
Kathimerini.gr
Θα ήταν ίσως πρώιμο να ισχυριστεί κανείς ότι η κρίση στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ινδία καθιστά αυτομάτως το Νέο Δελχί αναπόσπαστο εταίρο της Κίνας. Οι τιμωρητικοί δασμοί του Ντόναλντ Τραμπ συνιστούν όμως ένα «ξέσπασμα θυμού» που ενδέχεται να κοστίσει ακριβά στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, καθώς δημιουργούν για πρώτη φορά προϋποθέσεις συγκρότησης ενός ενιαίου μετώπου Κίνας – Ινδίας – Ρωσίας, ευθέως ανταγωνιστικού προς τη Δύση. Βετεράνοι διπλωμάτες και αναλυτές χαρακτηρίζουν «συνταγή αποτυχίας» τις ενέργειες του Αμερικανού προέδρου, στον οποίο συνιστούν «στρατηγική υπομονή» ως στοιχείο που απουσιάζει από την οπτική του.
«Θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι ο Τραμπ ακολουθεί κάποια στρατηγική εκεί όπου μπορεί να μην υπάρχει. Ο Τραμπ έχει ένστικτα και ξεσπάσματα θυμού, μερικά από τα οποία μπορούν να έχουν νόημα και μερικά όχι. Οι πρόσφατες ενέργειες στις οποίες προέβη απέναντι στην Ινδία, στο πιο σημαντικό γεωπολιτικό κράτος-κλειδί, απλά δεν βγάζουν νόημα», σχολιάζει στην «Κ» ο Ρόμπερτ Κάπλαν, κάτοχος της έδρας Robert Strausz-Hupé στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Εξωτερικής Πολιτικής – FPRI, ο οποίος έχει δηκτικά εκφράσει την άποψη ότι «ο Τραμπ δεν ξέρει πώς να διοικήσει μία παγκόσμια αυτοκρατορία».
Με 24 υπογεγραμμένες συμφωνίες και την έγκριση για τη δημιουργία κοινής αναπτυξιακής τράπεζας, η Σύνοδος Κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO) στην Τιαντζίν επιχείρησε να καθιερώσει την Κίνα ως τον φορέα μιας εναλλακτικής παγκόσμιας τάξης. Θέτοντας με επιτυχία τον ρόλο του ως αντίβαρου στην κυριαρχία των ΗΠΑ, σε μια επίδειξη αντι-δυτικής αλληλεγγύης, το Πεκίνο συγκέντρωσε περίπου 20 ηγέτες, συμπεριλαμβανομένων των Πούτιν και Μόντι, οι οποίοι εμφανίστηκαν πρωτόγνωρα θερμοί στα «πηγαδάκια» της Συνόδου. Είχε προηγηθεί η απόφαση Τραμπ για δασμούς 50% στην Ινδία.
«Χρειαζόταν την Ινδία»
«Οι τιμωρητικοί αυτοί δασμοί αντιπροσωπεύουν έναν καταστροφικό λανθασμένο υπολογισμό που σπρώχνει το Νέο Δελχί στην αγκαλιά του Πεκίνου. Η καταναγκαστική αυτή διπλωματία έχει γυρίσει μπούμερανγκ στις ΗΠΑ, οδηγώντας την Ινδία πιο κοντά στην Κίνα και στη Ρωσία, ακριβώς τη στιγμή που η Ουάσιγκτον χρειαζόταν το Δελχί ως στρατηγικό εταίρο έναντι του Πεκίνου», τονίζει στην «Κ» ο Σουσάντ Σινγκ, έμπειρος Ινδός δημοσιογράφος, λέκτωρ Νοτιοασιατικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ.
Πώς προκύπτει όμως πρακτικά η απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα; «Τα έθνη του Οργανισμού της Σαγκάης δεν απειλούν την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ μέσω της στρατιωτικής ισχύος, αλλά μέσω της διαμόρφωσης εναλλακτικών οικονομικών λύσεων και πολυμερών συνεργασιών που παρακάμπτουν τους δυτικούς θεσμούς. Με 27 χώρες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν σχεδόν 30 τρισ. δολάρια οικονομικής παραγωγής και περισσότερο από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού, το μπλοκ δεν αντιμετωπίζει άμεσα την αμερικανική ισχύ, αλλά οικοδομεί παράλληλα συστήματα», υπογραμμίζει ο κ. Σινγκ.
