ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Διπλωματικές εξελίξεις και Κυπριακό Ζήτημα: 1955-1959

Η υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου ήταν το επιστέγασμα πολύπλοκων διπλωματικών διεργασιών

Της δρος ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΓΙΑΓΚΟΥ. Συμπληρώνονται φέτος εξήντα χρόνια από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, οι οποίες οδήγησαν στην εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπήρξε το επιστέγασμα των πολύπλοκων διπλωματικών διεργασιών, καθώς και άλλων εξελίξεων, που έλαβαν χώρα κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950.

Την επαύριον του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Βρετανία κλήθηκε να αντιμετωπίσει διάφορες προκλήσεις στην Αυτοκρατορία της, όπως για παράδειγμα, την απώλεια της Ινδίας το 1947. Λόγω της σταδιακής αποχώρησής της από διάφορες κτήσεις της, η Βρετανία επιθυμούσε να διατηρήσει την ηγεμονική της θέση στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Σύντομα, όμως, αντιμετώπισε δυσχέρειες και σε αυτό τον χώρο που την ώθησαν να αναζητήσει συμμάχους, με πιο σημαντικό την Τουρκία. Η Κύπρος παρέμενε το μόνο έδαφος στην περιοχή στο οποίο οι Βρετανοί είχαν πλήρη κυριαρχία. Έτσι κατά την περίοδο 1945-1955 το Λονδίνο διατήρησε άκαμπτη στάση στο Κυπριακό, απορρίπτοντας τις διεκδικήσεις των Ελλήνων Κυπρίων για ένωση με την Ελλάδα, τονίζοντας επανειλημμένα ότι το θέμα είχε κλείσει.

Το 1955, η έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α.)– με στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα – μετέβαλε ριζικά τα δεδομένα και ανάγκασε τους Βρετανούς να τροποποιήσουν τη θέση τους και να διαπραγματευτούν το μέλλον της Κύπρου. Ωστόσο, οι Βρετανοί ενέπλεξαν στις πρωτοβουλίες αυτές και την Τουρκία. Ειδικότερα, για τους Βρετανούς, η διατήρηση της τουρκικής φιλίας ήταν θέμα υψίστης σημασίας και σταδιακά επιδίωξαν να επισημοποιήσουν την εμπλοκή της Τουρκίας στην υπόθεση της Κύπρου. Το γεγονός αυτό απετέλεσε αναπόφευκτα στοιχείο το οποίο περιέπλεξε τα δεδομένα του Κυπριακού Ζητήματος. Πράγματι, το 1955 η βρετανική κυβέρνηση του Anthony Eden (με πρωτοβουλία του υπουργού Εξωτερικών Harold Macmillan) προχώρησε στη σύγκληση Τριμερούς Διάσκεψης (με συμμετοχή δηλαδή της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας) με σκοπό την αντιμετώπιση γενικότερων ζητημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο – μαζί και της Κύπρου. Η Τουρκία αποδέχθηκε αμέσως την πρόσκληση. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν εντελώς αντίθετος με τη συμμετοχή της Ελλάδας στη Διάσκεψη (στην οποία οι Κύπριοι δεν είχαν προσκληθεί), ενώ η Αθήνα αποφάσισε τελικά να λάβει μέρος στη Διάσκεψη. Η Τριμερής κατέρρευσε τελικά στη σκιά του ανθελληνικού πογκρόμ της 6ης Σεπτεμβρίου στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.

Ακολούθησαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του νέου Βρετανού κυβερνήτη Sir John Harding (Οκτώβριος 1955 – Φεβρουάριος 1956) αναφορικά με το μελλοντικό καθεστώς της Κύπρου. Οι συνομιλίες κατέληξαν τελικά σε αδιέξοδο και στην απόφαση για εκτοπισμό του Αρχιεπισκόπου τον Μάρτιο του 1956. Η βρετανική απόφαση για εξορία του Αρχιεπισκόπου προκάλεσε ένταση στις σχέσεις Ελλάδας - Βρετανίας. Παράλληλα, η κλιμάκωση του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. οδήγησε στη σκλήρυνση της στάσης της Βρετανίας (αυτή την περίοδο έχουμε τις πρώτες εκτελέσεις αγωνιστών της Ε.Ο.Κ.Α.) χωρίς όμως να γίνει κατορθωτή η εξάρθρωση της Οργάνωσης.
Το 1956 οι Βρετανοί ανακοίνωσαν τον διορισμό του επιφανούς νομικού λόρδου Radcliffe με αποστολή την εκπόνηση συντάγματος για την Κύπρο. Ωστόσο, σε περιφερειακό επίπεδο, η κρίση του Σουέζ, που κορυφώθηκε με την αποτυχημένη σύμπραξη Βρετανίας και Γαλλίας στην Αίγυπτο, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη σημασία της Τουρκίας για τους Βρετανούς. Πράγματι, η βρετανική υποστήριξη προς την Τουρκία αυξανόταν όσο η τελευταία παρέμενε η μόνη σταθερή και αξιόπιστη σύμμαχος της Βρετανίας στη Μέση Ανατολή, μακριά από την επιρροή του Νασερισμού. Το Λονδίνο επομένως επέλεξε να μη δυσαρεστήσει την Άγκυρα. Τον Δεκέμβριο του 1956 παρουσιάστηκαν στο βρετανικό κοινοβούλιο οι προτάσεις Radcliffe, η πιο ολοκληρωμένη συνταγματική φόρμουλα, όπως σημειώνεται στη σχετική βιβλιογραφία, που παρουσιάστηκε από τους Βρετανούς κατά τη δεκαετία του 1950. Ωστόσο, οι προτάσεις υπονομεύθηκαν από την επίσημη δήλωση του Βρετανού υπουργού Αποικιών Lennox-Boyd που τις συνόδευε, σύμφωνα με την οποία θα δινόταν χωριστό δικαίωμα αυτοδιάθεσης σε Έλληνες και Τούρκους της Κύπρου (δήλωση διπλής αυτοδιάθεσης). Η δήλωση δημιούργησε κεκτημένα για την Τουρκία και έδωσε χώρο για δυναμική προβολή των αξιώσεών της για διχοτόμηση.

