

Του Χρίστου Μπουρή
Η φρίκη του πολέμου παραμένει βαθιά ριζωμένη στις μνήμες των ανθρώπων που βίωσαν την τουρκική εισβολή. Ακριβώς πριν 51 χρόνια οι σειρήνες ήχησαν γύρω στις 05:30 το πρωί και ο χρόνος πάγωσε. Η Τουρκία εισβάλει στην Κύπρο παραβιάζοντας κάθε κανόνα του Διεθνούς Δικαίου. Έκτοτε, το μισό νησί παραμένει υπό κατοχή. Ως αποτέλεσμα της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν και έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα. 51 χρόνια μετά, η «Κ» επικοινώνησε με ανθρώπους που βίωσαν την εισβολή και τους ζήτησε να μας πουν πως οι ίδιοι ένοιωσαν τη στιγμή που ξέσπασε, που βρισκόταν, αλλά και πως αντέδρασαν.
Ανδρούλα Νικολάου, 65 ετών πρόσφυγας από τα Λιβερά της Κερύνειας
Η κα Ανδρούλα, από τα Λιβερά της Κερύνειας, ήταν 15 χρόνων όταν ξέσπασε η τουρκική εισβολή. «Άρχισε η ώρα πεντέμισι το πρωί, τζοιμούμασταν και ακούσαμε τις πρώτες πόμπες που έπεφταν. Σηκωθήκαμε ανοίξαμε την πόρτα και μετά ξανά κλείσαμε γιατί είχε αεροπλάνα συνέχεια και φοούμασταν. Ποσιεπάζαμε που τα παράθυρα να δούμε τον πόλεμο, να ακούσουμε. Βλέπαμε το αεροπλάνο τέλια χαμηλά και είχε ένα αυτοκίνητο στο δρόμο και βούραν το και έσυρνε του σφαίρες».
Με την οικογένειά της έπιασαν τις μπουκάλες τους με το νερό και έφυγαν. Αρχικά πήγαν και κρύφτηκαν σε σπηλιές κοντά από το σπίτι τους. Τη νύχτα επέστρεφαν στο σπίτι και τσιμπούσαν από τα ζυμωτά που έφτιαχνε η μητέρα της και έπαιρναν το σεντόνι τους και μια κουβέρτα και πήγαιναν να κοιμηθούν στα χωράφια, με το φόβο της ιδέας να μην τους βρουν στα σπίτια τους. «Σάμπως και μες στα χωράφια δεν θα μας έπιαναν, αλλά αμαν εν ξέρεις που πόλεμο, έτσι έκοφκε ο νους μας».
Μετά την εκεχειρία, η οικογένεια της πήγε προς την Άλωνα, όπου μαζί με άλλα πολλά άτομα ζούσαν στρυμωγμένοι στο δημοτικό της περιοχής. «Για ένα μήνα όσσο τζαι μας χωρούσε τζαι πέφταμε εκεί, με τα ίδια ρούχα. Ούτε μπάνιο, ούτε τίποτα, μόνο τουαλέτα είχε», σχολιάζει.
Συγκινητική είναι η περιγραφή της για το ταξίδι του πατέρα της με οτοστόπ από την Άλωνα στα Λιβερά για να δει εάν ήταν καλά ο γιός του που πολεμούσε στον Πενταδάκτυλο, αλλά και για να φέρει πράγματα στην οικογένειά του. «Όταν ήταν να έρθει πίσω έπιασε το τρακτέρ, φόρτωσε σεντόνια και τα έδεσε πάνω και τα έφερε. Ήρθε τζαι την άλλη ημέρα έγινε η δεύτερη φάση της εισβολής τζαι μέναμε εκεί στο σχολείο».
Παράσχος (Πάρης) Ζωνιάς, 81 ετών από το Δάλι
Ο κος Πάρης Ζωνιάς, από το Δάλι, 30 χρονών τότε, αφηγείται στην «Κ» πως όλα έγιναν με το «βούρος». Ο ίδιος εργαζόταν ως τραπεζικός στο Βαρώσι και ήταν εκεί γραμμένος ως έφεδρος.
Κατά το ξέσπασμα της εισβολής θυμάται, «γύρω στις πεντέμισι ακούγαμε κάτι εκρήξεις, βομβαρδισμούς, ανοίγω τα παράθυρα και βλέπουμε που μακριά τα αεροπλάνα. Ανοίξαμε το ράδιο και μας καλούσαν να πάμε έφεδροι».
Περιγράφοντας τις πρώτες του κινήσεις, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι φόρεσε «μάνι - μάνι» τα στρατιωτικά του στολή και έπιασε το αυτοκίνητο να πάει στο Βαρώσι, με αρχικό όμως προορισμό τον αστυνομικό σταθμό του Πέρα Χωρίου. «Είχε πολλούς εκεί, οι Αστυνομικοί μας είπαν φύετε πρέπει να πάτε στις μονάδες σας. Είχε κανένα δυο που θα πηγαίναν Βαρώσι και με πήραν αυτοί. Καθώς εκοντεύκαμε της Λευκωσίας, βλέπαμε τα αεροπλάνα, και πήγαιναν προς της ΕΛΔΥΚ και τη Μια Μηλιά».
