ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Για την Αλεξία

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Να σε πάρω από το χέρι και να πάμε μια βόλτα μέχρι την θάλασσα. Να γεμίσουν τα πνευμόνια μας οξυγόνο και κύμα και αλμύρα. Τέτοια ήθελες. Τέτοια θάθελα και γω να κάναμε τώρα και όχι να γράφω αυτό το κείμενο. Όπως ήταν η τελευταία μας βόλτα που καθίσαμε σε ένα τραπέζι πλάι στην θάλασσα, αργά το απόγευμα με τον ήλιο στα καλύτερα του και ένα ελαφρύ αεράκι μας χαίδευε τα βλέφαρα. Και έλεγες κάθε τόσο “ευτυχώς που ήρθαμε” γιατί είχες καιρό να μυριστείς την θάλασσα και σούλειψε η μυρωδιά της και δεν ήσουνα από τους ανθρώπους που άφηνες εύκολα να σου λείψουνε πράγματα που αγαπούσες, τα κυνηγούσες ξωπίσω μην τολμήσουνε και ξεστρατίσουνε από το βλέμμα σου. Τίποτα λιγότερο από ανοιχτοσύνη, να τεντώνεσαι μέσα της σαν νωχελική γάτα και να γουργουρίζεις από αγαλλιάση, αυτά είναι, έλεγες, τί άλλο παρά να κάνεις ό,τι λέει ο ποιητής, νάχεις δηλαδή την ψυχή σου στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη. Από κει μιλάει ο κόσμος.

Παραγγείλαμε παγωμένες μπύρες και ήπιαμε στην υγεία, μούκλεισες το μάτι, συννενοηθήκαμε, “θα τα καταφέρω κι’αυτή την φορά” είπες, ήμουνα σίγουρη πως θα τα κατάφερνες, όπως και στις προηγούμενες, με μια δύναμη ανεξάντλητη που έβρισκες πάντα τρόπο να την ξετρυπώνεις, να την ανασύρεις από τα έγκατα της φτιαξιάς σου και να την αφήνεις να αναβλύζει σαν αστείρευτη πηγή, ίσως γιατί έτσι έμαθες να αγαπάς την ζωή, όπως της αξίζει, λεβέντικα, με το στήθος διάπλατο στον ουρανό και τα χέρια απλωμένα στους ανέμους. Κι’αυτή την παθιασμένη ελευθερία την είχες συνώνυμο της αξιοπρέπειας. Αυτός ήταν ο τρόπος σου να αντιπαρέρχεσαι τις αντιξοότητες και να εξαυλώνεις τους δράκους σου: Μεταπλάθοντας τα τραύματα σε παράθυρα με θέα τις πεδιάδες του ψυχισμού του ανθρώπου και ιδιαίτερα εκείνου που είναι διαθετειμένου να φτάσει μέχρι την άκρη του μυστικού. Δεν θυμάμαι όλα όσα λέγαμε εκείνο το μπλε απόγευμα που ύστερα έγινε βράδυ με φεγγάρι και μας φανέρωσε άπειρα αστέρια που τα μπερδεύαμε με τα φωτάκια των αεροπλάνων και γελούσαμε. Θυμάμαι ωστόσο πως το φεγγάρι ήτανε μια λεπτή φέτα, ίσαμε που φαινόταν, ακόμα όμως και έτσι ήτανε τόσο όμορφο που σε κάθε κουβέντα μας βρίσκαμε κουκούτσια ευγνομωσύνης και τα καταπίναμε αμάσητα σαν ελιξίριο. Κάποια στιγμή έβγαλες το σάλι και το κρέμασες στην ράχη της καρέκλας, χαίδεψες το γυμνό σου κεφάλι όπως ένα πληγωμένο κατοικίδιο και μου έδειξες τις ραφές σου δεξιά και αριστερά όπως δείχνει κανείς τα καινούργια του στολίδια, σου είπα ευχαριστώ για το πολύτιμο μοίρασμα, από την καρδιά ώς την καρδιά, αυτές οι διαδρομές άλλωστε σε ενδιέφεραν και δεν σέ έγνοιαζε που συνήθως ήτανε χωματόδρομοι, ακόμα και ξυπόλητη θα τους περπατούσες, αρκεί να τόλεγε η ψυχή σου, η μοναδική σου πυξίδα. Κάποια στιγμή δεν άντεξα και σε ρώτησα πού βρίσκεις όλη αυτή την δύναμη, γιατί ναι μεν δυνατή αλλά η αντοχή σου είχε πια φτάσει σε σημεία υπερβατικά, που δεν ξηγιούνται εύκολα, που δύσκολα περιγράφονται, που βγαίνουνε “από την τροχιά τους για να λάμψουνε ένα άλλο νόημα”. Χαμογέλασες, με κοίταξες κατάματα και δεν μίλησες, κούνησες μόνο το κεφάλι όπως κουνιέται το κλαδί από ένα αδιόρατο αεράκι και ύστερα μούδωσες την απάντηση σου ψυθιριστά όπως αρμόζει στο μυστήριο της ζωής και στην σοφία του ανθρώπου που πιστεύει σ’αυτό που μας υπερβαίνει. Γυρίσαμε πίσω βράδυ, είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, δεν βάλαμε μουσική στην διαδρομή, αφεθήκαμε στους ήχους της νύχτας και του αιώνιου παρόντος, μέχρι που φτάσαμε σπίτι σου. Ο Λίο σε περίμενε στην σιδερένια πόρτα της αυλής, η Μπέλα πιο πίσω στα σκαλιά κουνούσε την ουρά της μανιακά, οι φύλακες άγγελοι μου, είπες και με καληνύχτισες.

Σου έδωσα υπόσχεση πως θα επαναλαμβάναμε την εκδρομή σύντομα όταν θα γυρνούσε η φίλη μας από το εξωτερικό. Δεν το κάναμε. Έφυγες μια νύχτα πριν την πανσέληνο. Πέταξες για να γίνεις η φέτα που της έλειπε. Σούλειψε τόσο να την νιώσεις ολάκερη, σαν χουφτιά από καθαρό νερό.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση

X