρο για φωτισμούς μέχρι τις 6 το πρωί. Κοιμάμαι έως τις 12. Ξυπνάω και ξαναπηγαίνω στο θέατρο. Και όταν βρίσκομαι εκεί για να δω παραστάσεις άλλων σκηνοθετών, βλέπω, κοιμάμαι, φεύγω.
– Το θέατρο συνεπώς είναι για εσάς μια προσωπικά βιωμένη πολυετής εμπειρία.
– Φυσικά και αυτό μπορεί να είναι δύσκολο, διότι μεγαλώνοντας με έναν τέτοιο τρόπο, δεν αποστασιοποιείσαι. Ομως ταυτόχρονα αποκτάς ένα ένστικτο. Θυμάμαι ότι από την εφηβεία μου και μετά, στα χρόνια των σπουδών μου, άρχισε να διαμορφώνεται σταδιακά η δική μου άποψη για το θέατρο. Μεγαλώνοντας είχαμε πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις με τον μπαμπά μου. Και διαφωνίες πολλές φορές.
– Ως σκηνοθέτις πρωτομπήκατε στην Επίδαυρο το 2017, με την «Αλκηστη» του Ευριπίδη, προσκεκλημένη του Εθνικού Θεάτρου. Η Επίδαυρος είναι πάντοτε πρόκληση;
– Ναι, όσες φορές και να σκηνοθετήσεις εκεί, η Επίδαυρος σε υποχρεώνει να τη νιώσεις, να τη σεβαστείς. Αλλά αν είσαι έξυπνος σκηνοθέτης, ο σεβασμός δεν σου κόβει τα πόδια. Αφουγκράζεσαι τον χώρο, την κλίμακα και την αισθητική που φέρει. Ισως επιθυμείς να πας κόντρα σε αυτό, αλλά πάντως οφείλεις να έχεις μελετήσει η γεωμετρία και τη γενικότερη ατμόσφαιρα του χώρου. Επίσης, θα πρέπει να σκεφτείς και πρακτικά ζητήματα, τη ροή του κοινού, τη συμπεριφορά του, να λάβεις υπόψη σου ότι τους έχει πάρει δυόμισι ώρες να φτάσουν εκεί – οι περισσότεροι την ίδια ημέρα. Ακόμη και το ότι δεν μπορούν να ακουμπήσουν την πλάτη τους στο κάθισμα, πρέπει να σκεφτείς.
– Γίνεται ποτέ ένας εσωτερικός διάλογος ανάμεσα σε εσάς και στον πατέρα σας, είτε ως σκηνοθέτιδα είτε ως καλλιτεχνική διευθύντρια του φεστιβάλ;
– Με τον μπαμπά και τη μαμά μου. Οταν η ζωή μού έφερε αυτή τη θέση χωρίς να τη διεκδικήσω, ως μια μεγάλη έκπληξη, ήταν σαν όλη μου η οικογένεια, τρεις γενιές, να είχε προετοιμάσει τη δική μου μοίρα σε ένα θεσμό που συνδέθηκε μαζί μας επί πολλά χρόνια. Και έδωσε στους γονείς μου μεγάλες χαρές, αλλά και μεγάλες πίκρες.
Το αρχαίο δράμα είναι μέσα μας
Συζητάμε για τη θητεία της δίπλα στους γονείς της, δυο ανθρώπους για τους οποίους το αρχαίο δράμα στεκόταν σε υψηλό βάθρο καλλιτεχνικά και το αντιμετώπιζαν όχι με δέος, αλλά υπερασπιζόμενοι την ανάγκη της διερεύνησης και του επαναπροσδιορισμού του. Μιλάμε και για τη «θνησιγενή τέχνη του θεάτρου», ιδίως στην Ελλάδα η οποία επιμένει να έχει κοντή μνήμη και να αδιαφορεί για αρχεία και συγκροτημένες μελέτες. Λέει, «μπορεί οι σημερινοί εικοσάρηδες να το αγνοούν, αλλά οι γονείς μου “έσπασαν πολλά αυγά” με τις προσεγγίσεις τους στο αρχαίο δράμα και με την αισθητική τους».
Και εκείνη πάντως «έσπασε αυγά» στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, επιλέγοντας από νωρίς να συμπεριλάβει στο πρόγραμμά της παραστάσεις σύγχρονων διεθνών σκηνοθετών που βλέπουν το αρχαίο δράμα και κάπως αλλιώς.
