

Του Έκτορα Γεωργίου
Κάθε χρόνο, λίγες μέρες πριν από τις δύο μαύρες επετείους για τη Δημοκρατία, κάτι άλλαζε στο σπίτι μας, η συμπεριφορά του πατέρα μου δεν ήταν ίδια όπως τις άλλες φορές. Είχε πολεμήσει το 1974. Μια απότομη αλλαγή στη διάθεση και η διαφοροποίηση έκφρασης μαρτυρούσαν πολλά, φανέρωναν ένα διαχρονικό τραύμα που δεν επουλώθηκε ποτέ και ας πέρασαν πενήντα ένα χρόνια. Ένα τραύμα που στιγμάτισε και βαραίνει ολόκληρη την Κύπρο μέχρι σήμερα, κάθε σπίτι, κάθε οικογένεια με διαφορετικό τρόπο. Πενήντα ένα χρόνια μετά το πραξικόπημα και την εισβολή της Τουρκίας, το τραύμα του πολέμου εξακολουθεί να υπάρχει και να πληγώνει όχι μόνο αυτούς που έζησαν εκείνες τις μαύρες μέρες αλλά και τους επόμενους που ήρθαν. Μπορεί να πέρασε περισσότερο από μισός αιώνας, να γράφτηκαν αρκετά και να ειπώθηκαν ακόμη περισσότερα, ωστόσο, οι μνήμες ξυπνούν πάντα τέτοιες μέρες, υπενθυμίζοντας ότι το τραύμα είναι εδώ.
Για το τραύμα του 1974 συζητήσαμε με τον κοινωνιολόγο και ακαδημαϊκό κ. Νίκο Περιστιάνη. Έχει αρχίσει να επουλώνεται «σιγά-σιγά» το τραύμα, αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Περιστιάνης στην «Κ», ωστόσο, αυτές τις μέρες είναι διαφορετικά. Στις 5:30 το πρωί, οι σειρήνες ηχούν, οι μνήμες επιστρέφουν, είναι αδύνατον τα πρόσωπα που έζησαν τα γεγονότα να ακούσουν τις σειρήνες και να μην κατακλυστούν από συναισθήματα, τονίζει. Όπως εξηγεί, πρόκειται για ένα συλλογικό τραύμα, γιατί επηρέασε με έναν δραματικό τρόπο την κοινωνία μας, χαρακτηρίζοντας τα τραγικά γεγονότα ως μια μεγάλη αρνητική τομή, ίσως η μεγαλύτερη που έχει συμβεί στη Δημοκρατία.
Η διάνοιξη των οδοφραγμάτων το 2003 αποτέλεσε έναν σημαντικό σταθμό, αφού λειτούργησε ως μερική επούλωση του τραύματος
Διάχυση του πόνου
Σε προσωπικό επίπεδο, οι άνθρωποι που βίωσαν τον πόλεμο είχαν τεράστιες συνέπειες τόσο ψυχικές όσο και κοινωνικές. Ενδεικτικό, είναι και το παράδειγμα του Αγγλοκύπριου ανθρωπολόγου Πίτερ Λοΐζος, ο οποίος μέσα από έρευνες κατέδειξε τη σημαντική αύξηση στις ψυχικές ασθένειες και τις καρδιοπάθειες, μετά το 1974 στην Κύπρο. Παρ’ όλ’ αυτά, το τραύμα του πολέμου δεν περιορίστηκε μόνο στους εκτοπισμένους, «το τραύμα πλήγωσε το ένα τρίτο του πληθυσμού, αλλά επηρέασε και τους υπόλοιπους με πολλούς, πιο έμμεσους, ήπιους, αλλά εξίσου οδυνηρούς τρόπους», εξηγεί ο κ. Περιστιάνης.
Ο κόσμος χωρίστηκε σε δύο κατηγορίες, τους πρόσφυγες και τους μη πρόσφυγες. Ως συνέπεια αυτός ο διαχωρισμός διαμόρφωσε την κυπριακή κοινωνία. Στην πράξη, ο πόνος διαχύθηκε με πολλούς τρόπους, με τον κ. Περιστιάνη να αναφέρει ότι «η κοινωνία έπρεπε να υποφέρει, άμεσα ή έμμεσα, με κάποιον τρόπο». Για παράδειγμα, δημιουργήθηκαν απογευματινά τμήματα στα σχολεία για να καλυφθούν οι ανάγκες των εκτοπισμένων παιδιών, μάλιστα, αρκετός κόσμος φιλοξένησε τους πρόσφυγες στα σπίτια του. Παράλληλα, επισημαίνει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα άρχισε να διδάσκει το «Δεν Ξεχνώ», σε μια προσπάθεια να μείνουν ζωντανές οι μνήμες, ωστόσο, το «να μην ξεχάσουμε» σήμαινε, εκ των πραγμάτων, ότι το τραύμα έμενε ανοικτό.