Χωρίς να μπορούν να προσεγγίσουν τον δρόμο προς το Βαρώσι κατέληξαν στο στρατόπεδο στην Αθαλάσσας όπου εκεί έμειναν μέχρι την Τρίτη, όταν και μετά μεταφέρθηκαν μαζί με άλλους 25 – 30 στρατιώτες προς την περιοχή Καϊμακλίου – Βορείου Πόλου. Ο κος Πάρης περιέγραφε την κατάσταση που βρισκόταν εκείνη η περιοχή, με τους δρόμους γεμάτους λακκούβες από του βομβαρδισμούς. Προς το βράδυ, ο ίδιος κατάφερε να βρει ένα τηλέφωνο που λειτουργούσε και επικοινώνησε με τη γυναίκα του για να της πει ότι ήταν καλά και το ότι δεν ήταν στο Βαρώσι.
«Υπήρχε μεγάλη ανοργανωσιά από τους αξιωματικούς», περιγράφει και ενώ οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν, μαζί με άλλους εφέδρους πήγαιναν να βρουν τους φαντάρους που εκτίαν τη θητεία τους. Σε κάποια στιγμή, καθώς περνούσε από ένα σπίτι που ήταν άδειο, εκείνη τη στιγμή βγήκε έξω στη βεράντα και από την πτώση ενός όλμου τον σκέπασαν τα αέρια. Ο ίδιος χωρίς να καταλάβει ακριβώς τι έγινε, ένας φίλος που βρισκόταν μαζί του λέει, «ρε Πάρη μα είσαι ολογαίματος».
Μαζί με άλλους τραυματίες μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο στη Λευκωσία κι αφού έτυχε περίθαλψης, παρέδωσε το όπλο του σε έναν αξιωματικό και με οτοστόπ επέστρεψε στο Δάλι. Η οικογένειά του και γυναίκα του, που κρατούσε την τότε 1μιση ετών κόρη τους, ξαφνιάστηκαν όταν τον είδαν και ξέσπασαν σε κλάματα, αφού λίγες ώρες πριν επικοινώνησε μαζί τους και τους έλεγε πως ήταν καλά.
Μαρία Χαραλάμπους, 90 ετών πρόσφυγας από το Νέο Χωριό Κυθρέας
Η κα Μαρία λέει στην «Κ», «εγώ ήμουν στο Νέο Χωριό Κυθρέας. Εγώ είχα πολλά μωρά τότε, είχα 8 μωρά και στις 20 Ιουλίου εφοήθηκα πολλά. Εσυζητούσαν ότι μπορεί να γίνει και δεύτερη εισβολή τις επόμενες μέρες αλλά εγώ εν ήθελα να φύω. Τη μέρα της εισβολής ακούαμε τα αεροπλάνα, εβλέπαμε τους καπνούς που την πλευρά της Κερύνειας. Εν επεριμέναμε φυσικά ότι ήταν να φύγουμε και εμείς ύστερα που λίγες ημέρες».
Συνεχίζοντας αναφέρει, «εμαζεύτηκαν τζιαμέ ούλλοι οι γειτόνοι, εκλαίαμε. Ο γιός μου εμένα τότε ήταν στρατιώτης, ετρέμαμε που το φόβο μας να δούμε τι εν να γινεί, εν τζαι μπορούσαμε να μάθουμε που ήταν και τι θα γινόταν. Η κόρη μου η μεγάλη μόλις είχε τελείωσει το σχολείο και εν εμπορούσε να πιάσει το απολυτήριο της γιατί είχε πραξικόπημα τις προηγούμενες μέρες. Ακούσαμε τις σειρήνες που το πρωί το χάραμα. Εβάλαμε τις ειδήσεις και εμάθαμε ότι εμπήκαν οι Τούρκοι στην Κερύνεια».
Η κα Μαρία ως μάνα τότε περιγράφει χαρακτηριστικά, «η έννοια μας ήταν να σάσουμε τα μωρά μας που είχαμε μωρά μητσία μες το κακό ούλλο. Εγώ θυμάμαι ότι επιαν μας τζαι μαγειρεύκαμε κανονικά. Εγώ μάλιστα εζύμωσα και εφούρνιζα. Επερνούσαν τα αεροπλάνα που πάνω και εν τζαι έβαλε το ο νους μου εμένα, αθώα εν έξερα που πόλεμο, ότι εν να θωρούν τους καπνούς. Εφώναζε μου ο άντρας μου ‘’Χώστου, εστάθηκες τζιαμέ στόχος τους, εν αρκιμός να μας σύρουν τζαι εμάς’’. Εγώ που το φόβο μου έπεσα τζιαμέ κάτω σε μια γωνιά».
