
Του Γιώργου Σκαφιδά
Η σύγκρουση Ισραήλ–Ιράν, έτσι όπως εξελίσσεται πια έπειτα από πέντε ημέρες συγκρούσεων με φόντο την επιχείρηση «Rising Lion», αποτελεί μια μάχη όχι μόνον έντασης αλλά και αντοχής.
Από τη μία πλευρά, στην πλάστιγγα του ιρανοϊσραηλινού πολεμικού μετώπου, «γέρνει» η αδιαμφισβήτητη αεροπορική υπεροχή των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων-IDF (που ανακοίνωσαν χθες ότι επί της ουσίας ελέγχουν τον εναέριο χώρο πάνω από την Τεχεράνη)· και από την άλλη, το «πλούσιο» σε αποθέματα πυραυλικό οπλοστάσιο των Ιρανών (με τους συνολικά χιλιάδες πυραύλους).
(Ran Goldman/via REUTERS)
Οι μεν Ισραηλινοί χτυπούν στοχευμένα επειδή μπορούν, με σκοπό να πλήξουν πολύ συγκεκριμένες εγκαταστάσεις: στρατιωτικές, ενεργειακές, πυρηνικές (Φορντό, Νατάνζ κ.ά.), επικοινωνιακές (το κτίριο της κρατικής τηλεόρασης του Ιράν χθες στην Τεχεράνη). Οι δε Ιρανοί από την άλλη πλευρά, χτυπούν «στα τυφλά» επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή, με στόχο να επιφέρουν κορεσμό και σύγχυση στην ισραηλινή αεράμυνα.
Καθώς διανύουμε ωστόσο την 5η ημέρα αυτής της νέας φάσης συγκρούσεων, διερωτάται κανείς για πόσο ακόμη θα μπορούσαν Ιρανοί και Ισραηλινοί να ανταλλάσσουν πυρά σε τέτοιο ρυθμό. Από την απάντηση στο εν λόγω ερώτημα πρόκειται, άλλωστε, να κριθεί και η ίδια η πορεία εκτόνωσης (εάν και όποτε υπάρξει) αυτής της πρωτοφανούς κρίσης.
Ηταν Ιούνιος του 1981, πριν από ακριβώς 44 χρόνια, όταν οι Ισραηλινοί επιτέθηκαν κατά όχι ιρανικών αλλά ιρακινών πυρηνικών εγκαταστάσεων περίπου 20 χιλιόμετρα μακριά από τη Βαγδάτη, στο πλαίσιο τότε της επιχείρησης Οπερα (Operation Opera). Εκείνη η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί μέσα σε μόλις λίγες ώρες, με τους Ισραηλινούς να καταστρέφουν τον αντιδραστήρα (Osirak) που είχαν βάλει στο στόχαστρο επιφέροντας έτσι ένα βαρύ πλήγμα στο πυρηνικό πρόγραμμα του σανταμικού Ιράκ.
Σχεδόν πέντε δεκαετίες μετά, οι εν εξελίξει επιχειρήσεις των Ισραηλινών κατά του Ιράν, που μετρούν ήδη τέσσερα 24ωρα και διανύουν το 5ο, θα μπορούσαν να διαρκέσουν εβδομάδες ή ακόμη και μήνες, αν και το «εβδομάδες» με τα σημερινά δεδομένα φαντάζει πιο πιθανό.
Ισραήλ και Ιράν δεν έχουν κοινά σύνορα. Ανταλλάσσουν πυρά από απόσταση περίπου 1.000 χιλιομέτρων, «καίγοντας» καύσιμα, drones, πυραύλους και πυρά αναχαίτισης αυτών των πυραύλων και των drones. Για πόσο θα μπορούσε, όμως, να συνεχιστεί αυτό το «πάρε-δώσε»;
Οι Ισραηλινοί έχουν θέσει, κατά βάση, τρεις στόχους:
- την καταστροφή του ιρανικού πυραυλικού οπλοστασίου,
- την εξάλειψη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος
- και την ενδεχόμενη ανατροπή του θεοκρατικού ιρανικού καθεστώτος, μια ανατροπή που θα μπορούσε να έρθει υπό το βάρος των επιπτώσεων που θα έχει η τρέχουσα σύγκρουση στον κρατικό μηχανισμό και ευρύτερα στις κοινωνικο-οικονομικές ισορροπίες και στους πολιτικούς συσχετισμούς ισχύος εντός των ιρανικών συνόρων.
