ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Ελληνική: Κέρδη 45 εκατ. στο 1ο τρίμηνο 2025

Στο αντίστοιχο διάστημα του 2024 τα κέρδη ήταν στα 93,3 εκατ. - Κυριότεροι παράγοντες της μείωσης ήταν τα χαμηλότερα συνολικά καθαρά έσοδα από τόκους

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Κέρδη 44,6 εκατομμυρίων ευρώ κατέγραψε η Ελληνική Τράπεζα για το πρώτο τρίμηνο του 2025, έναντι κερδών 93,3 εκατ. ευρώ για την 1η τριμηνία του 2024. Η απόδοση των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (ROTE) ανήλθε σε 9,6% για την 1η τριμηνία του 2025 σε σύγκριση με 24,8% την 1η τριμηνία του 2024.

Όπως σχολιάζει η Τράπεζα στα οικονομικά της αποτελέσματα, οι κυριότεροι παράγοντες της μείωσης ήταν τα χαμηλότερα συνολικά καθαρά έσοδα από τόκους και τα ψηλότερα έξοδα αναδιάρθρωσης που πραγματοποιήθηκαν κατά την 1η τριμηνία του 2025.

Παράλληλα, ο Ρυθμιστικός Συνολικός δείκτης κεφαλαίου και αναπροσαρμοσμένος συνολικός δείκτης κεφαλαίου ανήλθε στο 35,5% και 36,3%, αντίστοιχα.

Περνώντας ξανά στα τα των εσόδων, τα καθαρά έσοδα από τόκους για την 1η τριμηνία του 2025 ανήλθαν σε €131,0 εκατ., μειωμένα κατά 13% σε σύγκριση με €151,0 εκατ. για την 1η τριμηνία του 2024. Η μείωση σε ετήσια βάση οφειλόταν κυρίως στα χαμηλότερα έσοδα από τόκους από το δανειακό χαρτοφυλάκιο και τα ψηλότερα έξοδα από τόκους στις καταθέσεις πελατών, κυρίως λόγω των ψηλότερων επιτοκίων καταθέσεων, που αντισταθμίστηκε εν μέρει από τα ψηλότερα έσοδα από τόκους σε χρεόγραφα λόγω της αύξησης του όγκου.

Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (σε ετησιοποιημένη βάση) για την 1η τριμηνία του 2025 ανήλθε σε 2,94% και σημείωσε μείωση ύψους 62 μ.β. σε σύγκριση με 3,56% για την 1η τριμηνία του 2024, αρνητικά επηρεασμένο από τη μείωση στα καθαρά έσοδα από τόκους, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, καθώς και από την αύξηση του μέσου όρου των τοκοφόρων περιουσιακών στοιχείων.

Τα μη επιτοκιακά έσοδα

Το σύνολο των μη επιτοκιακών εσόδων για την 1η τριμηνία του 2025 ανήλθε σε €25,5 εκατ. (αποτελείται από τα καθαρά έσοδα δικαιωμάτων και προμηθειών ύψους €15,5 εκατ., τα καθαρά κέρδη από διάθεση και επανεκτίμηση ξένου συναλλάγματος και χρηματοοικονομικών μέσων ύψους €4,7 εκατ., τα καθαρά έσοδα από ασφαλιστικές εργασίες ύψους €4,0 εκατ. και τα άλλα έσοδα ύψους €1,3 εκατ.), μειώθηκε κατά 10% σε σύγκριση με €28,3 εκατ. για την 1η τριμηνία του 2024. Η μείωση οφειλόταν κυρίως στη μείωση στα άλλα έσοδα και καθαρά έσοδα δικαιωμάτων και προμηθειών, που αντισταθμίστηκε εν μέρει από την αύξηση στα καθαρά έσοδα από ασφαλιστικές εργασίες.

Συγκεκριμένα τα καθαρά έσοδα από ασφαλιστικές εργασίες για την 1η τριμηνία του 2025 ανήλθαν σε €4,0 εκατ. σε σύγκριση με €2,5 εκατ. την 1η τριμηνία του 2024, αυξημένα κατά 60%, κυρίως λόγω της αύξησης στο καθαρό αποτέλεσμα ασφαλιστικών υπηρεσιών, που οφείλεται κυρίως στα ψηλότερα έσοδα από ασφαλιστικές υπηρεσίες και χαμηλότερα έξοδα από ασφαλιστικές υπηρεσίες, τα οποία αντισταθμίστηκαν εν μέρει από την ψηλότερη κατανομή στα έξοδα αντασφάλισης. Παρατηρείται επίσης μείωση στα καθαρά έξοδα χρηματοδότησης ασφαλίσεων, κυρίως από τον κλάδο ασφάλισης Ζωής, λόγω της χαμηλότερης απόδοσης των περιουσιακών στοιχείων που καλύπτουν από ασφαλιστικές υποχρεώσεις.

