ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Ήσυχες μέρες του Αυγούστου

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Mυρωδιά σύκου, τζίτζικια μερακλωμένα, βαριεστημένα κύμματα και ασάλευτα στάχυα, αυτό πάει να πει αύγουστος στα μέρη μας, μαζί κι’άλλα πολλά, όπως φρεσκοκομμένο καρπούζι, αλμυρός ιδρώτας και ένα παλιό καφενείο κάπου σε ένα χωριό ταγμένο να μας επανατοποθετεί στην πρώτη μας ύλη. Εδώ κάθομαι τώρα, σ΄ ένα από αυτά τα καφενεία, είμαι στην Σαλαμιού και είναι νωρίς το απόγευμα, το χωριό ακόμα κοιμάται, ελάχιστοι ξύπνιοι παίζουν τάβλι, νεαροί οι περισσότεροι, με χτυπημένα τατουάζ στα μπράτσα και στους αστραγάλους και χρωματιστά μαλλιά. Ενα-δύο ηλικιωμένοι κάθονται μαζί τους και παρακολουθούν τις ζαριές, ο ένας έχει μεγάλο λευκό μουστάκι σαν ήρωας ξεχασμένης επανάστασης, φοράει μαύρη αμάνικη και διηγείται ιστορίες φωναχτά, ο άλλος πιο ήσυχος, κρατιέται από το μπαστούνι του και στο πρόσωπο του φορεί ένα τρεμάμενο χαμόγελο, λες και το ανέσυρε με κόπο από ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Η ξαφνική κίνηση στο χωριό λόγω του φεστιβάλ- είναι το Animafest- τους έδωσε τόση χαρά ώστε ανέβαλαν τον μεσημεριανό τους ύπνο για να ραντίσουν τα ρυτιδιασμένα τους πρόσωπα με την δροσεράδα των νιάτων που περιφέρεται ακαταστάλαχτη στα στενοσόκακκα και κάνει την κάθε πέτρα και πλιθάρι να αναπνέει στο παρόν.

Οι περισσότεροι νεαροί έχουν στήσει τα αντίσκηνα τους στο κατασκηνωτικό χώρο δηλαδή κοιμούνται και ξυπνούν κάτω από τις συκομουριές και τη βροχή από τις περσίδες που σημαίνει πως αντιλαμβάνονται τον ουρανό στις απροσμέτρητες του διαστάσεις, πράγμα που ενστικτωδώς τους απομακρύνει από τις οθόνες των κινητών κι’αυτό από μόνο του είναι λόγος σοβαρός για να πιστέψουν στους αγγέλους. Τα μεσημέρια αράζουν στο καφενείο, τα βράδια παρακολουθούν ταινίες animation σε μια οθονη στημένη μέσα στην φύση, γύρω-γύρω βουνά, πεύκα, ελιές, συκιές και από πάνω ένα ολόγιομο φεγγάρι, αυτή είναι μια άλλη ζωή που τους ανήκει μόνο που δεν τους το έχει πει κανείς, παρά μόνο ίσως αυτοί οι ηλικιωμένοι που τώρα θυσιάζουν το μεσημεριανό τους ύπνο για να τους διηγηθούν ιστορίες που τις δικαιούνται. Διαλέγω ένα τραπέζι κάτω από την συκαμιά παραδίπλα από τους νεαρούς που παίζουν τάβλι και τον κύριο με το μεγάλο λευκό μουστάκι και παραγγέλνω καφέ σκέτο και μαχαλεπί. “Είναι το καλύτερο που έχεις φάει” μου λέει ο ιδιοκτήτης και η βεβαιότητα του με διασκεδάζει, θα πάρει λίγη ώρα όμως να ετοιμαστεί, το προηγούμενο που έφτιαξε από νωρίς το πρωί έχει ήδη εξαντληθεί, οι μικροί το έχουνε λατρέψει, λέει. Τον κόβω γύρω στα σαρανταπέντε, ίσως και λιγότερο, τα μαλλιά του αραιώσαν και με μπερδεύουν, του λέω να καθίσει στο τραπέζι μου μέχρι να παγώσει το μαχαλεπί μιας και δεν έχει ακόμα πολύ κόσμο, μ’αρέσουν οι αυγουστιάτικες κουβέντες στους ξεχασμένους καφενέδες και είναι μια παραδοχή με περισσότερο βάθος από ό,τι ενδεχομένως ακούγεται, φτάνει δηλαδή μέχρι το υπόστρωμα της φτιαξιάς μας. Τον λένε Αντρέα, Ελένη, χαίρω πολύ, με ρωτά πως τα πάμε με την ζέστη στην πόλη, άμα εδώ δεν κουνιέται φύλλο, λέει, εκεί δεν θα αντέχεται, έτσι όπως τα λες, τον επιβεβαιώνω, έχει ζήσει σε όλες τις πόλεις, δούλεψε και Λευκωσία και Λεμεσό και Πάφο, τώρα όμως επέστρεψε στο χωριό του και με το τώρα εννοεί ένα σωρό συνειδητοποιήσεις που τον έφεραν πίσω σε ένα επαναπροσδιορισμό του τί μετρά σαν σημαντικό και τί όχι. “Ξέρεις τί σημαίνει να σε ξυπνάνε τα πουλιά κάθε πρωί και να μπαίνει από το παράθυρο σου η μυρωδιά του σύκου”, με ρωτάει χωρίς να περιμένει απάντηση, “γιατί πρέπει να διανύσουμε μια ζωή γεμάτη από αχρείαστους θορύβους για να το εκτιμήσουμε αυτό;”, μονολογεί. Στην πόλη λέει τον ξυπνούσανε οι κόρνες και τα αυτοκίνητα και στο ρουθούνι του έφτανε μόνο καυσαέριο, εδώ αναπνέει καθαρό αέρα και μ’αυτό εννοεί πολύ περισσότερα, εννοεί να βρίσκεται ο άνθρωπος εκεί όπου κατορθώνει να αναγνωρίζει τον εαυτό του ώστε να τον εκφράζει με πληρότητα μέσα στο ελάχιστο. Μια κοπελίτσα μας διακόπτει, θέλει να πληρώσει για τους καφέδες και τα παγωτά, ο Αντρέας φεύγει για λίγο, ευκαιρία να δει αν είναι και το μαχαλεπί έτοιμο, λέει, και με αφήνει στην περισσυλογή μου. Τα χωριά μας είναι ό,τι πιο αυθεντικό μας έχει απομείνει, σκέφτομαι, μόνο που δεν αξιωθήκαμε να το αναγνωρίσουμε ώστε να βάλουμε τον τόνο στην σωστή συλλαβή και αφήσαμε τις ανορθογραφίες γύρω μας να αφθονούν. Ο Αντρέας επιστρέφει με το μαχαλεπί στο δίσκο, περιμένει να το γευτώ, οι νεαροί παραδίπλα συνεχίζουν να ρίχνουν ζαριές, “είναι όντως το καλύτερο που έχω φάει”, του λέω και στο ευχαριστημένο πρόσωπο του διακρίνω τον ψυχισμό μιας γνήσιας Κύπρου.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση