
Περπατούσα σε ένα από τα στενά της παλιάς πόλης αφημένη στην μουντάδα του καιρού όταν εντόπισα το μαγαζί της. Κοντοστάθηκα αμέσως στην βιτρίνα του και η αποχαυνωμένη περιέργεια μου τεντώθηκε αντανακλαστικά, όπως συμβαίνει όταν ταξιδεύω σε ανοίκεια μέρη υποψιασμένη πως μια έκπληξη με περιμένει στην γωνιά. Δεν ξέρω αν ήταν οι κιτσάτες φωτογραφίες που ήταν κολλημένες στο τζάμι του ή τα αναρριχητικά που τις μισοσκέπαζαν, ίσως να ήταν και η αύρα του παλιομοδίτικου αυθορμητισμού που ανάδυε ο συνδυασμός των δύο που με έκαναν να ανοίξω χωρίς δεύτερη σκέψη την πόρτα και να μπω μέσα. Είχα πλήρη επίγνωση πως με αυτή μου την κίνηση δραπέτευα από το συνήθες και προσγειωνόμουν με αδημονία στην εξαίρεση, πράγμα που ανέκαθεν λειτουργούσε πάνω μου σαν βάλσαμο. Εκείνη καθόταν πίσω από ένα μικρό γραφείο. Φορούσε ένα λουλουδάτο φόρεμα και είχε τα χείλη της βαμμένα με έντονο κόκκινο κραγιόν. Όμορφο πρόσωπο, μακριά μαύρα μαλλιά πιασμένα σε κοτσίδα, έξυπνο βλέμμα. “Καλώς την” μου είπε σε σπασμένα ελληνικά και προτού καθίσω απέναντι της σκάναρα γρήγορα το χώρο. Αριστερά καρέκλες κομμωτηρίου και μεγάλοι καθρέφτες, στο βάθος ράφια με ένα σωρό βαφές μαλλιών και εκατοντάδες ανάκατα μανό και στα δεξιά ένας υπολογιστής που έπαιζε ασιάτικα τραγούδια στο youtube. “Μαλλιά η νύχια” με ρώτησε, αυτή την φορά στα αγγλικά, το δεύτερο απάντησα και τοποθέτησε την παλάμη μου πάνω σε ένα μικρό μαξιλαράκι.
Με λένε Λία, είπε, της είπα το δικό μου όνομα και έμοιαζε αυτή η σύσταση σαν υπογραφή μιας άτυπης συμφωνίας, πως η συνύπαρξη μας θα είχε αυστηρά γυναικείο περιεχόμενο. Συγνώμη που είναι όλα ακατάστατα, απολογήθηκε, κανένα πρόβλημα, είπα και αυτή ήταν η αλήθεια πως έβρισκα αυτή την ακαταστασία καταπραυντική, πολύ πιο αυθεντική από την όποια τακτοποίηση. “Τα νύχια μου είναι κοντά”, περιορίστηκα να πω, δεν πειράζει είπε, “διάλεξε ένα χρώμα και θα στα κάνω όμορφα”, προτίμησα ένα ανοιχτό μώβ. Την ρώτησα από πού είναι, Βιετνάμ, απάντησε, ενθουσιάστηκα, θέλω πολύ να πάω, “να πας είναι πολύ ωραία” είπε με μια υπόκωφη νοσταλγία. Ζει στην Κύπρο είκοσι χρόνια τώρα, Λία δεν είναι το αληθινό της όνομα, “το αληθινό είναι πολύ δύσκολο να το προφέρει κανείς” εξήγησε και για να μου το αποδείξει το συλλάβισε αργά και φωναχτά. Μετά πήρε μια μεγάλη λίμα και άρχισε να ρινίζει τα νύχια μου, ο υπολογιστής άλλαζε τραγούδια και από το κινητό της που ήταν συντονισμένο στο τικ-τοκ ακούγονταν διάφορες συζητήσεις. Ένα μπέρδεμα ήχων από άγνωστες λέξεις που ταίριαζε πλήρως στην υπόλοιπη ακαταστασία του χώρου αλλά και στην ενεργοποιημένη μου περιέργεια. Μένει σε ένα διαμέρισμα στον πάνω όροφο, είπε, είναι παντρεμένη με Κύπριο, “καλός άνθρωπος αλλά ξέρεις τώρα πώς είναι οι άντρες", γελάσε, “το χωριό του είναι στα βουνά”, της αρέσει το χωριό του, έχει περισσότερο πράσινο, μοιάζει κάπως με το δικό της χωριό στο Χανόι, “το Χανόι αποτελείται από πολλά χωριά” είπε “που το καθένα έχει το δικό του φαγητό, δεν είναι όπως εδώ που όπου κι’αν πάς τρώς τα ίδια, σούβλες και μακαρόνια του φούρνου”. Γελάσαμε ξανά, σαν προσυνεννοημένες φιλενάδες και ύστερα πήρε το μανό και έριξε μώβ σταγόνες στο κάθε νυχί σιγοτραγουδώντας. Έχεις πολύ ωραία φωνή της είπα και το εννοούσα, με ευχαρίστησε και κούνησε το κεφάλι της πέρα-δώθε, λες και μόλις αποκαλύψθηκε ένα κρυφό και απραγματοποίητο της όνειρο. Πόσο καιρό έχεις να πας στο Βιετνάμ, ρώτησα, πάει κάθε χρόνο, έχει εκεί δύο παιδιά, μια κόρη που σπουδάζει και μιλάει εφτά γλώσσες, εφτά απόρησα, ναί επανέλαβε με περηφάνια. Έχει και ένα γιό τριάντα χρονών που δουλευέι, “στο Βιετνάμ από μικρά παιδιά δουλεύουν” είπε, “δεν είναι όπως εδώ που όλο μάμα δώσε μου εκείνο, μάμα το άλλο”, ειρωνεύτηκε στα κυπριακά. Και ύστερα μου υπόδειξε να βάλω την παλάμη μου σε ένα μηχάνημα που στεγνώνει το βερνίκι, υπακούσα και κείνη αρχίσε να μου αφηγείται ιστορίες από το καιρό που πρωτοήρθε, δούλεψε σε διάφορα κομμωτήρια, είπε, δεν ήτανε όμως πάντα καλοί μαζί της, δεν μπήκε σε λεπτομέρειες, προτίμησε στα πολλά να αλλάξει κουβέντα. “Αν σου αρέσει η βιετναμέζικη κουζίνα να πας σε ένα εστιατόριο δύο στενά πιο κάτω” μου σύστησε, να παραγγείλω νούτλς, είπε, θα μου εξηγούσε επακριβώς πού να το βρω, κάποια πράγματα μου είναι πιο ξένα από ό,τι σε κείνη, σκέφτηκα. Τα νύχια στέγνωσαν και τους πέρασε ένα στρώμα διάφανου γυαλιστικού, θες να γυρίσεις πίσω στο Χανόι, την ρώτησα, βέβαια θέλει, δύσκολα όμως βρίσκεις δουλειά εκεί όταν είσαι πάνω από πενήντα, μου εξήγησε, θα μείνει να μαζέψει λίγα ακόμα χρήματα και κάποια μέρα θα επιστρέψει. Προς το παρών θα χαρεί είπε να ξαναπάω στο μαγαζί της έστω και για ένα καφέ της το υποσχέθηκα, ίσως είναι ο μόνος τρόπος που μας απέμεινε για να ενοποιήσουμε τα θραύσματα αυτού του κόσμου σκέφτηκα και την ευχαρίστησα για τα όμορφα μωβ μου νύχια.