– Ηταν η ανανέωση της κληρονομιάς των Επιδαυρίων ένας από τους βασικούς άξονες της θητείας σας στην καλλιτεχνική διεύθυνση του φεστιβάλ;
– Ναι, η μετεξέλιξη αυτής της κληρονομιάς. Από την αρχή ένιωθα τη σιγουριά να το κάνω επειδή από μικρή διαβάζω, ακούω και βλέπω τη σοβαρή μελέτη και τα αποτελέσματα της έρευνας κορυφαίων θεατρανθρώπων πάνω στο είδος. Επειδή επίσης η ίδια αγαπώ το αρχαίο δράμα, με έχει απασχολήσει και εξακολουθεί να με απασχολεί. Αρα ως καλλιτεχνική διευθύντρια ένιωσα ότι πατάω πολύ γερά στα πόδια μου όταν πρότεινα ένα ολόκληρο σύστημα αντιμετώπισης του ζητήματος. Η τραγωδία, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, στην Ελλάδα αποτελεί ένα είδος μουσειακό. Ειδικά τα τελευταία χρόνια δεν υπήρχε ένας συστηματικός τρόπος προσέγγισης. Μεμονωμένες φωνές δημιουργών προσπαθούσαν να βρουν κάτι δικό τους – και βάζω επίσης τον εαυτό μου μέσα σε αυτό. Εντόπισα το πρόβλημα κυρίως στη δραματουργία, δηλαδή πιστεύω ότι τα έργα αυτά δεν μπορούν να ανεβαίνουν όπως ακριβώς γράφτηκαν τότε. Οχι επειδή δεν είναι καλά έργα, αλλά επειδή το θέατρο είναι η τέχνη της εποχής του. Αναπνέει στην εποχή του. Δεν είναι τυχαίο πως, όταν ανεβαίνουν στο εξωτερικό, κυρίως στη Δυτική Ευρώπη, οι σκηνοθέτες μπολιάζουν το αρχικό υλικό με διακειμενικές αναφορές και δάνεια ή ξαναγράφουν τα έργα. Υπάρχουν πιο ελεύθερες προσεγγίσεις. Το υλικό που μας προσφέρουν τα έργα αυτά κρύβει κάτι πολύ πιο ευρύ και ακραίο από αυτό που υποψιαζόμαστε.
– Πώς επιλέξατε να αντιμετωπίσετε το θέμα του αρχαίου δράματος;
– Προσπάθησα εξαρχής να οργανωθώ σε πολλά μέτωπα, αλλά το κεντρικό ήταν η δραματουργία. Αναρωτήθηκα πώς μπορώ να ανανεώσω τον τρόπο που οι δραματουργοί, οι συγγραφείς και φυσικά οι σκηνοθέτες βλέπουν αυτά τα έργα σήμερα. Ετσι κάναμε κάτι το οποίο θεωρώ ότι σιγά σιγά δίνει καρπούς και αν συνεχιστεί θα δώσει ακόμη περισσότερους. Πρώτον, ένα ερευνητικό πρόγραμμα με τον τίτλο «Πάροδος», που ξεκινάει στην Αθήνα και συνεχίζει in situ στη Μικρή Επίδαυρο. Αποσκοπεί στην ανανέωση της δραματουργίας, είναι ένα εργαστήρι που μελετά το αρχαίο δράμα από εντελώς διαφορετικές οπτικές γωνίες. Κάθε χρόνο το αναλαμβάνει άλλος σκηνοθέτης, που αντιμετωπίζει αυτό το θέμα με τον δικό του τρόπο σε συνεργασία με μια ολιγομελή ομάδα.
Δεύτερον, δημιουργήθηκε ο κύκλος Contemporary Ancients, εντός του οποίου ανατίθεται η συγγραφή και στη συνέχεια η παραγωγή νέων έργων και παραστάσεων βασισμένων στο αρχαίο δράμα εντελώς ελεύθερα. Αριθμούμε περί τους 20 τίτλους πια στον 5ο χρόνο αυτού του κύκλου – φτιάξαμε μια υπέροχη θεατρική σειρά εκδόσεων και έχουμε δει παραστάσεις στη Μικρή αλλά και στη Μεγάλη Επίδαυρο, Ελλήνων και ξένων συγγραφέων και σκηνοθετών, σαν τον «Οιδίποδα» της Μάγια Τσάντε σε σκηνοθεσία Τόμας Οστερμάγερ, το έργο «Εκάβη, όχι Εκάβη» του Τιάγκο Ροντρίγκες, που παρουσίασε ο θίασος της Comédie Française, και φέτος τον «Ορκο της Ευρώπης» του Ουαζντί Μουαουάντ με τη Ζιλιέτ Μπινός.
