ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Μια τούρτα και ένας τάφος

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Γιόρτασα γενέθλια, πήγα σε κηδεία, έσβησα κεριά, άναψα κεριά, γέλασα δυνατά, έκλαψα σιωπηλά, τί σου είναι η ζωή, τί σου είναι ο θάνατος, διερωτήθηκα. Όλα σε μια βδομάδα συνέβηκαν. Θα μπορούσαν να συνέβαιναν και σε μια μέρα, έχει μήπως σημασία, ίσως δεν έχει, όσο όμως πιο συμπυκνωμένη μας φανερώνεται η παραδοξότητα της ύπαρξης μας τόσο πιο ακατανόητη γίνεται και επείγεται η πίστη σε μια υπερβατική αλήθεια. Πώς το λέει ο Πεσσόα; “Το μυστήριο της ζωής μας πληγώνει και μας τρομάζει με πολλούς τρόπους”. Έβλεπα εκείνο τον πατέρα στο κοιμητήριο, προσπαθούσε να ακουμπήσει την πλάτη του στο τοίχο, δεν τα κατάφερνε, ο πόνος έσπρωχνε τους ώμους προς τα κάτω, προς το χώμα, όσο πιο κοντά γίνεται στο φέρετρο και στην φωτογραφία της πάνω σ’αυτό, στην ζωή της που τέλειωσε τόσο νωρίς, στην ζωή του που δεν θάναι ποτέ πια όπως την ήξερε. Και η μάνα της παραδίπλα, ολότελα αφημένη στην απελπισία της, αδύνατο να κρατήσει το κεφάλι της σε όρθια θέση, τίποτα γύρω της δεν παρέμεινε σε όρθια θέση, το σύμπαν της αναποδογυρίστηκε και παρότι ο ήλιος επέμενε να της φωτίζει το πρόσωπο και ένα λευκό σύννεφο καθάριζε σαν σφουγγάρι τον ουρανό, τίποτα δεν μετρίαζε την πρωτόγνωρη μοναξιά που την λύγιζε.

 

Μεγάλη Τρίτη γιόρτασα τα γενέθλια μου, Μεγάλη Πέμπτη έκλαψα σε κηδεία, όλα στην εβδομάδα των παθών, οι καμπάνες χτυπούσανε πένθιμα και οι ψαλμωδίες ταξίδευαν σε σωματίδια στον άερα της γειτονιάς παρέα με τις μυρωδιές των λεμονανθών και των λεβάντων και των μύρων που κυλούσαν στις αυλακιές μέσα στα νερά της ξαφνικής καταιγίδας. Το επόμενο βράδυ των γενεθλίων μου που ήτανε και το προηγούμενο της κηδείας, με ξύπνησαν στο μέσο της νύχτας κεραυνοί. Ήτανε τόσο δυνατοί που νόμιζα πως η στέγη του σπιτιού θα με πλάκωνε από στιγμή σε στιγμή, χαμός έξω, έπεφτε πολλή βροχή, σβηστό το φεγγάρι, οργή Θεού, απόκοσμη οργή, έτσι την ένιωθα την νύχτα, τόσο που χώθηκα κάτω από το σεντόνι στην ίδια ακριβώς στάση όπως τότε που ήμουνα παιδί. Ο Χ. την ώρα των κεραυνών σηκώστηκε από το κρεβάτι και κατέβηκε στο σαλόνι, άναψε πρώτα ένα τσιγάρο και μετά άνοιξε το μικρό παραθυράκι της έξωπόρτας για να ακούσει τον ουρανό και να δει την καταιγίδα που χτυπούσε αλλύπητα την άσφαλτο.

 

Το επόμενο πρωί, λίγο πριν την κηδεία, μου είπε για την βροχή που ήτανε σαν ορμητικός ποταμός που βιαζόταν να ενωθεί με κάτι μεγαλύτερο από την στενοκοπιά της πραγματικότητας, κάτι τόσο μεγάλο όπως η θάλασσα ή όπως ένας εξαγνισμός. Τελικά αυτό είναι η ζωή μας, είπε, καθώς φεύγαμε από το σπίτι για να πάμε στην εκκλησιά, μια συνεχόμενη χαρμολύπη, ένα ανάμεικτο πικρόγλυκο κοκτέιλ που πότε μας ανατινάζει τα σωθικά και πότε μας τα χαιδεύει σαν μικρά κατοικίδια, σύμπλήρωσα. Το βράδυ το γενεθλίων μου σκόπευα να φορέσω ένα μαύρο φουστάνι, δεν το φόρεσα, το κράτησα ξέχωρα για την κηδεία, μια τόσο δα ανάσα χωρίζει την ζωή από το θάνατο, προτίμησα ένα ανοιχτόχρωμο φουστάνι να πέφτει ελαφρύ στα πνευμόνια μου, να αισθάνομαι ανάλαφρη την κάθε ανάσα που με κρατάει ακόμα εδώ και έτσι πήρα βαθειά εισπνοή και φύσηξα ένα-ένα τα κεράκια που τρεμόπαιζαν πάνω στην τούρτα και απαριθμούσαν τα χρόνια μου. Ήρθανε και φίλοι πολλοί, φίλοι που χαθήκαμε και που βρεθήκαμε ξανά για να γιορτάσουμε μαζί, να χορέψουμε τραγούδια που πάει καιρός να τα χορέψουμε παρέα και να πιούμε εις υγείαν όσων ζήσαμε αναγνωρίζοντας πια πως το να φτάσει κανείς στην μέση του καιρού δεν ήταν ποτέ-όπως εσφαλμένα νομίσαμε-δεδομένο.

