
Γράφει ο Θοδωρής Λέννας
Ενας άνδρας βγάζει τα παπούτσια του, τα αφήνει στην μπάρα και φεύγει τρέχοντας προς τη Βασιλίσσης Σοφίας. Ο θρυλικός, μακαρίτης πλέον, «κυρ Χρήστος ο δικηγόρος», παλιός θαμώνας και «ρεμάλι», μόνιμος ένοικος ξενοδοχείων, μποέμ και πολυδιαβασμένος, ικανός να αναγνωρίσει τους μουσικούς σε μια ηχογράφηση ενός ξεχασμένου τζαζ τραγουδιού, απολαμβάνει σε μια γωνιά το ποτό του. Ενώ παραδίπλα δύο άγνωστοι ξεκινούν –χωρίς να το ξέρουν εκείνη τη στιγμή– μια σχέση ζωής. Αυτά είναι μερικά από τα καρέ-αναμνήσεις που μοιράζεται με την «Κ» η Σμαράγδα Παπασιδέρη, συνιδρύτρια και συνιδιοκτήτρια του εμβληματικού μπαρ της Αθήνας «Μπρίκι», στην πλατεία Μαβίλη.
«Μπορεί η Gen Ζ να βγάλει τους δικούς της “κυρ Χρήστους”;» τη ρωτάμε. Προβληματίζεται πριν απαντήσει. «Οχι, δεν νομίζω», λέει εντέλει. «Δεν υπάρχει αυτή η “ανακατωσούρα” σήμερα. Οχι μόνο στα μπαρ, αλλά και στην τέχνη, στη σκέψη, στην πολιτική».
Για έναν άλλο συνομιλητή μας –μπούμερ θαμώνα του ιστορικού Galaxy–, το μπαρ δεν ήταν ποτέ η απάντηση στο ερώτημα «πού θα βγούμε σήμερα;». Ηταν κάτι μυθικό· μια άσκηση ύφους απέναντι από την αντανάκλαση του καθρέφτη της κάβας· η περσόνα του Χέμινγουεϊ και το «Play it again Sam» του Μπόγκαρντ στην «Καζαμπλάνκα». Συνεχίζει ακόμη και σήμερα –πιο σπάνια, όπως ομολογεί– να περνάει βραδιές στα αγαπημένα του στέκια, αλλά κάτι έχει αλλάξει. Οι νέοι είναι διαφορετικοί. Είναι παρόντες στον χώρο, όχι στην τελετουργία.
Πριν από μερικούς μήνες, στις ΗΠΑ άνοιξε μια συζήτηση γύρω από το γιατί η Gen Z δυσκολεύεται να σταθεί στα μπαρ. Φταίει η πανδημία που μετέτρεψε για μια διετία αυτούς τους άλλοτε «ιερούς» χώρους σε κάτι επικίνδυνο; Φταίνε οι οθόνες των κινητών που απορροφούν τους νέους, στερώντας τους τις χάρες της μυσταγωγίας του μπαρ; Ή απλώς η γενιά του wellness δεν ενδιαφέρεται να βαπτιστεί στην οινοπνευματώδη ατμόσφαιρα της νύχτας;
Παραδοξότητα
«Σίγουρα δεν είμαστε η γενιά που θα ανακάλυπτε κάτι τόσο μυθικό όπως τα μπαρ», λέει στην «Κ» ο 27χρονος Χρήστος Ωραιόπουλος – επίσης δικηγόρος, όπως ο συνονόματός του θαμώνας της Μαβίλη. Για τον Χρήστο, τα μπαρ όπως κινηματογραφικά μπορούμε να τα ανασύρουμε στο μυαλό, έχουν σε τεράστιο αριθμό λιγοστέψει, ίσως ανεπιστρεπτί. «Υπάρχει το εξής παράδοξο με τη γενιά μας. Ο Παπαγιώργης, ξεδιπλώνοντας τις κοινωνικής υφής διαφορές του κρασοκανάτα και του ουισκάκια, εντοπίζει για τον τελευταίο ότι είναι μοναχικός, δεν ανοίγεται με τίποτα, φυλάει τα τσιγάρα του στη μέσα τσέπη και την καρδιά του ακόμα βαθύτερα. Η αντιπαραβολή κρασιού και ουίσκι αναφέρεται στην ταβέρνα και στο μπαρ.
Αν και ως γενιά φημιζόμαστε για τη δυσκολία των σχέσεων τουλάχιστον των μη ψηφιακών, δεν καταφεύγουμε σε μοναχικές λύσεις διασκέδασης, ίσως επειδή κάτι τέτοιο θεωρούμε εσφαλμένα πως δεν ενέχει την επιβεβλημένη κοινωνικότητα που απαιτεί η επίδειξη της εποχής», παρατηρεί ο ίδιος.
Την ίδια αντίφαση εντοπίζει και ο Παντελής, 26 ετών, ο οποίος ξεκίνησε κρυφά από τους φίλους του να ανακαλύπτει τη γοητεία της μπάρας έπειτα από ένα χωρισμό. «Υπάρχει κάτι παράδοξο στη λεγόμενη Gen Z. Ενώ λογιζόμαστε ως η γενιά της αποξένωσης, θεωρείται ταυτόχρονα “ντροπή” να κάνεις κάτι μόνος», σημειώνει. Για τον Παντελή η μόνη συγκυρία όπου δεν αισθάνθηκε μόνος ήταν κατά τις βόλτες του στα μπαρ της Αθήνας. «Ηταν σαν να βρισκόμουν σε ένα χώρο αναστοχασμού, ο οποίος παρείχε την ασφάλεια ότι δεν χρειάζεται να πείσω κανέναν ότι είμαι καλά».
Ομοίως, ο 27χρονος δικηγόρος Γιάννης Λαζόπουλος –που συχνά έπειτα από μια δύσκολη ημέρα στη δουλειά καταφεύγει στην αγαπημένη του μπάρα– χαρακτηρίζει το μπαρ «ιδιότυπο καταφύγιο», αλλά αρνείται ότι η συνήθεια αυτή «πεθαίνει». «Νομίζω ότι υπάρχει μια τάση που ξαναφέρνει τον κόσμο στα μπαρ. Περισσότερο σαν μια ανάγκη επανανοηματοδότησης της αξίας της συναναστροφής, μακριά από τα τετριμμένα», υποστηρίζει. «Η αναβάθμιση της αξίας του μπαρ στη γενιά μας νιώθω ότι συμβαίνει και αισθητικά, ακόμη και αν για αρκετούς καταλήγει μόνο μία δήλωση παρουσίας ιντερνετικά. Ομως, τη δεδομένη στιγμή που είσαι θαμώνας είσαι και συμμέτοχος. Και είναι όμορφο να αισθάνεσαι μέρος της ιστορίας αυτής».
Μέρος της ιστορίας του «Batman» στον Νέο Κόσμο αισθάνεται και η Νικολέτα, η οποία πλησιάζει τα 30. Επιλέγει πάντα την μπάρα –είτε μόνη είτε με την κολλητή της– και απολαμβάνει Καζαντζίδη, Διονυσίου και Μοσχολιού χωρίς να αγωνιά για το αν θα τη φλερτάρει ή όχι κάποιος. «Ισως επιλέγουμε το μπαρ αντιδραστικά, γιατί μετά τα 25 οι παρέες μας σταμάτησαν τις πολύ βραδινές εξόδους και το γύρισαν στα μπραντ. Δεν παλιμπαιδίζουμε, άλλωστε δεν μας πήραν τα χρόνια. Αντίθετα, όσοι “μικρομεγαλίστικα” σνομπάρουν τη νύχτα, αποφεύγουν το απρόβλεπτο που συναντάμε εκεί», μας λέει.
«Το μπαρ είναι και θα συνεχίσει να είναι καταφύγιο για όλες τις γενιές. Απλώς η δικιά μας άργησε να το καταλάβει λόγω του κορωνοϊού», παρατηρεί ο Σπύρος Σπανούδης, ο οποίος εργάζεται ως μπάρμαν στο «Σάρωθρον», ένα από τα πιο εμβληματικά στέκια της Θεσσαλονίκης.