Επιπλέον μέσω του χειμερινού μας προγράμματος Open Plan, ο χορός, η μόδα και οι εφαρμοσμένες τέχνες συναντούν το αρχαίο δράμα. Το αρχαίο δράμα είναι δίπλα μας, είναι μέσα μας, δεν πρέπει να το φοβόμαστε. Είναι κάτι το οποίο δεν μπαίνει σε μια προθήκη, αποτελεί υλικό έμπνευσης. Μπορείς να το κάνεις γλυπτό, μπορείς να το κάνεις πιάτο, μπορεί να μελετήσεις ποιος είναι ο Ιππόλυτος και να τον φτιάξεις μπλουζάκι, δαχτυλίδι, παλτό. Μπορεί να τον σκέφτεσαι καθώς κοιμάσαι με ένα υπέροχο print πάνω στο σεντόνι σου. Αυτά όλα δεν είναι κινήσεις μάρκετινγκ. Είναι μια συνολική ματιά και μια ανάγκη. Και έχουν ενθουσιάσει τον κόσμο που τα παρακολουθεί.
– Νομίζετε ότι το περιβάλλον ήταν έτοιμο για αυτά;
– Κάποιοι ναι, κάποιοι όχι. Απλώς αυτοί που μιλούν πιο δυνατά, αγνοούν ορισμένα βασικά πράγματα. Πρώτον, τις εξελίξεις σε σχέση με τον τομέα των παραστατικών τεχνών σήμερα. Τι είναι το θέατρο, ο χορός και η περφόρμανς σήμερα; Πού έχει πάει η υποκριτική με τη μεσολάβηση του κινηματογράφου, της τηλεόρασης, των πολυμέσων; Πού τα εικαστικά;
Δεύτερον, στην Ελλάδα υπάρχει μια τεράστια ανάγκη να κατασκευάζουμε εθνικά ιδεώδη και να μην «γκρεμίσει» κανείς τα αγάλματα των αρχαίων ημών προγόνων. Υπάρχει μια βαθιά ησυχία, σχεδόν χαύνωση πάνω σε αυτό το θέμα. Ωστόσο, τα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας είναι πολύ πιο σύγχρονα, πιο τολμηρά απ’ ό,τι υποψιάζονται όλοι εκείνοι που στηλιτεύουν τα μοντέρνα ανεβάσματά τους. Είτε είναι ημιμαθείς είτε το κάνουν επειδή φοβούνται· είναι εκπρόσωποι της συντήρησης, που επιδιώκει να μην αλλάξει τίποτε.
Θέλω να πιστεύω ότι με αυτή τη συστηματική, σεμνή, αλλά ουσιαστική και επίμονη προσπάθεια, χωρίς να λυγίσουμε σε πιέσεις διαφόρων κύκλων που θα ήθελαν να μη βλέπουν μια σύνθεση από πλαστικά μπουκάλια –βλέπε Κάστορφ– ή άλλα σκηνικά που δεν καταλαβαίνουν στην Επίδαυρο, καταφέραμε να μετακινήσουμε λίγο την παγιωμένη αντίληψη των πραγμάτων. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στα νούμερα των επισκεπτών, αλλά κυρίως φαίνεται στις αντιδράσεις του κοινού: στο πώς έρχεται να μας μιλήσει και στο πώς αμέσως ενδιαφέρεται για καινούργιες προσεγγίσεις. Είναι σημαντικό ωστόσο να αναφέρουμε ότι κάθε χρονιά στο πρόγραμμα υπάρχει κάτι για όλους, δηλαδή και πιο κλασικότροπα ανεβάσματα, αλλά και πιο ριζοσπαστικές δραματουργικές και σκηνοθετικές προσεγγίσεις.
