ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Πτήση με αερόστατο

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Ξυπνήσαμε στις 3.00 τα ξημερώματα, ο οδηγός κατέφθασε 3.30, δεν μιλούσε γρί αγγλικά, μας έδειξε ένα χαρτί με τα ονόματα μας, συννενοηθήκαμε με νεύματα και επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο. Έξω μισοσκόταδο, το φεγγάρι μια φέτα, γυρνούσαμε μέσα στην σιωπή από χωριό σε χωριό και μαζεύαμε κι’ άλλους επιβάτες, φιγούρες που στέκονταν μέσα στην ερημιά των σοκακιών κάτω από σπασμένες λάμπες και δυνατά γαβγίσματα και είχανε προφανώς την ίδια αδημονία: Να πετάξουνε με ένα αερόστατο.

Άκουγα την καρδιά μου να χτυπά, τέτοια ήταν η αγωνία και η προσμονή μου, όπως σε ένα παιδάκι, τόσο κοντά στον εαυτό μου αισθανόμουνα, πλάι καθόταν η μάνα μου αγουροξυπνημένη, η παρουσία της ενίσχυε τον συσχετισμό, μαζί άλλωστε δώσαμε την υπόσχεση πώς όταν φύγουν τα δύσκολα που περάσαμε θα κάνουμε αυτή την μαγική πτήση, εκείνη φοβότανε λίγο, στην ηλικία μου είναι επικυνδινο επαναλάμβανε, της έδιωχνα το φόβο όπως τα ενοχλητικά κουνούπια και παρίστανε πως ησύχαζε για χατίρι μου. Ένα νεαρό ζευγάρι γιαπωνέζων ήταν οι τελευταίοι που περισυλλέξαμε, ούτε 20 χρονών, πόσο αλλιώτικα εγγράφεται πάνω σου το παραμυθένιο όταν ακόμα δεν έχεις επίγνωση της αναγκαιότητας του, ήταν η σκέψη μου μόλις τους είδα να παίρνουν θέση πίσω-πίσω και να μιλούν στην άγνωστη γλώσσα ψυθιριστά, ύστερα όμως επανήλθα στην αγωνία μου και στο ρέμβασμα από το παράθυρο, όσο επέτρεπε το σκοτάδι και η φαντασία μου.

Φτάσαμε μετά από σάραντα περίπου λεπτά σε μια τεράστια κοιλάδα, ψηλοί λόφοι φτιαγμένοι από το μαλακό πέτρωμα της περιοχής, το περίγραμμα τους αχνοφαινόταν πίσω από το σχήμα των μεγάλων στρογγυλών μπαλονιών που φουσκωμένα “ξάπλωναν” στον έδαφος με ένα σωρό ανθρώπους να τα προετοιμάζουν για απογείωση. Η ατμόσφαιρα μυσταγωγική, λες και όπου νάναι θα συντελείτο μια μεταμορφωτική επέμβαση στην πραγματικότητα, κάτι σαν ιερή υπενθύμιση για την τρυφερότητα της ζωής που υπερίπταται πάνω από τα καθημερινά όπως ένα περιπλανώμενο αποδημητικό πουλί μην βρίσκοντας πού να φωλιάσει. Κατεβήκαμε από το πούλμαν κοιτώντας τριγύρω με το στόμα ανοιχτό, εκατοντάδες χρωματιστά αερόστατα, άλλα στο έδαφος, άλλα έτοιμα να πετάξουν κι’αλλα που ήδη πετούσαν, μικρές φλογίτσες στην “κοιλιά” τους, κόσμος όρθιος μέσα στα καλάθια τους στριμωγμένος και συνάμα εκστασιασμένος και το φως του ήλιου να φανερώνεται αργά δίνοντας χρόνο να αφομοιώθούν όλα τα μαγικά που συνέβαιναν στο εδώ και τώρα. Τα καταφέραμε, ψιθύρισα στην μάνα μου και της έδωσα σφικτή αγκαλιά, εκείνη δεν είπε τίποτα και συνάμα τα είπε όλα, την βοήθησα να ανεβεί στο καλάθι του “δικού” μας αερόστατου, μαζί μας και οι νεαροί γιαπωνέζοι και ακόμα καμμιά εικοσαριά άτομα.