Νέα δάνεια 404 εκατ. ευρώ

Τα μεικτά δάνεια του Ομίλου στις 31 Μαρτίου 2025 ανήλθαν σε €5.928 εκατ., σε σύγκριση με €5.850 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2024 αυξημένα κατά 1% από το τέλος του έτους, καθώς οι αποπληρωμές αντιστάθμισαν τον νέο δανεισμό.

Στις 31 Μαρτίου 2025, τα καθαρά δάνεια και απαιτήσεις σε πελάτες του Ομίλου ανήλθαν σε €5.810 εκατ. σε σύγκριση με €5.738 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2024, αυξημένα κατά 1% από το τέλος του έτους. Το μερίδιο αγοράς δανείων26 της Τράπεζας στις 31 Μαρτίου 2025 ήταν 23,8% (31 Δεκεμβρίου 2024: 23,9%) και αποτελείται από 32,0% δάνεια σε Νοικοκυριά (31 Δεκεμβρίου 2024: 31,8%) και 19,2% δάνεια σε μη χρηματοοικονομικούς οργανισμούς (31 Δεκεμβρίου 2024: 19,1%).

Το σύνολο του νέου δανεισμού κατά την 1η τριμηνία του 2025 ανήλθε σε €404 εκατ., από τα οποία τα €75 εκατ. αφορούν συνολικό νέο πράσινο δανεισμό που αντιπροσωπεύει το 19% του συνολικού νέου δανεισμού της Τράπεζας, σημειώνοντας μείωση 94% σε ετήσια βάση σε σύγκριση με νέο δανεισμό ύψους €208 εκατ. για την 1η τριμηνία του 2024. Το σύνολο του νέου δανεισμού κατά την 1η τριμηνία του 2025 σημείωσε αύξηση ύψους 9% σε σύγκριση με νέο δανεισμό κατά την 4η τριμηνία του 2024 ύψους €370 εκατ. Ο νέος δανεισμός κατά την 1η τριμηνία του 2025 περιλαμβάνει δάνεια λιανικής €123 εκατ. (από τα οποία €87 εκατ. ήταν στεγαστικά δάνεια), €105 εκατ. εταιρικά δάνεια, €48 εκατ. εμπορικά δάνεια και €127 εκατ. ναυτιλιακά και διεθνή πιστωτικά δάνεια.

Η Τράπεζα συνέχισε την παροχή δανείων προς φερέγγυες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, ενώ ταυτόχρονα επικεντρώνεται στη διαχείριση των πρόωρων καθυστερήσεων και αποφυγή νέων MEΔ. Το μερίδιο αγοράς νέου δανεισμού της Τράπεζας στις 31 Μαρτίου 2025 ήταν 25,2% (31 Δεκεμβρίου 2024: 20,3%).

35,3% μερίδιο καταθέσεων

Οι καταθέσεις πελατών ανήλθαν σε €15,9 δισ. στις 31 Μαρτίου 2025 (31 Δεκεμβρίου 2024: €15,7 δισ.), αυξημένες κατά 1% από τις 31 Δεκεμβρίου 2024. Οι καταθέσεις αποτελούνταν από καταθέσεις σε Ευρώ ύψους €15,0 δισ. (31 Δεκεμβρίου 2024: €14,7 δισ.) και καταθέσεις σε ξένα νομίσματα ύψους €0,9 δισ. (31 Δεκεμβρίου 2024: €1,0 δισ.), κυρίως σε Αμερικάνικα Δολάρια.

Ο Όμιλος διαθέτει κυρίως λιανική πελατειακή καταθετική βάση και περίπου 66% των συνολικών καταθέσεων πελατών προστατεύονται από το σχέδιο εγγύησης καταθέσεων στις 31 Μαρτίου 2025. Το μερίδιο αγοράς καταθέσεων25 της Τράπεζας στις 31 Μαρτίου 2025 διαμορφώθηκε σε 28,5%, σε σύγκριση με 28,1% στις 31 Δεκεμβρίου 2024.

Το μερίδιο αγοράς καταθέσεων στις 31 Μαρτίου 2025 αποτελείτο από 35,3% καταθέσεις από Νοικοκυριά (31 Δεκεμβρίου 2024: 35,2%) και 19,0% καταθέσεις από Μη Χρηματοοικονομικούς οργανισμούς (31 Δεκεμβρίου 2024: 19,1%). Ο δείκτης καθαρών δανείων προς καταθέσεις ήταν 36,6% στις 31 Μαρτίου 2025 και στις 31 Δεκεμβρίου 2024.

