ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Στον άγνωστο άνθρωπο

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Την βρήκα στην κουζίνα με τον ανεμιστήρα αναμμένο. Ξαφνιάστηκε. Είχα πολύ καιρό να την δώ. Πριν μερικές βδομάδες με είχε πάρει τηλέφωνο, χάθηκες μου είπε, πότε θαρθείς από τα μέρη μας, σύντομα της υποσχέθηκα, μου πήρε ωστόσο πολύ περισσότερο. Η Αργάκα τώρα γεμάτη κόσμο, μέρες 15αύγουστου, αυτοκίνητα πηγαινοέρχονται στην παραλιακή οδό, στις θάλασσες παντού ηλιοκαμένα κορμιά και το νερό τόσο ήρεμο σαν αυγουστιάτικο χατίρι. Το σπίτι της στην θέση του, δύο βήματα από το κύμα, ο κήπος της όμως με λιγότερα φυτά, ίσως να κουράστηκε να τα φροντίζει, πήρε ένα παπαγάλο, της τον έφερε ο γιος της, κρέμασε το κλουβί πάνω από το τραπέζι της αυλής, να μιλάνε, λέει, μαζί τα απογεύματα. Έκανε μεγάλη χαρά μόλις με αντίκρυσε. Άνοιξε τα χέρια της σε μεγάλη αγκαλιά, χώθηκα μέσα ολόκληρη. Με πεθύμησε πολύ είπε, το ίδιο και γω αποκρίθηκα, στο πρόσωπο της ωστόσο διέκρινα ένα νεφέλωμα, δεν είπα τίποτα, το κατάλαβε πως το διέκρινα. “Πέρασε από πάνω μου ο φόβος”, μου είπε αφού πήραμε η κάθε μια την θέση της, εκείνη στον καναπέ που τον έχει τοποθετημένο δίπλα στο ψυγείο και γω σε μια τόνενη καρέκλα πλάι στο τραπέζι της κουζίνας. Απέναντι της ένα μεγάλο παράθυρο κάδραρε το γαλαζιο της θάλασσας και του ουρανού, απέναντι μου τα μάτια της τόσο γαλάζια όπως το κάδρο του παραθύρου. Πάνε τώρα κάποιες βδομάδες που την πόνεσε η καρδιά της, είπε, καθάριζε τα τζάμια όταν ένιωσε τον πόνο, 88 χρονών γυναίκα δεν πρέπει να ανεβαίνεις στις σκάλες, σχολιάσα ύστερα όμως ντράπηκα για την παρατήρηση, μιλούσα σε ένα άνθρωπο που από τα δέκα του έμαθε να επιβιώνει σε συνθήκες που σήμερα δεν θέλουμε να τις διανοηθούμε προκειμένου να συνεχίσουμε ανάλαφροι να παλινδρομούμε μέσα στο παρόν χωρίς τα βαρίδια της μνήμης. “Αυτοί όμως οι λαξευτοί ανθρώποι που ξέρουν δύο κινήσεις και πέντε κοφτά λόγια κάτι έχουν να μας πουν”, έγραψε κάποτε ο Διαμαντής και ίσως αυτό το κάτι νάναι για το πώς με τα ελάχιστα κατάφερναν και έπλαθαν μια ζωή πλέρια. Ένιωσε ένα πόνο στο στήθος που δεν έφευγε, είπε, τηλεφώνησε στη κόρη της, την πήγε άρον-άρον στον νοσοκομείο, καθόλου δεν θυμάται την διαδρομή, κλειστή αρτηρία της είπαν, θα χρειαστεί σύντομα επέμβαση, τώρα πρέπει να ξεκουράζεται και να προσέχει. Με ρώτησε αν θέλω καφέ, θα τον φτιάξω εγώ της “θύμωσα”, όχι “θύμωσε” πίσω, θα πω στην κόρη μου ναρθεί να σε δει κι’αυτή και να μας τον φτιάξει εκείνη. "Αύριο έρχεται και μια κοπέλα να μείνει μαζί μου”, είπε μόλις κατέβασε το ακουστικό, “να μην είμαι μόνη μου τα βράδια, μακάρι νάναι καλή” μουρμούρισε, την καθησύχασα πως θα είναι όλα μια χαρά. Να της μάθεις τα φαγητά σου, της έιπα, καμμία δεν μαγειρεύει όπως εσένα, γέλασε όπως ξέρει να γελάει δηλαδή σαν μικρό κοριτσάκι έστω κι’αν από το σκαμμένο της πρόσωπο πέρασε φόβος. Φοβήθηκες πολύ την ρώτησα, δεν ξέρω γιατί έκανα αυτή την ερώτηση ίσως γιατί έμοιαζε όντως με μικρό απροστάτευτο παιδί, ναί μου έγνεψε χωρίς να το βάλει σε λέξεις, πήρα τα ρυτιδιασμένα χέρια της μέσα στα δικά μου, τα έκλεισα στις χούφτες μου και μέσα στην ζέστα τους ένιωσα τις ρίζες μου. Να μην φοβάσαι της είπα μετά, εσύ πέρασες τόσα και τόσα, από παιδί πρόσεχε κοπάδια, πότιζε περβόλια, δεν ήξερε τί πάει να πει παιγνίδι, ξυπόλητη την περπάτησε την παιδική της ηλικία και όλη την διαδρομή της την διένυσε πότε με τα χέρια χωμένα στα βότανα του τόπου και πότε πλάι στο στήθος της σε στάση προσευχής. “Μπήκα μιτσιά στην ζωή κόρη μου” μου είπε μόλις πρωτογνωριστήκαμε και μου διηγήθηκε σε αυτή την ίδια κουζίνα όλες τις ιστορίες που την έκαναν βράχο και πέτρα μαζί. “Ότι και να κάνεις όμως άμα έρτει μπροστά σου το τέλος περνά από πάνω σου ο φόβος” είπε σχεδόν ψυθιριστά και με κοίταξε κατάματα και από το κατάματο της βλέμμα ξεχείλιζε πρωτόπλαστη ανθρωπιά. Συνέχισε να μου περιγράφει τις μέρες που έμεινε στο νοσοκομείο και λίγο πριν φύγω την αγκάλιασα σφικτά και την φίλησα στο μάγουλο. Και ύστερα όπως οδηγούσα προς το σπίτι νιώθοντας ακόμα την αύρα της πάνω μου σαν ελαφρύ σάλι, πέρασε από την σκέψη μου ο στίχος του Μόντη..”Γιατί τόσα μνημεία στον άγνωστο στρατιώτη και ούτε ένα στον άγνωστο άνθρωπο; Εμείς που θα βάνουμε τα στεφάνια μας;”

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση