ΑΜΠΕ
Εκτός από εμπορικό προϊόν, το κρασί αποτελεί ύψιστο στοιχείο του κυπριακού πολιτισμού και έχει τη δυνατότητα να είναι ένας άξιος πρεσβευτής της Κύπρου στο εξωτερικό. Ο αμπελοοινικός τομέας της Κύπρου εισέρχεται σε νέα εποχή και καλείται να δώσει τη μάχη όχι απλά για την επιβίωσή του, η οποία θεωρείται δεδομένη, αλλά και για την κατάκτηση μίας αξιοπρεπούς θέσης στη διεθνή αγορά κρασιών.
Για το κυπριακό κρασί σε σχέση με τον διεθνή κόσμο του κρασιού το ΑΠΕ-ΜΠΕ συζήτησε με τη οινογράφο/συγγραφέα Φλωρεντία Κυθραιώτου, η οποία έχει γράψει τα βιβλία σχετικά βιβλία και ειδικότερα, «Το βιβλίο του Κυπριακού Κρασιού» / The Book of Cyprus Wine-Εκδόσεις Πανεπιστημίου Λευκωσίας, «Τροφή αφορμή σχέσης» - Εκδόσεις Πανεπιστημίου Λευκωσίας και «Τόποι κοινοί με ψωμί και με κρασί» - Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου.
Υπάρχει νόημα σήμερα, τον καιρό της ομογενοποίησης της κοινωνίας με την πληθώρα ομοιόμορφων κρασιών να πλημμυρίζουν τα ράφια των υπεραγορών, να μιλούμε για γεωγραφική προέλευση, για κρασιά με ταυτότητα;
Αν ο περασμένος αιώνας σημαδεύτηκε από πολιτικές επαναστάσεις, το στίγμα του 21ου ορίζεται από δύο αντίρροπες τάσεις. Αφενός από ένα μεγάλο κύμα ομογενοποίησης και ομοιομορφίας και αφετέρου από μία ανάδυση της ταυτότητας. Ταυτότητας που είναι μεταξύ άλλων και γαστρονομική. Τη βλέπουμε, την οσφραινόμαστε, τη γευόμαστε.
Το κρασί ως ευαίσθητος δέκτης και πομπός, ως στοιχείο επικοινωνίας και υψηλού πολιτισμού, ακολουθεί την πορεία των ανθρώπων. Τα τελευταία τριάντα χρόνια σημειώνεται μία εκπληκτική επανάσταση στην ποιότητα και τη διαφοροποίηση των οίνων σε όλο τον πλανήτη. Παράλληλα, παρατηρείται και έκρηξη στον τομέα της εστίασης.
Κάποιοι λένε ότι τα κρασιά του Νέου Κόσμου έχουν μπει τόσο δυναμικά στην αγορά που ανάγκασαν τις παραδοσιακές οινοπαραγωγές χώρες να ακολουθήσουν το στυλ κρασιών που πρεσβεύει ο Νέος Κόσμος. Πόσο αληθεύει αυτό;
Ο μύθος της παγκοσμιοποίησης του κρασιού παρουσιάζει σοβαρές ρωγμές. Η σημαντική βελτίωση της ποιότητας των κρασιών, η ανάδειξη της προσωπικότητάς τους, η συναρπαστική προσπάθειά τους να ξεχωρίσουν καταθέτοντας μία ιδιαίτερη ταυτότητα, είναι γεγονότα αδιαμφισβήτητα. Ο ανταγωνισμός του Νέου Κόσμου, o οποίος επέλεξε το δρόμο των μονοποικιλακών οίνων για να μπει στη διεθνή αγορά, με την Γηραιά Ήπειρο είχε ως αποτέλεσμα ο καταναλωτής να εξοικειωθεί με τις ποικιλίες σταφυλιών και ταυτόχρονα να δημιουργηθεί μία ενδιαφέρουσα ώσμωση μεταξύ των δύο κόσμων. Η ποικιλία «τερουάρ» των Ευρωπαίων και ιδιαίτερα των Γάλλων είχε γερές βάσεις και το ταρακούνημα που δέχθηκε από την πλημμυρίδα των εντυπωσιακών μονοποικιλιακών οίνων του Νέου Κόσμου στην ευρωπαϊκή αγορά, έδωσε την ευκαιρία σε όλους μας για μία νέα ανάγνωση του διεθνούς οινικού χάρτη.
Σήμερα, αξιόλογοι οινοποιοί από τη Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία, την Καλιφόρνια, τη Χιλή, την Αργεντινή, τη Νότιο Αφρική, αφού έχουν εδραιωθεί για τα καλά με τη δύναμη της ποικιλίας, τώρα αξιοποιούν με αυτοπεποίθηση τη δύναμη του τερουάρ και δεν συμβιβάζονται με την πανάκεια και τη μαζικότητα παραγωγής οιμοιόμορφων κρασιών που αποπλανούν με τον εκρηκτικό φρουτώδη χαρακτήρα, την πυκνότητα, τα ζάχαρα και τον ψηλό αλκοολικό τίτλο. Με λίγα λόγια αξιοποιούν το αμπελοτόπι και τη μοναδικότητά του παράγοντας κρασιά κομψά με δικό τους χαρακτήρα.
Η Κύπρος μέσα σ΄αυτό το οργιώδες σκηνικό του κρασιού, που στέκει;
Το κυπριακό κρασί δεν καλείται να ριχθεί στον ανταγωνισμό με τους κολοσσούς του Νέου Κόσμου και της Ευρώπης. Μπορεί, όμως, κάλλιστα να έχει μία εκλεκτή θέση στο μικρό εκείνο κομμάτι της διεθνούς αγοράς (niche market) που ενδιαφέρεται για κρασιά με ταυτότητα, πράγμα αρκετά δύσκολο έστω κι αν αρκετά κρασιά της Κύπρου ήδη διακρίνονται σε διεθνείς, έγκυρους και αναγνωρισμένους διαγωνισμούς και επιστρέφουν πίσω με μετάλλια, όπως έγινε πρόσφατα στον Διαγωνισμό Θεσσαλονίκης. Για να καταφέρει το κυπριακό κρασί να διεισδύσει στη διεθνή αγορά χρειάζεται συνέργεια από όλους τους φορείς ή πρόσωπα που έχουν τη δυνατότητα να μοιραστούν και να υλοποιήσουν αυτό το κοινό όραμα. Οι αδυναμίες, που παρατηρούνται σε θεσμικό επίπεδο, η έλλειψη οράματος και κεντρικής στρατηγικής στον αμπελοοινικό τομέα, αλλά κύρια οι νοοτροπίες του παρελθόντος, μπορεί να γίνουν τροχοπέδη σε αυτό το δημιουργικό ταξίδι προς την ενηλικίωση του κυπριακού κρασιού.
Ο Κύπριος οινοποιός έχει λόγο σήμερα να θεωρεί ανταγωνιστικά τα ελληνικά κρασιά που έχουν κερδίσει μία καλή παρουσία στην κυπριακή αγορά;
Αντιθέτως. Είναι κοινός τόπος ότι όσο ο καταναλωτής εκπαιδεύεται και αποκτά οινική κουλτούρα, διευρύνει τους ορίζοντές του και δοκιμάζει άφοβα, άλλο τόσο επωφελούνται όλα τα κρασιά στα ράφια. Και ελληνικά και κυπριακά και αυστραλέζικα. Αυτό δεν το λέω εγώ, το λένε οι διεθνείς στατιστικές και έρευνες. Εξάλλου, να μην ξεχνούμε ότι ένας παράγοντας, ο οποίος επηρέασε θετικά τα οινικά δρώμενα στο νησί μας, ήταν και η αναγέννηση, που παρατηρήθηκε στο γειτονικόν μας ελληνικό αμπελώνα τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι οινολόγοι, που στελεχώνουν τα κυπριακά οινοποιεία, είναι συνήθως απόφοιτοι των ΤΕΙ. Για πρακτικούς λόγους (κοινή γλώσσα, μικρή απόσταση) οι επιστήμονες οι οποίοι καλούνται συχνά στο νησί μας σε προγράμματα εκπαίδευσης, ή κατάρτισης, αμπελοοινικού περιεχομένου προέρχονται από την Ελλάδα κομίζοντας την τεχνογνωσία και την εμπειρία της γείτονος χώρας, τα κρασιά της οποίας αναμφισβήτητα κατάφεραν έστω και σε μικρό βαθμό να κινήσουν το ενδιαφέρον της διεθνούς αγοράς. Κι εμείς οι δύο τρεις Κύπριοι οινογράφοι, μπολιαστήκαμε με την αγάπη για το κρασί. Κανείς, όμως, δεν μας εμποδίζει να συνεργαστούμε με Αυστραλούς, Άγγλους, ή Γάλλους, αν το επιλέξουμε.
Κάποιοι σήμερα αναγνωρίζουν την εξουσία που απέκτησαν διεθνείς οινοκριτικοί οι οποίοι καθορίζουν γούστα και στυλ κρασιών. Μπορούν σήμερα να αντισταθούν οι καταναλωτές σ’ αυτή την «εξουσία του κρασιού»;
Αρκετοί από τους διεθνείς γκουρού των κρασιών που καλώς ή κακώς ο λόγος τους έχει τη βαρύτητα ενός Ρωμαίου Αυτοκράτορα στην αρένα ενός Κολοσσαίου που με την κίνηση του αντίχειρά του καταβαραθρώνει ή εξυψώνει έναν μονομάχο, έχουν στρέψει την προσοχή τους και στα ελληνικά κρασιά. Μεγάλοι σταρ του κρασιού, όπως ο οινοκριτικός Robert Parker, ο ακριβοπληρωμένος ιπτάμενος οινολόγος Μισέλ Ρολάν, οι Άγγλοι Robert Joseph, o Steven Spurrier του Decanter, η Jancis Robinson της εφημερίδα F.T. και πολλοί άλλοι μιλούν με θαυμασμό για τα «σύγχρονα ελληνικά κρασιά». Όπως τις Σαντορίνες από την ποιοτικότατη ποικιλία Ασσύρτικο με τον ορυκτώδη χαρακτήρα, τις Νεμέες από το ερυθρό Αγιωργήτικο, τις Νάουσες από το ζόρικο και πολύπλοκο Ξινόμαυρο, τις δροσερές Ρομπόλες, τις ευχάριστες Μαντινείες. Άρα εμείς μπορούμε να αξιοποιήσουμε με ευελιξία αυτή την εξουσία χωρίς να χάσουμε την ταυτότητα μας.
Η Κύπρος μπορεί να παίξει σε αυτό το οινικό γίγνεσθαι;
Οι σημαντικότατες αυτές εξελίξεις, αγγίζουν και τοn μικρό αμπελώνα της Κύπρου. Ο αέρας του νέου αιώνα, φυσά πλέον τόσο στα αμπέλια όσο και στα οινοποιεία του νησιού. Οι σύγχρονες μέθοδοι οινοποίησης, αλλά και η υιοθέτηση μεθόδων, που αποσκοπούν στην εξυγίανση του αμπελώνα, έχουν πλέον εμπεδωθεί και εδραιωθεί και στον τόπο μας.
Στο οινικό τοπίο του νέου αιώνα η Κύπρος εισέρχεται δυναμικά και αισιόδοξα διαθέτοντας δύο σημαντικά πλεονεκτήματα. Tο ένα είναι η ιστορικότητα του αμπελώνα της. Μία μακρά παράδοση τεχνογνωσίας και ένας αυτόριζος αμπελώνας διαχρονικά απρόσβλητος από τη φυλλοξήρα. Το άλλο είναι η ιδιοπροσωπία την οποία συνθέτουν οι γηγενείς ποικιλίες και η οποία έχει απεριόριστο δυναμικό ανάπτυξης. Ήδη αρκετά κυπριακά κρασιά μπορούν να σταθούν επάξια ενώπιον του ξένου ανταγωνισμού, ως κρασιά με δική τους ταυτότητα.
Για ποιες ποικιλίες μιλάμε;
Μέσα σ' αυτό το κλίμα η Κύπρος έχει την ευκαιρία να αναδείξει τις δικές της ποικιλίες, τις οποίες είχε για χρόνια περιφρονήσει. Το Μαραθεύτικο, τη Λευκάδα, το Γιαννούδι, η Μωροκανέλλα και άλλες άγνωστες σε πολλούς ποικιλίες, μπορούν να γίνουν η αιχμή του δόρατος της νέας κυπριακής οινοποιίας. Ήδη, το ευαίσθητο, αλλά ποιοτικά δυναμικό Μαραθεύτικο, αλλά και η ατίθαση οινολογικά Λευκάδα έχουν δώσει τα τελευταία χρόνια εξαιρετικά κρασιά. Το λευκό Ξυνιστέρι παραμένει μία ακλόνητη και σταθερή δύναμη στην καλλιέργεια και την οινοποίηση. Τα σημερινά Ξυνιστέρια, όταν οινοποιούνται με φροντίδα μπορούν να σταθούν επάξια αν όχι και πιο ψηλά από τα κοσμοπολίτικα Pinot Grigio και τα Soave της Ιταλίας, τις ελληνικές Μαντινείες και άλλα. Μπορεί το Ξυνιστέρι να μη διαθέτει την ορυκτότητα των γαλλικών Chablis ή την οξύτητα των γερμανικών Reisling, διαθέτει όμως τις δικές του αρετές. Η ποιότητα υπάρχει. Είναι καθαρά θέμα οράματος, στόχου και ορθής προώθησης. Το ντόπιο μαύρο έχει ορθά αντικατασταθεί με άλλες ποικιλίες με πιο αναγνωρισμένο ποιοτικό δυναμικό.