Τα λουλούδια πάνω στο τάφο της ήταν όλα λευκά, τριαντάφυλλα, τουλίπες, χρυσάνθεμα, όλα λευκά όπως και το φουστάνι που της φόρεσαν και έμοιαζε με παραμυθένιο νυφικό. Σταθήκαμε σε κύκλο με το κεφάλι σκυφτό, φυσούσε ένας αέρας μυστήριος, ποτέ ζεστός και πότε κρύος, έμοιαζε να έρχεται από κάπου πολύ μακριά ή από κάπου πολύ παλιά, συνάμα μετέφερε ωστόσο και την βρώμα από τις γύρω φάρμες μέσα στα ρουθούνια μας. Ο ιερέας άρχισε να ψέλνει πάνω από το φέρετρο, δεν ακούγαμε τι έλεγε, το βέλασμα των αρνιών που τόφερνε κι’αυτό ο αέρας μέσα στο κοιμητήριο σαν συστημένο γράμμα, ακουγότανε πιο δυνατά, τα αρνιά ήτανε λες και ούρλιαζαν, διαισθάνονταν άραγε την επικείμενη θυσία τους, ποιος ξέρει, το μόνο σίγουρο ήταν πως η κραυγή τους την ώρα της ταφής ψυθύριζε κάτι το προαιώννιο. Αγκάλιασα τον Α. σφικτά, του είπα να κλάψει, να κλάψει πολύ, δεν είχα άλλη συμβουλή να του δώσω, αυτό κατάφερα να μάθω στα χρόνια που διένυσα και που τα γιόρτασα δύο μέρες πριν, να γελάς πολύ, να κλαίς πολύ, να αγαπάς πολύ. Και να μην βυθίζεσαι σ’αυτό που αποκαλεις πραγματικότητα. Δεν είναι εκεί το πραγματικό. Το πραγματικό είναι εδώ. Στην εβδομάδα των παθών. Στον τάφο με τα λευκά λουλούδια. Στα μύρα που κυλάνε στις αυλακιές. Γι’αυτό όσο κρατάει ακόμα η ανάσα μας υπάρχει σοβαρός λόγος γιορτής. Δεν μας χρειάζεται άλλος. Γιατί όπως λέει και η Ερνό “μια μέρα στις κουβέντες γύρω από ένα γιορτινό τραπέζι θα είμαστε απλώς ένα όνομα ολοένα και πιο πολύ δίχως πρόσωπο, μέχρι να εξαφανιστούμε στην αχανή ανωνυμία μιας μακρινής γενιάς”.


Υγ. Καλή Ανάσταση σε όλους μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
Πάσχα  | 
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση

Προορισμός σήμερα η Μεσαιωνική Αμμόχωστος, δεν έχω πάει ποτέ, νάσαι «τουρίστας» στον ίδιο σου τον τόπο είναι κάτι σαν ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Πώς είναι δυνατόν να δηλώνουμε συγκλονισμένοι και συνάμα να συνεχίζουμε να κάνουμε τις ίδιες ακριβώς κινήσεις που κάναμε ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Προλαβαίνει πια κανείς να ταξιδέψει μέσα στον εαυτό του διερωτώμαι, σαν τρενάκι φόβου καταντήσαμε τις ζωές μας που γυρίζει ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Μια πλατεία γεμάτη από ξέχωρες μοναξιές που περιφέρονται μέσα στο σκοτάδι ψάχνοντας εκείνο που έχει μέσα τους χαθεί
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Όχι δεν ξέρουμε να αναπνέουμε, έχουμε ξεχάσει πως, αναπνέουμε τόσο όσο για να υπάρχουμε, όσο για να μετακινούμαστε από το ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