Απόμακροι οι νέοι – «Οι νεότεροι είναι σιωπηλοί σε αντίθεση με τους φωνακλάδες πενηντάρηδες. Στριμώχνονται τις ώρες που το μαγαζί γεμίζει, φαίνονται ζορισμένοι, σαν να μη θέλουν να είναι εκεί. Δεν θα είναι προσβλητικοί, αλλά αδυνατούν να είναι ζεστοί», λέει η Ελευθερία, μιλένιαλ, εργαζόμενη σε μπαρ.
Ο Σπύρος, ο οποίος μας λέει με χιούμορ ότι αισθάνεται ορισμένες φορές «φθηνός ψυχολόγος», υποστηρίζει ότι τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε μαγαζιού επιδρούν και στον τρόπο συμπεριφοράς των πιο «άμαθων». Ενα μπαρ που είναι ανοιχτό, που δεν σνομπάρει τις καταβολές του κάθε πελάτη, αποτελεί ελεύθερο χώρο. «Ετσι οι μικρότεροι αφήνονται και κοινωνικοποιούνται», περιγράφει.
Αλλη «γλώσσα»
Η Ελευθερία, μιλένιαλ και για χρόνια εργαζόμενη σε μπαρ της Αθήνας, διαβάζει την πραγματικότητα διαφορετικά. Οπως λέει στην «Κ», η μπάρα μοιάζει να απωθεί τους μικρότερους. «Οι νεότεροι θα παραγγείλουν λιγότερα και θα δυσκολευτούν να μας προσεγγίσουν για να πληρώσουν – εννοείται με κάρτα. Μοιάζει να θέλουν να διαφοροποιηθούν από τους γονείς τους. Είναι σιωπηλοί σε αντίθεση με τους φωνακλάδες πενηντάρηδες. Στριμώχνονται τις ώρες που το μαγαζί γεμίζει, φαίνονται ζορισμένοι, σαν να μη θέλουν να είναι εκεί. Δεν θα είναι προσβλητικοί, αλλά αδυνατούν να είναι ζεστοί».
Η Ελευθερία ανακαλεί την περίπτωση ενός φοιτητή ο οποίος ερχόταν πολλά απογεύματα στο μπαρ όπου η ίδια δούλευε με μόνιμη συντροφιά το λάπτοπ του. Ορισμένες φορές έμενε μέχρι αργά, ακόμη και όταν ξεκινούσε η «βραδινή ζώνη», μπροστά στην οθόνη και στις εργασίες της σχολής. «Μέχρι που του φώναξα κάποια στιγμή: Φίλε, μην κάθεσαι μόνος, κλείσε τις οθόνες και έλα να κάτσεις στην μπάρα». Δεν ανταποκρίθηκε.
Η ψευδαίσθηση του στόρι – «Με την παρέα μου πλέον βγαίνουμε πότε πότε σε μπαρ, αλλά παραμένουμε αποξενωμένοι από την πραγματική εμπειρία. Το στόρι στο Instagram θα διατηρεί απλώς ζωντανή την ψευδαίσθηση ότι
“δείτε μας, δεν είμαστε μόνοι»», λέει ο Παντελής, 26 ετών.
Τα ξύλα έχουν αυτιά
Βέβαια, και η μπάρα, κατά γενική ομολογία, είναι ένα μοναχικό σπορ. «Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να είναι μόνοι τους και έρχονται εδώ γιατί ξέρουν ότι μπορούν να βρουν παρέα. Υπάρχουν σχέσεις που έχουν χτιστεί εδώ μέσα. Οσο περνούν τα χρόνια οι άνθρωποι στερούμαστε αυτιών. Στο μπαρ αυτιά υπάρχουν πάντα», σχολιάζει η Σμαράγδα από το «Μπρίκι».
Ο Χρήστος αποδίδει μια πιο εσωτερική, ψυχαναλυτική λειτουργία. «Αντί να σε ενδιαφέρει η προς τα έξω εικόνα, όταν παίρνεις θέση στο σκαμπό, η εικόνα σου παύει να απευθύνεται προς τους άλλους. Τα κάτοπτρα γυρίζουν στον ίδιο σου τον εαυτό».
Ο Παντελής νοσταλγεί τις ημέρες που έβρισκε καταφύγιο στο σκαμπό του αγαπημένου του στεκιού. «Με την παρέα μου πλέον βγαίνουμε πότε πότε σε μπαρ, αλλά παραμένουμε αποξενωμένοι από την πραγματική εμπειρία. Αναζητούμε χώρο σε κάποια γωνία και φοβόμαστε να γνωρίσουμε κόσμο. Το στόρι στο Instagram θα διατηρεί απλώς ζωντανή την ψευδαίσθηση ότι “δείτε μας, δεν είμαστε μόνοι”», εξομολογείται.
Το στέκι ως καταφύγιο
Το ντοκιμαντέρ «Bloody Nose, Empty Pockets», γυρισμένο το 2020, περιγράφει την τελευταία ημέρα λειτουργίας ενός μπαρ κάπου στην ενδοχώρα των ΗΠΑ. Το φιλμ αντικατοπτρίζει μια αίσθηση τέλους εποχής για όσα συμβόλιζε το μπαρ. Οικείες φιγούρες, οι οποίες ρουφάνε κάθε υπόνοια ζωής που μπορεί να γεννηθεί μέσα στη θολούρα του αλκοόλ, αναζητούν στο στέκι ένα καταφύγιο.
Η Gen Z φαίνεται πως δεν έχει ανάγκη αυτό το καταφύγιο. Οπως καταδεικνύουν μελέτες, η χρήση αλκοόλ στις νέες γενιές περιορίζεται σταθερά, ενώ τα προτάγματα περί αυτοβελτίωσης και υγιεινού lifestyle κερδίζουν διαρκώς έδαφος. Σύμφωνα με την έρευνα υγείας της ΕΛΣΤΑΤ του 2019, παρατηρείται μείωση στο ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας άνω των 15 που καταναλώνει καθημερινά ή σχεδόν καθημερινά αλκοολούχα ποτά. Συγκεκριμένα, το 2019 το ποσοστό ήταν 5,9% με μείωση 14,5% σε σύγκριση με το 2014. Παράλληλα, στις ηλικιακές κατηγορίες των 35-44 και 15-24 ετών καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά λιγότερο συχνής εβδομαδιαίας κατανάλωσης.
Η τάση είναι από υγειονομικής άποψης ενθαρρυντική. Δεν λείπει όμως κι εκείνο το μέρος της κοινωνιολογικής θεωρίας που υποστηρίζει ότι πιο υγιεινή δεν σημαίνει αυτομάτως και πιο καλή ζωή: Ο δημοφιλής φιλόσοφος Μπιουνγκ-τσουλ Χαν βλέπει την κουλτούρα της «αυτοβελτίωσης» ως μια μορφή εσωτερίκευσης του ελέγχου, ενώ και οι Εντγκαρ Καμπάνας και Εβα Ιλούζ στην «Ευτυχιοκρατία» δίνουν εναλλακτικές ερμηνείες πάνω στην αποστροφή των νεότερων απέναντι σε «πάθη» και «καταχρήσεις». Το σωματικό «wellness», σημειώνουν, δεν σημαίνει πάντα εσωτερικό «wellness».
Οσοι επιμένουν να διακινδυνεύουν τη ρουτίνα των καταχρήσεων στην μπάρα, επικαλούνται μια ψυχική αποζημίωση: Στο μπαρ –ακόμη και αν οι συνθήκες δεν είναι πάντα «θετικές»– αισθάνεσαι οικεία. Καταφεύγεις αναζητώντας τη ζεστασιά που έχει το σπίτι σου. Ή μια αγκαλιά, όπως λέει ο Χρήστος.
Εξωτερική φωτογραφία: Απόγευμα στο «Μπρίκι», στην πλατεία Μαβίλη. Στην μπάρα του συναντά κανείς από μπούμερ μέχρι εκπροσώπους της Gen Z – το ίδιο συμβαίνει και σε άλλα εμβληματικά στέκια της Αθήνας. Ομως οι νέοι που προτιμούν τα μπαρ σήμερα μοιάζουν διαφορετικοί. Είναι παρόντες στον χώρο, όχι στην τελετουργία. [aggelos barai]