
Της πήρα χρωματιστά μολύβια. Και μια ξύστρα. Πήρα και ένα τετράδιο γεμάτο σκίτσα για να τα χρωματίσει. Είναι για ενηλίκους μου είπαν στο βιβλιοπωλείο, καταπολεμά το στρές, δεν της το αγόρασα όμως γι’αυτό, το αγόρασα για την μονοτονία των απογευμάτων της που κάποιες φορές την χτυπάει στην πλάτη σαν σουβλιά. Της πήρα και ένα μαξιλάρι να βάλει στο κάθισμα, έτσι κάνουν οι ζωγράφοι της είπα, γέλασε, ανέκαθεν της άρεσε να ζωγραφίζει, δεν τέλειωσε καν το δημοτικό, παιδάκι την βγάλανε από το σχολείο για να δουλέψει στην πόλη, τις ζωγραφιές όμως τις συνέχιζε όποτε ευκαιρούσε, με το κέφι μικρού παιδιού. Όταν το τελειώσεις θα στο καδρώσω, της λέω, θα το κρεμάσουμε στο δωμάτιο σου, της υπόσχομαι, το δωμάτιο της είναι το πρώτο στο διάδρομο και στον τοίχο έχει την εικόνα του Χριστού, ένα ρολόι σταματημένο, ένα αδιάφορο καδράκι και τίποτα άλλο. Θα βάλουμε τις ζωγραφιές σου της λέω, και τα λουλούδια και τον γάτο και τα σπιτάκια, ενθουσιάζεται και σηκώνει το τετράδιο ψηλά για να δείξει το σχέδιο στην διπλανή της, "κοίτα πόσο όμορφα χρωματίζω” της λέει, η διπλανή δεν ανταποκρίνεται. Δίπλα της είναι η Α., δεν μιλάει σχεδόν καθόλου, κοιτάει με το βλέμμα απλανές προς την τηλεόραση ή κλείνει τα μάτια για να δει ό,τι εκείνη θέλει πια να βλέπει. Κάποιες φορές τραγουδά ένα γνωστό κυπριακό τραγούδι, το ίδιο, δεν αλλάζει, σιγομουρμουρίζει μια-δύο στροφές του και μετά σταματάει και ύστερα ξανά από την αρχή λες και άφησε κάποιο πανηγύρι κάποτε στην μέση.
Η Φ. ωστόσο δεν πτοείται, της δείχνει το σχέδιο και την ρωτά τί χρώμα να κάνει τα σύννεφα, έχει άνοια της λέω, δεν μπορεί να σου απαντήσει, είναι φίλη μου, μου απαντά και με αποστομώνει. Η Ν. στην παραδίπλα καρέκλα ακούει ψαλμωδίες από το κινητό, δεν την ενοχλεί που Α. τραγουδά, ούτε που παίζει η τηλεόραση ένα τηλεπαιγνίδι, ακούει με το κεφάλι σκυφτό πάνω από το τηλέφωνο και θυμάται τις Κυριακές στην Μόρφου. Θυμάται και τα περβολια της και τις γειτόνισσες, θυμάται και τα νιάτα της και ύστερα βάζει πολλές φορές το σταυρό της σαν παρατεταμένη προσευχή. Η Ε. κάθεται πιο πέρα από τις υπόλοιπες, σε μια καρέκλα απέναντι σχεδόν από την τηλεόραση, τις προηγούμενες μέρες η θέση της ήταν ανάμεσα στην Φ. και στην Α., τώρα άλλαξε τόπο παραμένωντας ωστόσο βυθισμένη στην σιωπή. Έχει μεγάλα μάτια που κοιτάζουν τριγύρω απορημένα, λες και προσπαθεί ακόμα να καταλάβει πως βρέθηκε κλεισμένη μέσα σε ένα γέρικο και ανήμπορο σώμα ανίκανη να αρθρώσει λέξη. Κάποτε χαμογελάει και κάποτε αφήνει τις κόρες των ματιών της να περιπλανηθούν δεξιά και αριστερά χωρίς κατεύθυνση περιμένωντας τες υπομονετικά να επιστρέψουν από το πουθενά στο πουθενά.
Η Φ. λέει πως είναι όλες φίλες της αλλά πως μόνο εκείνη ξέρει να κάνει αστεία, στην Α, για παράδειγμα, όποτε τραγουδά, της λέει πως αν συνεχίσει τις τραγουδιές θα αλλάξουνε το όνομα του γηροκομείου και θα το ονομάσουνε κέντρο διασκέδασης και σκάει στα γέλια μόνη της. Τώρα κάνει μια μικρή παύση από τα χρώματα και μου λέει πως πεθύμησε ζελέ και πως την επόμενη φορά που θα πάω να την δω να της γοράσω μερικά απο τον φούρνο που συνήθιζε να πηγαίνει με τα πόδια. Θα πει λέει της φροντίστριας να τα φυλάξει στο ψυγείο και να δώσει και στις υπόλοιπες να φάνε, μπορεί να μην γίνεται, της λέω, μπορεί να έχουν σάκχαρο, σηκώνει τους ώμους αδιάφορα, πόσο να βλάψει λίγο ζελέ, επιμένει με την αγωνία μήπως της ματαιώσω το “παιδικό” πάρτι που φαντάζεται. Σήμερα έφαγε ψάρι με βραστές πατάτες, το αγαπημένο της, χθές δεν θυμάται τί φαγητό τους φέρανε, ούτε προχθές. Θυμάται όμως πως έχουμε 4 του μήνα, μπήκε λέει το φθινόπωρο και γι’αυτό πρώτα θα χρωματίσει τα φύλλα και ύστερα τον γάτο, θα τα κάνει κίτρινα, λέει, έτσι δεν είναι τα φύλλα το φθινόπωρο ρωτάει την Α, εκείνη όμως τώρα τραβάει κλωστές από το μανίκι της λες και θέλει να ξηλώσει ολόκληρη την ύπαρξη της και να την μπαλώσει από την αρχή. Αυτό κάνει κάθε μέρα, μου λέει η Φ, κατάστρεψε όλα της τα ρούχα, τί αρρώστια είναι αυτή που σε κάνει να ξηλώνεις τα φουστάνια σου διερωτάται και γυρνάει πίσω στο σχέδιο χωρίς να περιμένει απάντηση. Η Ν. συνεχίζει τις ψαλμωδίες και η Ε. μου στέλνει ένα απρόσμενο χαμόγελο από μακριά. “Μέσα σε κάθε γέρο υπαρχει ένας νέος που αναρωτιέται τι στο καλό έχει συμβεί”, σκέφτομαι, κάπου την διάβασα παλιά αυτή την φράση και μούρχεται τώρα σφήνα στο μυαλό καθώς βλέπω την Φ να χρωματίζει τον γάτο κόκκινο, όπως το χρώμα της φωτιάς.