Η επιστροφή Μακαρίου

Τον Μάρτιο του 1957, οι Βρετανοί απελευθέρωσαν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο αν και δεν του επέτρεψαν να επιστρέψει στην Κύπρο. Έτσι, ο Αρχιεπίσκοπος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου δραστηριοποιήθηκε σε συντονισμό με την ελληνική κυβέρνηση για το Κυπριακό Ζήτημα. Είχε προηγηθεί η άνοδος του Harold Macmillan στη βρετανική πρωθυπουργία στις αρχές του χρόνου, γεγονός που σηματοδότησε και μια αλλαγή στις επιδιώξεις του Λονδίνου. Πράγματι, η Βρετανία τώρα θεωρούσε ότι δεν είχε πια ανάγκη την κυριαρχία ολόκληρης της Κύπρου, αλλά αντίθετα θα μπορούσε να αρκεστεί σε βάσεις στο νησί. Βέβαια, αυτή η απόφαση δεν μετρίασε την επιθυμία της Βρετανίας για διατήρηση της επιρροής της στη Μέση Ανατολή, ούτε μείωσε την εξάρτησή της από την Τουρκία η οποία επιδίωκε ανοικτά πια τη διχοτόμηση.

Περί τα τέλη της χρονιάς ανέλαβε καθήκοντα στο νησί ο νέος κυβερνήτης Sir Hugh Foot, ο οποίος προσπάθησε να εκπονήσει νέο συνταγματικό σχέδιο για την Κύπρο, πρωτοβουλία την οποία η Τουρκία αρνήθηκε να συζητήσει. Ακολούθησε τον Ιανουάριο του 1958 η εξέγερση των Τούρκων Κυπρίων, γεγονός που προκάλεσε σημαντική ανησυχία στο Λονδίνο και επηρέασε ακόμη περισσότερο τη βρετανική πολιτική, όπως φάνηκε στην επόμενη βρετανική διπλωματική πρωτοβουλία. Πράγματι, το σχέδιο Μακμίλλαν, που προτάθηκε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, προνοούσε ανάμεσα σε άλλα, τη διατήρηση του βρετανικού καθεστώτος για περίοδο επτά ετών, καθώς επίσης συνεταιρισμό Ελλάδας και Τουρκίας στη διοίκηση του τόπου. Ήταν σχέδιο ιδιαίτερα πολύπλοκο το οποίο απορρίφθηκε αμέσως από την Ελλάδα και τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο καθώς η εφαρμογή του θα οδηγούσε το νησί σε διχοτόμηση. Το σχέδιο, ωστόσο, μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή με τη συνεργασία της Άγκυρας και των Τουρκοκυπρίων μόνο. Έτσι, η αποδοχή του σχεδίου και η μονομερής εφαρμογή του από την Τουρκία άσκησε ιδιαίτερη πίεση στην Αθήνα. Είχε στο μεταξύ προηγηθεί η έναρξη των διακοινοτικών ταραχών στο νησί, οι οποίες περιέπλεξαν την κατάσταση ακόμη περισσότερο. Οι Βρετανοί φάνηκαν απρόθυμοι να στραφούν κατά των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι ευθύνονταν για τις ταραχές, φοβούμενοι πιθανές συνέπειες στην πολιτική της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή.

Τα νέα δεδομένα φαίνεται ότι οδήγησαν τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο να δηλώσει στη Βρετανίδα βουλευτή του Εργατικού κόμματος Barbara Castle, ότι θα αποδεχόταν λύση δεσμευμένης ανεξαρτησίας. Στις αρχές Δεκεμβρίου 1958 μία νέα προσφυγή της Ελλάδας στον Ο.Η.Ε. για την Κύπρο, ζητώντας τώρα ανεξαρτησία, απέτυχε. Όμως αυτή την κρίσιμη στιγμή για άλλους λόγους, η Τουρκία, άλλαξε στάση και αναζήτησε μία προσέγγιση με την Ελλάδα στο Κυπριακό. Παρά την αναβαθμισμένη θέση της στη Μέση Ανατολή, η Άγκυρα είχε να αντιμετωπίσει–ανάμεσα σε άλλα– την κατάρρευση του ιρακινού καθεστώτος το καλοκαίρι του 1958, του μοναδικού της εταίρου στην περιοχή και την επείγουσα ανάγκη εξεύρεσης τοπικών συμμάχων. Έτσι, στη Νέα Υόρκη, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Φατίν Ζορλού, προσέγγισε τον Έλληνα ομόλογό του Ευάγγελο Αβέρωφ για έναρξη διμερών διαπραγματεύσεων, οι οποίες οδήγησαν στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1959. Με την ανακήρυξη της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας η Κύπρος μπήκε σε μια νέα φάση της ιστορίας της.


*Η κα Αναστασία Γιάγκου (PhD, University of London) είναι ιστορικός. Υπηρετεί στη Μέση Εκπαίδευση ως φιλόλογος.

Γενικά: Τελευταία Ενημέρωση