Παράδοξο ακούγεται. Κοσμοπολιτισμός, αλλά και εντοπιότητα λοιπόν;
Η επικέντρωση στην ανταγωνιστικότητα του κυπριακού οίνου είναι αυτή που θα αποκαλύψει τον πραγματικό κοσμοπολίτικο του χαρακτήρα, το δικό του αυθεντικό πρόσωπο. Ο Κυπριακός Διαγωνισμός Οίνου είναι αναμφισβήτητα ένας αξιόλογος και χρήσιμος θεσμός για εσωτερική όμως κατανάλωση. Τα κέρδη που έχει αποκομίσει οφείλει να τα κεφαλαιοποιήσει στο εξωτερικό, π.χ. με συμμετοχή της Κύπρου, με δικό της περίπτερο και ολοκληρωμένη και επαγγελματική παρουσία σε αξιόλογες Διεθνείς Εκθέσεις, όπως έκανε τα δύο τελευταία χρόνια και η γείτονας μας Τουρκία στο London Wine Fair. Χρειάζεται συνέργεια εμπλεκομένων Υπουργείων, φορέων και προσώπων με συντονισμό όμως από ένα επαγγελματικό ιδιωτικό φορέα ή μια νέα ανεξάρτητη αρχή προώθησης. Το κράτος δεν μπορεί από μόνο του να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα.
Αρκετοί είναι αυτοί που αναζητώντας την ποιότητα επιστρέφουν στο αμπέλι. Σε ποιο βαθμό γίνεται αυτή η αναζήτηση στον κυπριακό αμπελώνα;
Είναι πλέον κοινός τόπος ότι το καλό κρασί ξεκινά από το αμπέλι. Ένα καλό ποιοτικά σταφύλι, καλλιεργημένο και τρυγημένο στις ιδανικές συνθήκες μπορεί να δώσει αναλόγως της οινοποίησης ένα καλό ή ένα κακό κρασί. Ένα όμως κακό σταφύλι, που έχει καλλιεργηθεί αδέξια και έχει τρυγηθεί με αδιαφορία δεν μπορεί ποτέ να δώσει ένα καλό κρασί, όσο σωστή ή εξεζητημένη κι αν είναι η οινοποίηση. Και ευτυχώς κάποιοι Κύπριοι οινολόγοι/οινοποιοί με σπουδές στη Καλιφόρνια, την Αυστραλία και την Ελλάδα, αλλά και άλλοι με ανοικτό μυαλό έχουν εμπεδώσει αυτή την πραγματικότητα και επενδύουν στο αμπέλι και σε σύγχρονες μεθόδους «μαλακής» οινοποίησης.
Θα μπορέσουν «μερικά χελιδόνια να φέρουν την άνοιξη» στο κυπριακό κρασί;
Αν κρίνουμε, απ’ ότι βλέπουμε στο ποτήρι μας, μυριζόμαστε και γευόμαστε, μάλλον θα τα καταφέρουν.
Παρά τις δυσκολίες, ο κυπριακός αμπελώνας έχει εξαιρετικές δυνατότητες. Η σχεδόν ολόχρονη ηλιοφάνεια, το μεσογειακό κλίμα με τον ήπιο χειμώνα και το μακρύ καλοκαίρι, οι ευνοϊκές εδαφολογικές συνθήκες σε αρκετές αμπελουργικές περιοχές της Κύπρου, μπορούν να δώσουν εξαιρετικά κρασιά.
Θεσμικά έχει κατοχυρωθεί η ποιότητα των κυπριακών οίνων;
Σε θεσμικό επίπεδο ο παράγοντας που αναμένεται να συμβάλει στην ανάδειξη και καταξίωση της Κύπρου ως σοβαρής οινοπαραγωγού χώρας είναι και η κατοχύρωση της ποιότητας. Η εφαρμογή το 2004 της νομοθεσίας που αφορά στις ταξινομήσεις των κυπριακών οίνων προστατεύει και καθοδηγεί τους καταναλωτές, αλλά αποκαθιστά και την αξιοπιστία των ενδείξεων της ετικέτας -κάτι που τα τελευταία χρόνια αφηνόταν στην τύχη.