ΜΕΔ στα 375 εκατ. ευρώ

Μείωση μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) Τα ΜΕΔ όπως ορίζονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) για τον Όμιλο, ανήλθαν στα €375 εκατ. στις 31 Μαρτίου 2025, σε σύγκριση με €382 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2024, μειωμένα κατά 2% από το τέλος του έτους (εξαιρουμένου των ΜΕΔ που καλύπτονται από το ΠΠΣ, τα ΜΕΔ ανήλθαν σε €0,1 δισ. στις 31 Μαρτίου 2025 και 31 Δεκεμβρίου 2024).

Η μείωση των ΜΕΔ κατά την 1η τριμηνία του 2025 οφείλεται κυρίως σε οργανική απομόχλευση, η οποία αντισταθμίστηκε εν μέρει από νέες αθετήσεις και δεδουλευμένους τόκους. Τα τερματισμένα δάνεια τα οποία περιλαμβάνονταν στα ΜΕΔ ανήλθαν σε €195 εκατ. στις 31 Μαρτίου 2025 (31 Δεκεμβρίου 2024: €201 εκατ.) και τα μεικτά δάνεια με ρυθμιστικά μέτρα στις 31 Μαρτίου 2025 ανήλθαν σε €259 εκατ. (31 Δεκεμβρίου 2024: €275 εκατ.).

Τα έξοδα προσωπικού

Τα έξοδα προσωπικού για την 1η τριμηνία του 2025 ανήλθαν σε €36,6 εκατ. αυξημένα κατά 13% σε σύγκριση με €32,5 εκατ. την 1η τριμηνία του 2024, και αντιπροσώπευαν το 51% των συνολικών εξόδων του Ομίλου (1η τριμηνία 2024: 46%). Οι κύριοι παράγοντες για την αύξηση στα έξοδα προσωπικού είναι οι μισθολογικές αυξήσεις και η αύξηση στο τιμαριθμικό επίδομα (ΑΤΑ), καθώς και το κόστος που προέκυψε από την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης που υπογράφτηκε τον Νοέμβριο του 2024, και καταβλήθηκε την 1η τριμηνία του 2025.

Αποχώρησαν 154 με το VRS

Στις 17 Φεβρουαρίου 2025, η Τράπεζα ανακοίνωσε την έναρξη του Σχεδίου Εθελούσιας Πρόωρης Αποχώρησης (το “Σχέδιο”) που ήταν σε ισχύ μέχρι τις 11 Μαρτίου 2025. Το Σχέδιο προσφέρθηκε σε όλο το μόνιμο προσωπικό της Ελληνικής Τράπεζας (συμπεριλαμβανομένης της Παγκυπριακής Ασφαλιστικής Λτδ και της Hellenic Life Insurance Company Ltd), με υπηρεσία πέραν των 5 ετών την ημερομηνία που ανακοινώθηκε το Σχέδιο. Το ποσό αποζημίωσης ανά άτομο που επέλεξε να αποχωρήσει με το Σχέδιο ήταν το χαμηλότερο από τα ακόλουθα: €200,000 ή 70% των υπόλοιπων αποδοχών του εργαζομένου (μισθοί μέχρι την συνταξιοδότηση). Στην ολοκλήρωση του Σχεδίου, 154 εργαζόμενοι (περίπου 7% του προσωπικού του Ομίλου) είχαν εγκριθεί να συμμετάσχουν σε αυτό, με εκτιμώμενη ετήσια εξοικονόμηση στα έξοδα προσωπικού περίπου τα €11,2 εκατ.

Cost to income

Ο δείκτης εξόδων προς έσοδα για την 1η τριμηνία του 2025 ανήλθε στο 45,9% σε σύγκριση με 39,7% για την 1η τριμηνία του 2024, ενώ για την 4η τριμηνία του 2024 ο δείκτης εξόδων προς έσοδα ανήλθε στο 43,3%. Η ετήσια αύξηση οφειλόταν κυρίως στη μείωση στα συνολικά καθαρά έσοδα (13%). Η τριμηνιαία αύξηση οφειλόταν στα χαμηλότερα συνολικά καθαρά έσοδα παρά τη μείωση των συνολικών εξόδων κατά την 1η τριμηνία του 2025.

Ο δείκτης εξόδων προς έσοδα, αναπροσαρμόζοντας για τον Ειδικό Φόρο Πιστωτικών Ιδρυμάτων, την συνεισφορά στο ΣΕΚ22, τα έξοδα Μετασχηματισμού23 μειώθηκε στο 41,5% για την 1η τριμηνία του 2025 και 32,5% για την 1η τριμηνία του 2024, ενώ ο αναπροσαρμοσμένος δείκτης εξόδων προς έσοδα22 για την 4η τριμηνία του 2024 ανήλθε στο 39,5%.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.com.cy

Επιχειρήσεις: Τελευταία Ενημέρωση

X