Κάποιες οδηγίες από τον υπεύθυνο για το τί έπρεπε να κάνουμε στην προσγείωση και μετά ένα αδιόρατο κούνημα του καλαθιού και το αερόστατο άρχισε σιγά-σιγά να αποχωρίζεται το έδαφος. Όσοι περίμεναν την δική τους απογείωση μας χαιρετούσαν ενθουσιασμένοι, το ανταποδίδαμε και ταυτόχρονα δεν ξέραμε πού να εστιάσουμε το βλέμμα που όσο ανεβαίναμε αποκτούσε κυκλικές ικανότητες για να συλλαμβάνει τα δεκάδες μπαλόνια που ταξίδευαν κι’αυτά πάνω από τις νεραιδοκαμινάδες- έτσι αποκαλούνε σ’αυτή την κοιλάδα τους παράξενους ογκόλιθους- το όνομα τους ταιριαστό με το παραμύθι που συντελείται ή για να το πω αλλιώς όλα έμοιαζαν σαν μια πηγή αθωότητας πάνω από ένα κόσμο απαράδεκτο που μέσα “από την μαγεία εύχεσαι να καταφέρει να γίνει πιο σύμφωνος με τα αγνά όνειρα του ανθρώπου”. Οι Γιαπωνέζοι έβγαζαν συνέχεια σέλφι, η κοπέλα έφτιαχνε τα μαλλιά της με αυταρέσκεια, το αγόρι χαμογελούσε ινσταγκραμικά, διερωτήθηκα αν ζούσαν την στιγμή ή αν μόνο την αποτύπωναν, πιο πίσω κάποιες κοπέλες πάνω-κάτω στην ηλικία μου ενθουσιάζονταν στα ισπανικά, το αερόστατο συνέχισε να παίρνει ύψος μέχρι που σπίτια, αυτοκίνητα και δρόμοι έμοιαζαν κομμάτια από επιτραπέζιο παιγνίδι και στο βάθος ένας ολάκερος ήλιος ξεπρόβαλε φωτίζοντας τα πάντα με ένα μεθυστικό φως σαν ταγμένο να χαρίσει παντού μια καινούργια αξιοπρέπεια. Κυλούσαμε στον ουρανό με μια βραδύτητα που την νιωθαμε πολύ πιο φυσιολογική από την ταχύτητα εδάφους ή για να το πω όπως το γράφει ο Καμύ βρισκόμασταν τόσο μακριά από τα πράγματα που νιώθαμε πολύ κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι, μια συνεχή παρουσία του εαυτού στον εαυτό, στο μήκος και στο πλάτος της παρούσας στιγμής που διέσχιζε τους αιθέρες λουσμένη με το φως της ανατολής, και έφτιαχνε ένα ξημέρωμα μαγευτικό, από κείνα που σε κάνουν να συνειδητοποιείς ότι “το παν είναι να μυηθείς στην δύσκολη επιστήμη του ζειν που μπροστά της όλα τ’άλλα δεν σημαίνουν τίποτε”.

Πετούσαμε για μια ώρα, ανεβοκατεβαίναμε πάνω από τα παράξενα πετρώματα και τις κρυφές πρασινάδες και “ταξιδεύαμε” στην ατμόσφαιρα με ένα σωρό άλλα φουσκωμένα μπαλόνια που στο καλάθι τους ανθρωποι από όλες τις άκρες της γης μοιράζονταν την ίδια λαχτάρα, να υπερβούν τον λιπόψυχο εαυτό τους και να επιστρέψουν, έστω για όσο διαρκούσε η μαγική πτήση, στην θαραλλέα παιδικότητα τους. Προσγειωθήκαμε σε ένα φρεσκοκαλλιεργημένο χωράφι γεμάτο ροδακινιές. Είχε πάει 6.00 το πρωί. Σε ένα στρογγυλό τραπέζι στην μέση του χωραφιού τοποθετημένα ψιλόλιγνα ποτήρια. Ο οδηγός του αερόστατου άνοιξε την ρόζ σαμπάνια με κρότο και τα γέμισε ένα-ένα. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια, ήπιαμε μονορούφι το πιοτό και επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν γεμάτοι ευφορία. Καθίσαμε ο καθένας πλάι στην νεράιδα του και της κρατούσαμε το χέρι σφικτά σε όλη την επιστροφή.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση