
Kathimerini.gr
Το 1987 στον κατάλογο του Forbes με τους δισεκατομμυριούχους του κόσμου υπήρχαν μόνον 140 ονόματα, ενώ το 2025 ο αριθμός έχει εκτοξευθεί στα 3.000 άτομα. Το άθροισμα του πλούτου τους το 1987 ήταν 295 δισ. δολ., αλλά σήμερα ανέρχεται στα 16 τρισ. δολ. Είναι, όμως, αυτοί που καταβάλλουν ισχνούς φόρους. Οπως επισημαίνει σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, ακόμη κι όταν ληφθεί υπόψη η ραγδαία άνοδος της Κίνας, η αύξηση είναι δραματική τόσο ως προς τον αριθμό των βαθύπλουτων, όσο και ως προς το ύψος του πλούτου τους. Ο πλούτος του Ελον Μασκ, που θεωρείται ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, υπολογίζεται σε 342 δισ. δολ., πολύ περισσότερο δηλαδή από όσο ήταν το άθροισμα του πλούτου όλων των βαθύπλουτων το 1987. Επιπλέον, στο διάστημα από το 1987 έως το 2024 το πλουσιότερο 0.0001% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει δει τον πλούτο του να αυξάνεται ετησίως κατά 7,1% κατά μέσον όρο, όταν στο ίδιο διάστημα ο πλούτος ενός μέσου ανθρώπου αυξήθηκε μόλις 3,2%.
Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα, ο Γκάμπριελ Ζούκμαν, καθηγητής Οικονομικών στο Μπέρκλεϊ, τονίζει πως «θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στο ζήτημα των πλουσίων, εκείνων που όχι μόνον είναι οι πλουσιότεροι στον κόσμο, αλλά προκύπτει πως πληρώνουν τους λιγότερους φόρους». Πράγματι οι 400 πλουσιότεροι Αμερικανοί καταβάλλουν συνολικά φόρους ύψους 23,8% των εσόδων τους, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τον μέσο εργαζόμενο είναι 30% και για τους υψηλόμισθους εργαζόμενους 45%. Είναι, όμως, δύσκολο να λυθεί το πρόβλημα παρά τις ιδέες που πέφτουν κατά καιρούς στο τραπέζι, όπως, π.χ., η ιδέα για έναν ενιαίο συντελεστή 2% σε όσους έχουν πλούτο άνω του 1 δισ. δολ. Οι φόροι εισοδήματος και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης μαζί με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης είναι συνήθως οι κυριότερες πηγές άντλησης εσόδων για το κράτος στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Ομως οι φόροι αυτοί δεν αγγίζουν τον τεράστιο πλούτο των βαθύπλουτων που συνήθως είναι συγκεντρωμένος σε ακίνητα, επενδύσεις, μετοχές ή επιχειρήσεις.
Οι περισσότερες προσπάθειες των κρατών να επιβάλουν υψηλότερη φορολογία στον μικρό αριθμό των βαθύπλουτων ατόμων πέφτουν συνήθως στο κενό, καθώς οι ενδιαφερόμενοι αλλάζουν συμπεριφορά, μετακινούνται σε άλλη χώρα και το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Σε ό,τι αφορά δε την επιβολή αυστηρότερης φορολογίας σε όσους είναι πλούσιοι αλλά όχι βαθύπλουτοι και αποτελούν πολύ ευρύτερη φορολογική βάση, είναι πιο εύκολη υπόθεση αλλά έχει πολιτικό κόστος και αυτό φαίνεται στο εκλογικό αποτέλεσμα. Ετσι, οι περισσότερες προσπάθειες εγκαταλείπονται εύκολα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 περίπου οι μισές από τις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ επέβαλαν ετήσιο καθαρό φόρο στους πλουσιότερους πολίτες τους. Σήμερα στην Ευρώπη μόνον η Ισπανία, η Νορβηγία και η Ελβετία έχουν ακόμη σε ισχύ εκείνο τον φόρο και αντλούν σχετικά μικρά έσοδα από αυτόν.
Οπως υπογραμμίζει ο Πασκάλ Σεντ Αμάνς, πρώην επικεφαλής του τομέα φορολογίας στον ΟΟΣΑ, «οι πλούσιοι μετακινούνται πάρα πολύ εύκολα και δεν είναι ουσιαστικά δεμένοι με τη χώρα στην οποία έχουν αποκτήσει τον πλούτο τους, γι’ αυτό μόλις δουν κάτι που τους δυσαρεστεί φεύγουν». Και αν ρωτήσει κανείς τους βαθύπλουτους, «μα σε τι είστε αφοσιωμένοι, στη χώρα σας ή στα χρήματά σας;», θα απαντήσουν σίγουρα «στα χρήματά μας».