Στο καλό σενάριο, οι ΗΠΑ θα αναγνωρίσουν ότι υπερέβαλαν και θα αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με την Ινδία, με τον SCO να παραμένει ένα χαλαρό οικονομικό φόρουμ χωρίς να έχει τις προϋποθέσεις για έναν ουσιαστικό συντονισμό με κοινές βλέψεις ακόμη και σε τομείς όπως η άμυνα. Στο κακό σενάριο, ο αμερικανικός προστατευτισμός θα συνεχίσει ακάθεκτος, ωθώντας στη βαθύτερη συνεργασία Κίνας – Ινδίας – Ρωσίας, η οποία θα επιταχύνει τη δημιουργία εναλλακτικών χρηματοπιστωτικών συστημάτων και εμπορικών δικτύων που σταδιακά θα διαβρώνουν την παγκόσμια τάξη όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με βάση το δολάριο.
Διαρθρωτική στροφή
Αμερικανοί διπλωμάτες που υποστηρίζουν την προσέγγιση με την Ινδία, εισηγούνται στη διοίκηση Τραμπ μία –όχι απλώς ρητορική, αλλά– διαρθρωτική στροφή που θα διορθώσει τα κακώς κείμενα. Με άρθρο-παρέμβαση στο Atlantic Council, οι Πάιατ και Γκόλντγουιν πρότειναν τα εξής βήματα:
Πρώτον, οι δευτερογενείς δασμοί στο ρωσικό πετρέλαιο θα πρέπει να ανασταλούν ή να εξαιρεθεί ρητά η Ινδία – τουλάχιστον όσο παραμένει συμμορφωμένη με το ανώτατο όριο τιμών του G7 και συνεχίζει να αυξάνει τις εισαγωγές ενέργειας από τις ΗΠΑ. Οποιαδήποτε τιμωρητικά μέτρα θα πρέπει να εφαρμόζονται ομοιόμορφα και με σαφή στρατηγικό σκοπό. Η στοχοποίηση μόνο της Ινδίας, ενώ παράλληλα χορηγούνται de facto εξαιρέσεις στην Κίνα, υπονομεύει την αξιοπιστία της πολιτικής κυρώσεων των ΗΠΑ και ενισχύει τις εξαρτήσεις που η Ουάσιγκτον επιδιώκει να διαταράξει.
Δεύτερον, οι διμερείς εμπορικές συνομιλίες θα πρέπει να αναβιώσουν μέσα σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο. Ενας νέος στρατηγικός διάλογος ΗΠΑ – Ινδίας για το εμπόριο, την ενέργεια και την τεχνολογία, θα μπορούσε να αναδιατυπώσει τις οικονομικές διαφωνίες ως μέρος μιας ευρύτερης ατζέντας που θα περιλαμβάνει την ενεργειακή ασφάλεια, τις κρίσιμες τεχνολογίες και την ανθεκτικότητα της αλυσίδας εφοδιασμού. Η διεξαγωγή ενός τέτοιου διαλόγου στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο θα του προσέδιδε συμβολικό βάρος και θα αποκαθιστούσε τη διπλωματική δυναμική.
Τρίτον, η κυβέρνηση θα πρέπει να αναβιώσει αμέσως το Φόρουμ Διευθυνόντων Συμβούλων ΗΠΑ – Ινδίας, που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τζορτζ Μπους, ως μέσο για την ενίσχυση των φωνών των Αμερικανών και Ινδών επιχειρηματικών ηγετών που πιστεύουν τόσο έντονα ο ένας στην επιτυχία του άλλου.
Τέταρτον, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αναδείξει την οικοδόμηση εμπιστοσύνης ως προϋπόθεση για τη βαθύτερη απελευθέρωση του εμπορίου. Αυτό περιλαμβάνει την αναγνώριση του μακροχρόνιου ιστορικού συμμόρφωσης της Ινδίας με τις κυρώσεις των ΗΠΑ ακόμα και με οικονομικό κόστος, όπως και την αναγνώριση ότι η διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών της Ινδίας αποτελεί σταθεροποιητικό παράγοντα για τις παγκόσμιες αγορές και όχι μειονέκτημα.