Στο πλαίσιο του προαναφερθέντος τρίτου σημείου (βλ. ανατροπή ιρανικής θεοκρατίας), οι Ισραηλινοί παρουσιάζονται να εξετάζουν πια ακόμη και το ενδεχόμενο εξόντωσης του ιδίου του ανώτατου Ιρανού ηγέτη αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ένα ενδεχόμενο το οποίο όμως φέρεται προς το παρόν να μπλοκάρει, μη δίνοντας την έγκρισή του, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.
Οταν εκλήθη να σχολιάσει αυτά τα σενάρια κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στο αμερικανικό ABC News, ο Μπ. Νετανιάχου υποστήριξε ότι η εξόντωση του 86χρονου Χαμενεΐ «δεν θα κλιμάκωνε περαιτέρω τη σύγκρουση, αλλά αντιθέτως θα την τερμάτιζε». Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι η ισραηλινή ηγεσία θα επιθυμούσε να φέρει σε πέρας μια τέτοια επιχείρηση, για την οποία όμως «χρειάζεται» να έχει το πράσινο φως και από την Ουάσιγκτον. Η διοίκηση Νετανιάχου μπορεί να κινείται σε μεγάλο βαθμό αυτόνομα, αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία κινήσεων και παρασύροντας τη διοίκηση Τραμπ προς συγκεκριμένες επιλογές διαιώνισης της αμερικανικής εμπλοκής στη Μέση Ανατολή (προς μεγάλη απογοήτευση πολλών Ρεπουμπλικανών Αμερικανών), ωστόσο εξακολουθεί επί της ουσίας να εξαρτάται από τις ΗΠΑ. Εάν θελήσει, για παράδειγμα, να πλήξει τις θαμμένες βαθιά μέσα στο βουνό πυρηνικές εγκαταστάσεις των Ιρανών στο Φορντό όπως έχει διαμηνύσει ότι επιθυμεί, θα χρειαστεί τις διατρητικές υπερβόμβες των Αμερικανών και τα αμερικανικά στρατηγικά βομβαρδιστικά Β-2 που είναι τα μόνα ικανά να της μεταφέρουν.
Η αμερικανική στάση πρόκειται, με άλλα λόγια, να καθορίσει, επί της ουσίας, το από εδώ και πέρα της ιρανοϊσραηλινής σύγκρουσης.
Με τα σημερινά δεδομένα, Ιράν και Ισραήλ θα μπορούσαν να συνεχίσουν να ανταλλάσσουν πυρά για εβδομάδες, εξαντλώντας όμως συν τω χρόνω τα αποθέματά τους στο πλαίσιο μιας εξαιρετικά δαπανηρής διαδικασίας.
Όταν ξεκίνησε αυτή η νέα φάση της σύγκρουσης την περασμένη εβδομάδα με την έναρξη της επιχείρησης «Rising Lion», οι Ιρανοί είχαν στη διάθεσή τους περίπου 2.000 πυραύλους ικανούς να φτάσουν το Ισραήλ. Τουλάχιστον αυτή ήταν η εκτίμηση των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων-IDF, σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Μέσα στις πρώτες τέσσερις ημέρες των συγκρούσεων, εκτιμάται ότι εκτόξευσαν περίπου 350 με 400 από αυτούς τους πυραύλους.
(REUTERS/Kevin Mohatt/File Photo)
Το Ισραήλ σαφώς και έχει το πάνω χέρι στο μέτωπο των συγκρούσεων. Το Ιράν ωστόσο είχε αποδείξει στο παρελθόν ότι μπορεί να αντέξει επιθέσεις όχι μηνών αλλά ακόμη και ετών. Ο πόλεμος Ιράν-Ιράν διήρκεσε, επί παραδείγματι, σχεδόν οχτώ χρόνια καλύπτοντας σχεδόν το σύνολο της δεκαετίας του 1980. Το Ισραήλ μπορεί να είναι πια καλύτερα εξοπλισμένο από ό,τι ήταν πριν από δεκαετίες το Ιράκ του Σαντάμ, πλην όμως δεν έχει κοινά σύνορα με το Ιράν όπως είχε το Ιράκ και ως εκ τούτου θα πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο χερσαίων επιχειρήσεων.