Τραύμα από «δεύτερο χέρι»
Το τραύμα της εισβολής δεν περιορίστηκε μόνο στα άτομα που έζησαν τα τραγικά γεγονότα του 1974, αλλά μεταφέρθηκε και στις επόμενες γενιές, ωστόσο, με έναν πιο ήπιο τρόπο. Για τους νέους, «το τραύμα δεν είναι υπαρξιακό, δεν το έζησαν στο πετσί τους», δεν βίωσαν την εισβολή και τον εκτοπισμό, αλλά «έζησαν» τις μαύρες μέρες του πολέμου μέσα από αφηγήματα των μεγαλύτερων αλλά και της εκπαίδευσης. Παρά την απόστασή της από τα γεγονότα, η νέα γενιά μεγάλωσε στο περιβάλλον του «Δεν ξεχνώ», πράγμα το οποίο είχε μεγάλες επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν την άλλη κοινότητα μέχρι σήμερα. Με τον κ. Περιστιάνη να προσθέτει ότι έτσι συντηρείται η μονοδιάστατη εικόνα του άλλου ως «μεγάλου εχθρού», επισημαίνοντας ότι το τραύμα παραμένει. Ωστόσο, ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνει πιο τοξικό και επικίνδυνο, εντείνοντας τη δυσκολία να προχωρήσουμε σε ένα νέο μέλλον με επουλωμένες πληγές. Παρ’ όλ’ αυτά, οι νέοι δεν κληρονόμησαν μόνο το τραύμα, αλλά και την ευθύνη να διαμορφώσουν το μέλλον και να επουλώσουν τις πληγές.
Μια μορφή θεραπείας
Η διάνοιξη των οδοφραγμάτων το 2003, αποτέλεσε έναν σημαντικό σταθμό, αφού λειτούργησε ως μερική επούλωση του τραύματος. Για πρώτη φορά μετά και το 1974, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για μια νέα επαφή των δυο κοινοτήτων, πράγμα που όχι μόνο βοήθησε στην επούλωση αλλά και στην οποιαδήποτε μελλοντική λύση. Η επούλωση που επέφερε η διάνοιξη ήταν μερική και άνιση, με τον κ. Περιστιάνη να εξηγεί ότι η επιστροφή για όσους έζησαν τα γεγονότα ήταν επώδυνη, και για τους υπόλοιπους μια ευκαιρία να γνωρίσουν την άλλη πλευρά. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων ήταν το πρώτο βήμα ώστε τα κατεχόμενα να πάψουν να είναι κάτι άγνωστο, δίνοντας την ευκαιρία στους Ε/κ να αντιμετωπίσουν το παρελθόν με μια νέα προσέγγιση. Η επαφή των δύο κοινοτήτων δεν άλλαξε αναγκαστικά τα στερεότυπα, με πολλούς να διατηρούν τον φόβο και τη δυσπιστία τους σε μεγάλο βαθμό. Στην ουσία, το τραύμα δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ άμεσα, ούτε υπήρξε μια διαδικασία συμφιλίωσης.
Η λύση
Το κυπριακό πρόβλημα παραμένει χωρίς λύση εδώ και πενήντα ένα χρόνια. Σε ερώτηση αν το τραύμα επηρεάζει τη λύση του Κυπριακού, η απάντηση του κ. Περιστιάνη είναι θετική. Όπως εξηγεί, «ξεχνάμε τα τραύματα της άλλης πλευράς, τα αγνοούμε πλήρως», προσθέτοντας ότι εστιάζουμε μόνο στο δικό μας τραύμα και μένουμε εγκλωβισμένοι στη δική μας οικογενειακή αφήγηση. Παρά τα τόσα χρόνια που πέρασαν, οι δύο κοινότητες δεν έκαναν κάποια σοβαρή προσπάθεια να καταλάβουν η μία την άλλη. Επισημαίνει ότι έχουμε ανοιχτό τραύμα, γιορτάζοντάς το, γιορτάζουμε δηλαδή τη «μη λύση», και συνεχίζουμε να λέμε ότι πάντα φταίει ο άλλος. Παρά την ανάκαμψη της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά την εισβολή, με τρόπο που αρκετοί χαρακτήρισαν ως «οικονομικό θαύμα» και τη στήριξη χιλιάδων εκτοπισμένων, το τραύμα της απώλειας είχε σοβαρές συνέπειες. Ένα τραύμα που παραμένει ανοιχτό και μετατρέπεται σε γάγγραινα, σύμφωνα με τον κ. Περιστιάνη, και δυστυχώς, δεν μένει πολύς χρόνος για να το αντιμετωπίσουμε.