Νέα άφιξη στην στέγη. Μια γυναίκα 85 περίπου χρονών. Ρωτώ το όνομα της. Δεν ακούει μου λέει η Φ. Πρέπει να πας πιο κοντά της. Πάω πιο κοντά της. Είναι δεμένη στην μέση με μια ζώνη πάνω στην καρέκλα. Φεύγει μου εξηγεί η Κ που διακόπτει τις ψαλμωδίες για να με ενημερώσει για το λόγο του δεσίματος. Έχει άνοια εξηγεί η φροντίστρια, προχωρημένης μορφής, κάποιες φορές γίνεται επιθετική, σε χτυπάει στα χέρια και στο πρόσωπο. Φοράει μαύρα, της λείπουν σχεδόν όλα τα δόντια, τα μάτια της θολά, λευκά μαλλιά συγυρισμένα, βλέμμα που μοιάζει να εκλιπαρεί. Συνήθως μουγκρίζει μου λέει η Φ, τί εννοείς απορώ, κάνει ένα περίεργο θόρυβο σαν ροχαλητό, τις προάλλες φέρανε ένα γιατρό, της έδωσε φάρμακα, δεν ξέρω τί είναι αυτό το μουγκρητό. Πράγματι σε πολύ λίγο ακούγεται ένας ήχος μυστήριος λες και μέσα της κατοικεί αλυσοδεμένο ένα λιοντάρι. Στην τηλεόραση παίζει ένα πρωινάδικο, χασκογελούν κάποιοι χαριτωμένοι λέγοντας την μια βλακεία μετά την άλλη, η Φ βαριέται να τους ακούει, το ίδιο και οι υπόλοιπες γι’αυτό την έχουνε σιγανά την φωνή, προτιμάς το μουγκρητό, ρωτώ την Φ, καλύτερα παρά τις βλακείες μου λέει και βάζει τελεία.
Η νέα άφιξη παιδεύεται με την ζώνη, όπως ένα πουλί που πιάστηκε στα ξώβεργα, ρωτά την διπλανή της γιατί δεν ανοίγει, η διπλανή της είναι η Ε που επίσης έχει άνοια και συνήθως δεν μιλά καθόλου αλλά κοιτάζει τριγύρω λες και απορροφά πληροφορίες από ένα κόσμο που δεν είναι ορατός στους υπόλοιπους, της λέει να κάνει υπομονή. Εκπλήσσομαι που ανταποκρίνεται, ένας διάλογος εξελίσσεται μεταξύ τους σαν συννενόηση υπερβατική, “πρέπει να σηκωθώ γιατί όπου νάναι νυχτώνει” της λέει η καινούργια, “δεν είναι καν μεσημέρι” πετάγεται η Κ που διακόπτει ξανά τις ψαλμωδίες για να βάλει τα πράγματα στην θέση τους, “φέρτε μου σας παρακαλώ ένα ψαλίδι ή ένα μαχαίρι να κόψω την ζώνη”, εκλιπαρεί η νέα άφιξη, “κάνε υπομονή” της ξαναλέει η Ε και η φράση της ειπώμενή εδω μέσα ακούγεται σχεδόν σαν προσευχή. Τις παρακολουθώ με την άκρη του ματιού μου ενώ η Φ μου μιλάει και μου λέει πως θέλει να διαλέξουμε τις ζωγραφιές που θα κολλήσουμε στον τοίχο του δωματίου της για να γίνει πιο όμορφο, η προσοχή μου όμως είναι ολότελα δοσμένη στην δεμένη γυναίκα, η απελπισία της με καθηλώνει, όλη της η ύπαρξη περικλείεται μέσα σε κείνη την ζώνη σαν άκαμπτη αλήθεια. Μου γνέφει να πάω κοντά της, “έλα κόρη μου σε παρακαλώ”, σηκώνομαι δειλά από την καρέκλα και την πλησιάζω, “βοήθα με", παριστάνω πως δοκιμάζω, πως δυσκολεύομαι, πως χρειάζεται να έρθει η φροντίστρια που ξέρει καλύτερα, δεν ξέρω πως αλλιώς να το χειριστώ, δεν γίνεται να μην υπάρχει κάποια μέθοδος αντιμετώπισης σκέφτομαι, ψάχνω την υπεύθυνη να την ρωτήσω και μέχρι να την εντοπίσω με πιάνει ένα τρέμουλο εσωτερικό, λες και όλες οι αυταπάτες του έξω κόσμου αποφάσισαν να δονηθούν μέσα μου. Μερικά λεπτά μετά εμφανίζεται η φροντίστρια, λέει πως δοκιμάσανε τα πάντα, λέει πως δεν υπάρχει κάτι άλλο να γίνει, δεν ξέρω τί μπορεί αυτό να σημαίνει, η γυναίκα βασανίζεται της λέω, το ξέρω δεν το ξέρω, μου απαντά με δηκτικό ύφος λες και η παρέμβαση μου ήταν εξαρχής περιττή. “Πρέπει να πάω να σάσω το κρεβάτι μου κόρη μου”, επιμένει εκείνη μέσα από το μουγκρητό της, “φέρτε μου ένα ψαλίδι”, ικετεύει, σάλια τρέχουν από το στόμα της, τα μάτια της υγραίνονται, “νυχτώνει”, λέει και είναι λες και η ψυχή της αδυνατεί να πάρει ανάσα. Οι ψαλμωδίες συνεχίζονται, η Κ βάζει το σταυρό της, η φροντίστρια αποχωρεί για να φέρει το μεσημεριανό, η Ε μου κάνει νόημα να βοηθήσω την γυναίκα, η γυναίκα παιδεύεται ακόμα με την ζώνη σε μια αφόρητη επαναληπτικότητα και η Φ που παραμένει ανέμελη στον κόσμο της μου προτείνει να πάμε βόλτα στην πίσω αυλή. Αρπάζομαι από την ιδέα της όπως τον ναυαγό, βγαίνουμε μαζί έξω, το μουγκρητό ωστόσο ακούγεται μέχρι εδώ, το λιοντάρι βρυχάται αβοήθητο, δεν ξέρω τι να πω, δεν ξέρω τι να κάνω.




