(Office of the Iranian Supreme Leader via AP)
Ετσι όμως τα δεδομένα μας οδηγούν ξανά στον «παράγοντα ΗΠΑ» που αναμένεται να αποδειχθεί καθοριστικός των εξελίξεων από άποψη διάρκειας αλλά και έκβασης.
Οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να παρέμβουν:
- διπλωματικά (επιβάλλοντας την επανεκκίνηση των συνομιλιών για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης)
- στρατιωτικά (δίνοντας στους Ισραηλινούς τις bunker buster βόμβες που χρειάζονται για να πλήξουν τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις στο Φορντό)
- στρατιωτικά και έπειτα διπλωματικά («επιτρέποντας» ισραηλινές επιθέσεις που θα αποδυναμώσουν ακόμη περισσότερο την Τεχεράνη και εν συνεχεία «καλώντας» τους Ιρανούς σε συνομιλίες).
Σημαντική σημείωση: ο Τραμπ θα κληθεί στην προκειμένη περίπτωση να ισορροπήσει μεταξύ Πούτιν και Νετανιάχου, ανάμεσα δηλαδή σε δύο ηγέτες που θέλουν επί του παρόντος διαφορετικά πράγματα: την επιβίωση της ιρανικής ισχύος ο πρώτος (ο Ρώσος πρόεδρος) και τη συντριβή της ιρανικής ισχύος ο δεύτερος (ο Ισραηλινός πρωθυπουργός).
Εάν δώσουν τελικώς το πράσινο φως για την εξόντωση του Χαμενεΐ και ο 86χρονος Ιρανός ηγέτης όντως βγει από το κάδρο των εξελίξεων, το ερώτημα είναι ποια θα μπορούσε να είναι η διάδοχη κατάσταση πολιτικά εντός του Ιράν. Θα μπορούσε, άραγε, ο 64χρονος Ρεζά Παχλαβί, ο εξόριστος υιός του τελευταίου σάχη, να επιστρέψει στην Τεχεράνη με την αποστολή να αναλάβει τα πολιτικά ηνία, 46 χρόνια έπειτα από την ισλαμική επανάσταση; Ενα τέτοιο σενάριο αξιολογείται ως πρακτικά πολύ δύσκολο με τα σημερινά δεδομένα. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, υπάρχει και το πρόσφατο προηγούμενο της ανατροπής του Μπασάρ αλ Ασαντ στη Συρία. Η Συρία ήταν, όμως, πεδίο ένοπλων -proxy και εμφυλιοπολεμικού τύπου- συγκρούσεων για χρόνια πριν από την ανατροπή του Ασαντ τον Δεκέμβριο του 2024, ενώ στην περίπτωση του Ιράν δεν ισχύει κάτι ανάλογο παρά τις κοινωνικές «εκρήξεις» των τελευταίων ετών (βλ. υπόθεση Μαχσά Αμινί κ.ά.).
Ετσι όμως τα δεδομένα μας οδηγούν ξανά, όπως προαναφέρθηκε, στον «παράγοντα ΗΠΑ» που αναμένεται να αποδειχθεί καθοριστικός των εξελίξεων.
Τι θα κάνει ο Τραμπ; Οι Ισραηλινοί θα τον ήθελαν στο πλευρό τους, αλλά με τους δικούς τους όρους. Ο Αμερικανός πρόεδρος θα πρέπει, όμως, να λάβει παράλληλα υπόψη και τις σοβαρές ενστάσεις που εκφράζουν συντηρητικοί κύκλοι εντός των ΗΠΑ. Γνωστοί στο ευρύ κοινό παράγοντες της MAGA (Make American Great Again) τάσης, μεταξύ αυτών μιντιακές προσωπικότητες (βλ. Τάκερ Κάρλσον), κορυφαία στελέχη της νυν ομοσπονδιακής διοίκησης (βλ. Τζέι Ντι Βανς) αλλά και μέλη της ιδίας της τραμπικής οικογένειας (όπως ο προεδρικός υιός Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ), ζητούν επιμόνως, εδώ και καιρό, τη μεγαλύτερη δυνατή απεμπλοκή των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή, ερχόμενοι όμως έτσι σε ρήξη με τους νεοσυντηρητικά «γεράκια» του Ρεπουμπλικανικού «κατεστημένου».
Τι θα κάνει ο Τραμπ και με ποιο χρονοδιάγραμμα; Το μόνο βέβαιο είναι ότι χρόνος πιέζει.