
Δύο πόρτες πιο πέρα από την δική μου η δική της πόρτα. Κρυμμένη μέσα σε μεγάλα φυτά, από κείνα που τα ονοματίζουμε “υπομονή” λες και είναι ταγμένα να φυτρώνουν όπου κατοικούν υπάρξεις που υπομένουν. Τα γατιά της δεκάδες. Άλλα μικρά, άλλα γέρικα, άλλα πολύχρωμα, άλλα μαυρόασπρα. Περιφέρονται έξω από την πόρτα σαν φύλακες ενός καλά κρυμμένου μυστικού η αποκάλυψη του οποίου είναι από κείνες που μετατοπίζουν τα όρια των αμφιλεγόμενων βεβαιοτήτων μας. Περπατώ προς το μέρος της με την πλάτη γυρισμένη στη θέα του γυάλινου πύργου. Προτιμώ να απλώνω το βλέμμα μου στην πανήψυλη φοινικιά που στέκεται στο βάθος του δρόμου μάρτυρας ανομολόγητων ιστοριών του ταπεινού παρελθόντος παρά στην γυαλιστερή μας πρόοδο.
Από το σπίτι μου και λίγο πιο πέρα, η πραγματικότητα αποκτά, έτσι κι’αλλιώς πολλαπλά στρώματα και η εντοπιότητα δραπετεύει από τον δοσμένο της ορισμό φανερώνοντας αυτό που πραγματικά είναι: Μια δύναμη ταγμένη να αγγίζει το βαθύτερο πυρήνα μας. Εκείνη εμφανίζεται πίσω από τις “υπομονές”. Είναι απροσδιορίστου ηλικίας, σχετικά νέα και την ίδια ώρα παμπάλαια. Όπως κάθε πλάσμα που σηματοδοτεί τους λάθος δρόμους που διανύσαμε και μας άφησαν λιγότερους. Κρατάει ένα μεγάλο σακκούλι με γατίσια τροφή και την μοιράζει σε δόσεις σε ένα σωρό πολύχρωμα πλαστικά πιάτα τοποθετημένα στο πεζοδρόμιο σαν απομεινάρια παιδικού πάρτι γενεθλίων που ματαιώθηκε βίαια. “Γειά σου παλλικάρι μου” την ακούω να φωνάζει σε ένα αφρικανό που έρχεται από απέναντι ντυμένος στα πορτοκαλιά. Διερωτώμαι άν εκείνος κατάλαβε τι του είπε, από την άλλη οι αδέσποτες ψυχές συνεννοούνται σε δική τους γλώσσα και είναι το διασταύρωμα των βλέμματων τους που σχηματίζει το περίγραμμα της λιγοψυχούσας ανθρωπότητας.
Τα γατιά μαζεύονται γύρω από τα παχουλά ασπρουλιάρικα της πόδια, οι ουρές τους της χαιδεύουν τα γόνατα, εκείνη σκύβει και αφήνει την τροφή να πέφτει πάνω τους σαν ευλογημένη βροχή. “Αγάπες μου” τα αποκαλεί και τα χαιδεύει ένα-ένα με μια επιβράνδυση που καταργεί ως μάταιη την βιασύνη του “φυσιολογικού” κόσμου. Τα μαλλιά της κοντά, στο λαιμό της ένα τεράστιο κουβάρι λες και κατάπιε μια μπάλα, οι γιατροί θα την έκλειναν αμέσως σε ένα δωμάτιο κλινικής για εξετάσεις και οι περαστικές μαμάδες θα τραβούσαν τα παιδάκια τους μακριά από την φοβιστική θέα του “τερατόμορφου”. Η ύπαρξη της ωστόσο δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια χειροπιαστή απόδειξη εκείνου που λέει ο Κορτάσαρ: “Ένα γνέψιμο για να διασχίσουμε το πέρασμα από μια πραγματικότητα σε μια άλλη, πιο ευρύτερη και πιο απαιτητική σε ψυχικά και νοητικά ανοίγματα”. Κάθε απόγευμα με την πλάτη μου γυρισμένη στο πύργο και το βλέμμα απευθείας στην πανήψηλη φοινικιά, την βλέπω να ταίζει τα γατιά και να μοιράζει χαμόγελα στους αδέσποτους περαστικούς, αφρικανοί μετανάστες οι περισσότεροι. Ζει με ένα επίδομα, δεν ξέρω πόσα αλλά σίγουρα δεν είναι πολλά και μ’αυτό αγοράζει δύο-τρία μεγάλα σακούλια γατίσια τροφή και τα κουβαλά τα πρωινά κουτσαίνοντας με ένα καρότσι που τρίζει πάνω στην άσφαλτο σαν λεπίδα. Ίσως και κείνη να τρέφεται από αυτή την τροφή, σκέφτομαι, ίσως μέσα στο σπίτι της να βλαστάνε υπομονές από τους τοίχους και τα έπιπλα, ίσως οι γάτοι να κοιμούνται μαζί της πάνω σε ένα κρεβάτι που από κάτω έχει φυλαγμένα τα πλαστικά πιάτα όλων των ματαιωμένων παιδικών γενεθλίων του πλανήτη… Ποιός έχει απάντηση σ’αυτά; Λίγο πριν πλησιάσω την πόρτα της, αντιλαμβάνεται την παρουσία μου, σταματά αμέσως ό,τι κάνει, και μου λέει φωναχτά: “Θέλω να γράψεις κάτι, εσύ που ξέρεις να γράφεις όμορφα”. Τα γατιά γυρίζουν προς το μέρος μου λες και υποστηρίζουν το επείγον της έκκλησης της. Εκείνη συνεχίζει: “Να γράψεις κάτι για τους μοναχικούς ανθρώπους. Σεβαστείτε τους μοναχικούς ανθρώπους, αυτό να γράψεις. Και να το γράψεις με κεφαλαία”. Της υπόσχομαι πως θα το γράψω. Και το γράφω. Με κεφαλαία. Αδύναμη ωστόσο να προβλέψω κατα πόσο θα βρει πρόσφορο έδαφος για να ανθίσει.