
Είναι γύρω στις δέκα το πρωί και πουθενά σκιά, ο ήλιος ζεματάει, χτυπάει με δύναμη στο μπετόν και επιστρέφει πίσω δρυμύτερος, μετανιώνω που δεν πήρα το ψάθινο καπέλο μου, το ξεχνάω μονίμως, ίσως από μια υποσυνείδητη αντίδραση στις απότομες μεταπτώσεις της θερμοκρασίας. Έχει κλείσει και το υπόλοιπο κομμάτι της Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο κόσμος ξεφυσά εγκλωβισμένος μέσα στο μποτιλιάρισμα χωρίς καμμία διέξοδο, είναι λες και κάποιος το κάνει επίτηδες, να δυσχαιρένει την καθημερινότητα του ανθρώπου και να την ασκημίζει μέρα με την μέρα παίζοντας θρασύστατα με τα όρια της ψυχικής του αντοχής. Στρίβω στην Ρηγαίνης, δεν κατευθύνομαι κάπου συγκεκριμένα, περπατώ παρατηρώντας γύρω μου σαν τουρίστας, πρόθεση μου είναι να δω τα ίδια αλλιώς, να εντοπίσω μια λεπτομέρεια που ίσως μου διέφυγε ή μπορεί κάτι καινούργιο να έχει προστεθεί, όπως και νάχει αυτό που επιδιώκω είναι να ακονίσω την παρατηρητικότητα μου προκειμένου να την κάνω ανθεκτική στις ψηλές θερμοκρασίες και κυρίως στις άνυδρες περιστάσεις που έπονται.
Προσπερνώ τα μπακάλικα με τα ασιατικά φαγητά που άνοιξαν ήδη και ραντίζουν το δρόμο με μυρωδιές ψαριών και καυτών μπαχαρικών και κοντοστέκομαι σε ένα ρολογάδικο που βρίσκεται ανάμεσα τους πεισμωμένο να αντέξει στις αλλαγές των καιρών. Το είδα ξανά χωρίς όμως να το περιεργαστώ όσο του άξιζε και παρότι τώρα έχει τα στόρια του κατεβασμένα τα εκατοντάδες ρολόγια που είναι απλωμένα μέσα στην βιτρίνα του το ένα πάνω στον άλλο σε διάφορα σχήματα και χρώματα, αντρικά και γυναικεία, του χεριού και της τζέπης, μου “φωνάζουν” να τα προσέξω και μ’αυτό εννοώ να αντιληφθώ την επιμονή τους να παραμείνουν ξεκούρδιστα και σε πλήρη απορρύθμιση με τις σύγχρονες διάρκειες. Τα κοιτάζω μόνο για μερικά λεπτά και μετά απομακρύνομαι ανήσυχη, κάτι μου έχουν διαταράξει οι σταματημένοι τους δείκτες με το οποίο είναι ακόμα πολύ πρωί για να αναμετρηθώ και έτσι προτιμώ να ανέβω τα σκαλιά προς την πλατεία Σολωμού και από κεί να κατεβώ στην πλατεία για ένα παγωμένο καφέ κάτω από κάποιο δέντρο. Στην καφετέρια ελάχιστος κόσμος, δύο ιδρωμένοι μεσήλικοι τουρίστες με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα που ρουφούν δροσερούς χυμούς και ψάχνουν τους διαδικτυακούς χάρτες, μια νεαρή Ιταλίδα που κάθεται στο βάθος και μιλά στο κινητό με τον φίλο της, ο οποίος εμφανίζεται στην οθόνη ημίγυμνος και ένα αλλο νεαρό ζευγάρι που μοιάζει νάχει τώρα γνωριστεί και γι’αυτό αφήνει σταγονίδια φλέρτ πάνω στα μεγάλα τζάμια πίσω από το οποία διαγράφεται η παλιά πόλη λαχανιασμένη.
Παραγγέλνω ένα παγωμένο καπουτσίνο και διερωτώμαι αν θα καθίσω μέσα να τον πιώ ή αν θα ψάξω έξω σκιά κάτω από κάποιο δέντρο, με ένα γρήγορο ωστόσο σκανάρισμα διαπιστώνω πως ακόμα και τα δέντρα αδυνατούν να διαρρήξουν την κάψα του ήλιου και έτσι παραμένω στην τεχνητή δροσιά της καφετέριας παρατηρώντας τους περαστικούς που διασχίζουν αυτό το καλοκαιριάτικο πρωινό σαν απαχαυνωμένες υπάρξεις ριγμένες σε ένα παρόν καταδικασμένο να μην πλάθει καμμία αφήγηση. Διερωτώμαι τί βλέπει ο καθένας γύρω του κι’αυτό το διερώτημα με φέρνει κοντύτερα στην συνειδητοποίηση πως η έννοια της πραγματικότητας είναι εξαιρετικά διαπερατή, διώχνω ωστόσο την σκέψη σαν ενοχλητικό έντομο, δεν έχω διάθεση να χαθώ μέσα σε συλλογισμούς, θέλω μόνο να παρατηρώ, να ακούω δηλαδή και να βλέπω από την θέση εκείνη που περιγράφει ο ποιητής, “έχοντας την ψυχή στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη” και ό,τι βγει.
Οι μεσήλικοι τουρίστες αγοράζουν δύο μικρά μπουκάλια νερού και φεύγουν προς το σταθμό των λεωφορείων, η νεαρή Ιταλίδα έχει από ώρας αποχωρήσει με το σακκίδιο στην πλάτη ενώ οι άλλοι δύο που φλερτάρουν παραμένουν σφηνωμένοι στις πολυθρόνες και στα υπονοούμενα.Τελειώνω τον καφέ μου και αφήνω ένα παγάκι στο στόμα μου παρηγοριά στην ιδέα πως μόλις ανοίξει η πόρτα θα επιστρέψω στην τσιμεντένια ζέστη. Φορώ βιαστικά τα γυαλιά ηλίου και προτού κατευθυνθώ προς τα σκαλιά μια ομάδα περιστεριών που λούζεται μέσα στο συντριβάνι τραβάει το βλέμμα μου και το μαγνητίζει. Η εικόνα τους, το πως δηλαδή βρέχουν τα φτερά τους, πως βουτούν το κεφαλάκι τους και μετά το τινάζουν, πως πετούν κυκλικά πάνω από το νερό για να βρεθούν ξανά πάλι μέσα του, είναι τόσο εύρυθμη που μοιάζει με διόρθωση στα παράταιρα. Μένω ακίνητη και τα παρακολουθώ από απόσταση μην τα τρομάξω και την ίδια ώρα υποψιάζομαι πως οι εύρυθμες αυτές βουτιές τους επενεργούν πάνω μου καταπραυντικά, ίσως γιατί με επαναφέρουν στην ξεκούρδιστη εκδοχή της πραγματικότητας που έχει άλλες άντοχές, όμοιες με κείνες των ρολογιών στην βιτρίνα.