– Τι χαρακτήρα έχει το φεστιβάλ που παραδίδετε στον επόμενο καλλιτεχνικό διευθυντή;
– Για μένα το Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου δεν είναι ένα κλειστό σύστημα. Η αναζωογόνηση της φυσιογνωμίας του μας τοποθέτησε στον πανευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο χάρτη του πολιτισμού σε ισχυρότερη θέση, άνοιξε συζητήσεις μέσα στην κοινωνία και υιοθέτησε δράσεις με ευρύτερο αποτύπωμα σε πολιτικό και επιχειρηματικό επίπεδο. Παραδίδω ένα φεστιβάλ εξωστρεφές, χάρη στις συμπαραγωγές μας όπως και στις παγκόσμιες πρεμιέρες μας σε συνεργασία με κορυφαίους θεατρικούς φορείς της Ευρώπη, αλλά και χάρη στις τεράστιες ορχήστρες που φέραμε στο Ηρώδειο συνταιριάζοντας τα μεγαλύτερα ονόματα της σύγχρονης πρωτοπορίας με τα κλασικά. Επίσης είναι ένα φεστιβάλ ενδυναμωμένο ως προς την αποστολή του να υποστηρίζει τα ελληνικά καλλιτεχνικά σχήματα, χάρη στην ίδρυση του grape –ακρωνύμιο του Greek Agora of Performance– που φέτος πραγματοποιείται για τρίτη χρονιά, δίνοντας την ευκαιρία στους δημιουργούς του θεάτρου και του χορού να παρουσιάσουν τα έργα τους σε εκπροσώπους διεθνών φεστιβάλ και πολιτιστικών φορέων μέσα σε ένα συμπυκνωμένο πενθήμερο, προκειμένου να τα προσκαλέσουν στις διοργανώσεις τους. Ηδη τα έργα μας παρουσιάστηκαν σε περισσότερες από σαράντα πόλεις του εξωτερικού, σε Αμερική, Ασία, Ευρώπη. Σημαντική επιτυχία.
Παραδίδουμε και ένα πιο σύγχρονο φεστιβάλ. Χάρη στην ευρύτητα των ειδών που αγκαλιάσαμε, φέραμε στο φεστιβάλ, με τη συνδρομή όλης της καλλιτεχνικής του ομάδας, είδη που προηγουμένως δεν θεωρούνταν φεστιβαλικά ή υποτίθεται ότι ταιριάζουν σε μικρότερες διοργανώσεις. Καταφέραμε αυτά τα είδη να ανοίξουν και σε ευρύτερο κοινό, γι’ αυτό υπάρχει εκτόξευση των εισιτηρίων. Παρουσιάζουμε σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική στο Ωδείο Αθηνών στο Subset Festival, συμμετέχουμε σε τέσσερις κινηματογραφικές ταινίες, υπάρχει τεράστια άνθηση των εκδόσεων. Οι χειμερινές δράσεις έφεραν κοντά μας ένα μεγάλο κοινό, που ίσως δεν είχε ξανακούσει για εμάς. Επιπλέον η εμπειρία της Πειραιώς 260 έγινε πιο συνολική. Δεν έχουμε απλώς πολύ νεότερους επισκέπτες, αλλά παρουσιάζουμε δωρεάν στο κοινό τους μουσικούς του μέλλοντος. Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται μόνο για να ακούσουν μουσική γεμίζοντας την «πλατεία», και αυτό ήταν εξαρχής όνειρό μου.
Τέλος, παραδίδουμε έναν ισχυρότατο οργανισμό οικονομικά, για παράδειγμα τα έσοδα από χορηγίες και δωρεές, από 80.000 που βρήκαμε το 2019 ανέρχονται σε περίπου 3,3 εκατομμύρια φέτος.
– Αλλαξε η προσωπική σας ζωή αυτά τα έξι χρόνια;
– Προφανώς. Σχεδόν εξαφανίστηκε, επειδή όταν δουλεύω για κάτι, πέφτω με τα μούτρα. Κι εδώ έδωσα όλο μου το είναι. Ευτυχώς έχω έναν υπέροχο, πολύ υπομονετικό σύντροφο και φίλους αγαπημένους, που μετράμε μαζί πολλές δεκαετίες. Οι άνθρωποι αυτοί ανέχτηκαν την απουσία μου και τη δυσθυμία μου πολλές φορές όταν αντιμετώπιζα δύσκολες περιόδους. Οσα καλά έγιναν, δεν πιστώνονται μόνο σε εμένα αλλά και σε εκείνους που με στήριξαν, στο εξαιρετικό μας διοικητικό συμβούλιο, όπως και σε όλους τους ανθρώπους του φεστιβάλ που είναι πολύ έμπειροι. Η καλλιτεχνική διεύθυνση θέλει γερά νεύρα και για μένα είναι σημαντικό ασχέτως του ποιος κατέχει μια θέση, να υπάρχει συνέχεια στον οργανισμό. Ηδη έχουμε μια ωραία συνεργασία με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, ώστε να γίνουν όλα προς όφελος του θεσμού. Αλλωστε μεταξύ μας υπάρχει σχέση ετών στο θέατρο, από την πρώτη μου επαγγελματική εμφάνιση στην Επίδαυρο το 2001, ως μέλος του Χορού, μέχρι σήμερα, παρακολουθώντας ο ένας τις παραστάσεις του άλλου.