
ΚΥΠΕ
Σχέδιο ύψους €1,3 εκατομμυρίων για την οικονομική στήριξη για τρεις μήνες στους εργαζομένους οι οποίοι δεν μπορούν να εργαστούν λόγω των ζημιών στους χώρους εργασίας τους ή στα μέσα της επαγγελματικής τους δραστηριότητας από την πυρκαγιά στην επαρχία Λεμεσού, ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο την Τετάρτη, ανακοίνωσε ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Γιάννης Παναγιώτου. Στόχος, είπε, είναι η πρώτη πληρωμή να καταβληθεί πριν από το τέλος Αυγούστου, στο πλαίσιο του σχεδίου που θα ισχύει μέχρι τον Οκτώβριο.
Η ενίσχυση θα αντιστοιχεί πλήρως στο ύψος του μισθού που λάμβανε ο κάθε εργαζόμενος κατά το προηγούμενο διάστημα, είπε ο Υπουργός, σημειώνοντας ότι στόχος είναι η παροχή προς τους επηρεαζόμενους να καταβληθεί χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες και ότι ξεκινά άμεσα η επικοινωνία με τους δικαιούχους για την επιβεβαίωση των στοιχείων τους.
Σε δηλώσεις του μετά την συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου στο Προεδρικό Μέγαρο, ο κ. Παναγιώτου, είπε ότι στις αποφάσεις που έχουν ληφθεί περιλαμβάνεται η παροχή οικονομικής στήριξης προς τους πληγέντες εργαζομένους, οι οποίοι δεν μπορούν να εργαστούν λόγω των ζημιών στους χώρους ή στα μέσα της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.
Σημείωσε ότι, η συγκεκριμένη παροχή αποσκοπεί στην διατήρηση αφενός της ροής των απολαβών για τους εργαζομένους και αφετέρου στην διατήρηση της στελέχωσης των επιχειρήσεων της περιοχής, ενόψει της αποκατάστασης των ζημιών και της επαναδραστηριοποίησης των επαγγελματιών και των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τον Υπουργό, δικαιούχοι είναι οι αυτοτελώς εργαζόμενοι και μισθωτοί, που δεν μπορούν να ασκήσουν την εργασία τους εξαιτίας των ζημιών που έχουν υποστεί οι χώροι ή τα μέσα της εργασίας τους ενώ το ύψος της οικονομικής στήριξης για τον κάθε εργαζόμενο «θα αντιστοιχεί πλήρως στο ύψος του μισθού που λάμβανε κατά τον προηγούμενο διάστημα, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτει το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με σημείο αναφοράς τις πληρωμές ασφαλιστικών πληρωμών κατά το προηγούμενο διάστημα». Περιλαμβάνει, πρόσθεσε, και την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών που αναλογούν τόσο στον εργοδότη όσο και στον εργοδοτούμενο, ώστε να μην δημιουργηθούν ασφαλιστικά κενά κατά το επόμενο διάστημα.
Ανέφερε ότι η παροχή θα καταβάλλεται σε μηνιαία βάση και οι πληρωμές των μισθωτών θα γίνονται μέσω των εργοδοτών τους, ενώ οι πληρωμές των αυτοτελώς εργαζόμενων θα γίνονται με καταβολή της παροχής απευθείας προς αυτούς τους ιδίους.
«Στόχος μας είναι η πρώτη πληρωμή που θα καλύπτει την περίοδο που διανύουμε τώρα και θα αντιστοιχεί στο μισθό που θα λάμβαναν οι εργαζόμενοι για τον Αύγουστο, να καταβληθεί πριν από το τέλος Αυγούστου», είπε. Σημείωσε ότι η περίοδος ισχύος του σχεδίου έχει διάρκεια τριών μηνών, μέχρι τον Οκτώβριο, με δυνατότητα επέκτασης αναλόγως της σταδιακής επαναδραστηριοποίησης σύμφωνα με τα επόμενα βήματα. Το συνολικό κόστος που εκτιμάται ότι θα έχει αυτή η παροχή για την συγκεκριμένη περίοδο εκτιμάται σε 1,3 εκατομμύρια ευρώ, πρόσθεσε.
Ο κ. Παναγιώτου ανέφερε ότι, παράλληλα, θα παρασχεθεί εξατομικευμένη καθοδήγηση προς τους επηρεαζόμενους, τόσο τους εργοδότες όσο και για τους εργαζομένους, σύμφωνα με τα δεδομένα και τα χαρακτηριστικά που ισχύουν σε κάθε περίπτωση, ενόψει της επανέναρξης του επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων. Την αρμοδιότητα για τη διαχείριση της οικονομικής στήριξης και της εξατομικευμένης καθοδήγησης προς τους δικαιούχους, είπε, την αναλαμβάνει το Τμήμα Εργασίας, αναφέροντας ότι τα στοιχεία επικοινωνίας για τους λειτουργούς που διαχειρίζονται το σχέδιο, θα δημοσιοποιηθούν εντός της ημέρας.
Είπε ότι και ο ίδιος συμμετέχει «ενεργά» ως πολιτικός προϊστάμενος του Υπουργείου Εργασίας στην διαχείριση της υλοποίησης των αποφάσεων, «έτσι ώστε με τη συμβολή όλων μας να επιβεβαιώσουμε ότι αυτές θα υλοποιηθούν έγκαιρα και αποτελεσματικά».
Ο Υπουργός ανέφερε ότι το Τμήμα Εργασίας βρίσκεται ήδη σε καθημερινή επικοινωνία με την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού και με το Τμήμα Γεωργίας που καταγράφουν τις ζημιές στα επαγγελματικά υποστατικά και στην γεωργοκτηνοτροφία αντίστοιχα, καθώς επίσης και με τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων «που διαθέτουν τα απαραίτητα δεδομένα για τον υπολογισμό του ύψους της παροχής». Σημείωσε ότι ξεκινά άμεσα η επικοινωνία με τους δικαιούχους για την επιβεβαίωση των στοιχείων τους σε συνεργασία, όπου χρειάζεται, με τους κοινοτάρχες της περιοχής.
«Στόχος μας είναι η παροχή προς τους εργαζομένους που έχουν επηρεαστεί να καταβληθεί χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες, οι οποίες θα προξενήσουν καθυστέρηση και ταλαιπωρία», είπε.
Πρόσθεσε ακόμη ότι στόχος είναι να αξιοποιήσουν όλα τα δεδομένα που αφορούν την κάθε περίπτωση εργαζόμενου ο οποίος έχει επηρεαστεί και για τους οποίους ήδη οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες έχουν διενεργήσει καταγραφή των ζημιών και οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων διαθέτουν την απαραίτητη πληροφόρηση και τα στοιχεία τόσο των εργαζομένων όσο και των εργοδοτών, ώστε να ενημερώσουν τους δικαιούχους για να μπορέσουν να τα επιβεβαιώσουν.
Σημείωσε ακόμη ότι πολίτες που ζουν στην περιοχή και θεωρούν ότι έχουν επηρεαστεί, μπορούν να επικοινωνήσουν με το Υπουργείο για να διευκρινιστεί οτιδήποτε σχετικό με την δυνατότητα αξιοποίησης της παροχής για την οικονομική υποστήριξη προς τους εργαζομένους, οι οποίοι επηρεάστηκαν από τις επιπτώσεις της πυρκαγιάς.
Ερωτηθείς αν έχουν καταγράψει αριθμό ατόμων που θα λάβουν αυτή την παροχή και αν οι τρεις μήνες είναι αρκετοί για να αναπληρωθεί το κενό, ειδικά σε περιπτώσεις εργαζομένων στον πρωτογενή τομέα, ο Υπουργός είπε ότι η εκτίμηση αναφορικά με το οικονομικό κόστος, βασίζεται στην εμπειρία ανάλογων πρακτικών που εφαρμόστηκαν σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν.
«Όμως, επειδή τα δεδομένα στην κάθε περιοχή είναι διαφορετικά, ο ακριβής αριθμός θα διαμορφωθεί μέσα από την ολοκλήρωση της καταγραφής των ζημιών. Υπάρχουν ήδη ορισμένες πρώτες ενδείξεις που επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις που κάνουμε, όμως ο στόχος μας δεν είναι η περίοδος αυτή να κρατήσει πολύ, αφού στόχος μας, όπως και οι σημερινές αποφάσεις υποδηλώνουν, είναι η γρήγορη και αποτελεσματική αποκατάσταση των ζημιών και η επαναδραστηριοποίηση όλων όσων έχουν επηρεαστεί για να μπορέσει η οικονομική δραστηριότητα στην περιοχή να επανέλθει», είπε.
Οπότε, συνέχισε, εφόσον αυτό ξεκινήσει να τίθεται σε εφαρμογή, «θεωρούμε ότι το διάστημα των τριών μηνών είναι ενδεικτικό και όπως η απόφαση προνοεί, εφόσον χρειαστεί - επαναξιολογώντας τα δεδομένα που θα έχουν διαμορφωθεί - το διάστημα αυτό να επεκταθεί, έχουμε τη δυνατότητα κατόπιν ενημέρωσης του Υπουργικού Συμβουλίου να πράξουμε ανάλογα».