Περιγράφει πως ο κόσμος στο χωριό ήταν αναστατωμένος. «Παντού φωνές, συζητήσεις, κλάματα. Εμπορούσες να έχεις όρεξη να δουλέψεις ή να κάμεις τίποτε άλλο; Αφού εθωρούσαμε τους καπνούς. Κάθε σπίτι, όπως τζαι το δικό μας ήταν χώρος συζήτησης του κακού. Εν το έβαλε ο νους μας το κακό που πάθαν τα πλάσματα πάνω στην Τζερύνεια ούτε ότι τζαι εμείς ήταν να πάθουμε το κακό λίες μέρες μετά. Θυμούμαι ότι που την ίδια ημέρα εξεκίνησε κόσμος και έρχετουν κάτω στα χωρία μας που την Κερύνεια πάνω. Ηθέλαν να πάν στη Λευκωσία να γλυτώσουν. Θυμάμαι εδίναμε των ανθρώπων ρούχα, φαί να φαν εν εμπορούσαμε να τους αφήκουμε έτσι».
Το πιο λυπητερό σκηνικό που ίδια θυμάται, ήταν ένας κύριος από το Μπέλαπαϊς που περνούσε με το αυτοκίνητο του από το χωριό και τον ρώτησε ένας γείτονας τους «ρε κουμπάρε μου, τι γίνεται πες μας» και ο κύριος απάντησε με ένα βαθιά λυπημένο ύφος, με κλάματα «τι να σου πω ρε κουμπάρε; Επετσοκόψαν μας, εκαθαρίσαν μας». «Αρκετοί χωριανοί επεριμέναν ότι ήταν να γίνει λόγω του πραξικοπήματος, αλλά όχι έτσι όπως ήρτεν τζαι ήβρε μας. Είχαμε και πολλούς πραξικοπηματίες που εν εμιλούσαν αλλά εγυρίζαν με τα όπλα. Οι φόβοι του ξεριζωμού εν αργήσαν να ρτουν να μας έβρουν τζαι εμάς τζαι τζιαμέ εξεκίνησε ο δικός μας γολγοθάς».
Άντρη Νικολάου, 68 ετών πρόσφυγας από το Νέο Χωριό Κυθρέας
Η κα Άντρη ήταν 17 χρονών στην πρώτη εισβολή. «Θυμάμαι αναστάτωση, φωνές, εξυπνήσαμε άρον άρον γιατί εν ξημερώματα που ξεκίνησε η εισβολή. Ακούσαμε τις σειρήνες τζαι ύστερα κάποιος έπαιζε τις καμπάνες να ενημερώσει το χωριό. Οι γειτόνοι εφωνάζαν ‘’κάτι γίνεται, έχει πόλεμο’’ αφού εβλέπαν τα αεροπλάνα που επετούσαν πάνω. Εγυρεύκαμε καλύματα και προστασία να καλυφτούμε».
Λέει ότι πήγαν σε μια γειτόνισα που είχε κάτι σαν το υπόγειο και κρύφτηκαν για λίγο εκεί. «Είχαμε και το ραδιόφωνο μας στο σπίτι και έβαζα το να ακούω. Ο Μπαϊρακης ο σταθμός ελάλε ‘’η Κυθρέα είναι δική μας είναι τουρκική’’. Εγώ εξεκίνησα και έσαζα την τσέντα μου ο παπάς μου εθύμωσε μου «κόρη σταμάτα, φοιτσιάζεις τα μωρά».
Συνεχίζει και λέει, «ο πατέρας μου επίστευε εκείνη τη μέρα ότι τα τουρκικά στρατεύματα δεν θα προχωρήσουν άλλο. Θυμάμαι ότι την μέρα της εισβολής δεν υπήρχε στους απλούς χωριανούς η κόντρα των προηγούμενων ημερών γιατί τώρα είχαμε μια πραγματική απειλή, η οποία ήταν εμφανής και δημιουργούσε φόβο. Εκουβεντιάζαμε όλη μέρα όλοι με το τι θα γίνει. Συνέχεια εβλέπαμε κόσμο να περνά με τα αυτοκίνητα, στρατιώτες. Θυμάμαι τις γειτόνισσες μας και εμάς να δίνουμε του κόσμου ψωμιά, πιάτα ρούχα».
Αφηγείται πως κανείς δεν πήγαινε δουλειά, ήταν όλοι κρυμμένοι, φοβισμένοι. Σημειώνει χαρακτηριστικά, «έγινε η ζωή μας από την μια στιγμή στην άλλη ένα μπάχαλο. Είχε μεσολαβήσει και το πραξικόπημα και είχαν γίνει πολλά έκτροπα στο χωρίο μας ήταν λες και δεν προλάβαμε να ανακάμψουμε και ξαφνικά εισβολή. Για μας δεν ήταν μόνο η 20η Ιουλίου που σημάδεψε τις ζωές μας αλλά όλες οι εβδομάδες μέχρι και την δεύτερη εισβολή που φύγαμε από το χωριό. Κάθε μέρα ήταν μια μέρα φόβου και αβεβαιότητας μέχρι που έρχεται η σειρά σου και τελικά φεύγεις και εσύ με μια βαλίτσα στο χέρι».
«Εγώ ακόμα μέχρι σήμερα δεν θέλω να ακούω σειρήνες ή το θόρυβο των αεροπλάνων των μαχητικών. Φοβάμαι», καταλήγει η κα Άντρη.