ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Κλείνουν τα... σύνορα στους ξένους αγοραστές

Εχει προηγηθεί στα τέλη του 2018 ομαδική πρωτοβουλία χωρών-μελών της Ε.Ε., που ουσιαστικά ζήτησαν επανεξέταση της αντιμονοπωλιακής πολιτικής της Ε.Ε.

Kathimerini.gr

Τέτοιες μέρες, πριν από ακριβώς 14 χρόνια, στα μέσα Φεβρουαρίου του 2006, ανέβαινε έντονα το θερμόμετρο στο αμερικανικό Κογκρέσο εξαιτίας μιας πρότασης εξαγοράς επιχείρησης που είχε πάρει ήδη την έγκριση του Λευκού Οίκου. Αμερικανοί βουλευτές ζητούσαν επίμονα επανεξέταση της υπόθεσης, επικαλούμενοι κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.

Η υπόθεση έλαβε τότε απροσδόκητα μεγάλες διαστάσεις και κατέληξε σε ακύρωση της εξαγοράς. Στόχος της επίμαχης εξαγοράς ήταν μια εταιρεία διαχείρισης λιμένων με έδρα στη Βρετανία, που, όμως, διαχειριζόταν έξι λιμάνια στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ. Και ο επίδοξος αγοραστής ήταν μια εταιρεία του Ντουμπάι, μια αραβική εταιρεία εν ολίγοις, που αν υλοποιείτο η εξαγορά θα αποκτούσε πρόσβαση σε στρατηγικής σημασίας περιουσιακά στοιχεία της υπερδύναμης. Πολλοί θεώρησαν τότε υπερβολικές τις αντιδράσεις μερίδας του πολιτικού κόσμου των ΗΠΑ όπως, βέβαια, και την ίδια την ακύρωση της εξαγοράς. Κάποιοι το απέδωσαν στη νωπή ακόμη ανάμνηση των τρομοκρατικών επιθέσεων στους Δίδυμους Πύργους, που ευθυνόταν για την υπερβολική καχυποψία προς τον αραβικό κόσμο. Εκτοτε, όμως, έχουν μεσολαβήσει κοσμογονικές αλλαγές και τα τελευταία χρόνια έχει εκδηλωθεί στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ένα κύμα ανησυχίας για τις εξαγορές από ξένες επιχειρήσεις, που καταλήγει να ανατρέψει παγιωμένες πολιτικές ετών. Την περασμένη Πέμπτη, 13 Φεβρουαρίου, η Ουάσιγκτον έθεσε επισήμως σε ισχύ τη νέα και αυστηρότερη νομοθεσία, που συνέταξε η κυβέρνηση Τραμπ, για τον έλεγχο των εξαγορών αμερικανικών επιχειρήσεων από ξένες εταιρείες. Η πιο ουσιαστική αλλαγή που φέρνει η καινούργια νομοθεσία είναι πως οι αμερικανικές αρχές θα διερευνούν πλέον με κριτήριο την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ κάθε επένδυση ξένης επιχείρησης σε αμερικανική ακόμη κι όταν δεν πρόκειται για εξαγορά σημαντικού μεριδίου.

Μολονότι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι αρνούνται επίμονα πως η καινούργια νομοθεσία στοχεύει σε κάποια συγκεκριμένη χώρα, είναι κοινό μυστικό ότι προορίζεται για να ανακόψει την επέλαση της Κίνας στις αμερικανικές επιχειρήσεις αλλά και σε όποιο περιουσιακό στοιχείο των ΗΠΑ μπορεί να θεωρηθεί στρατηγικής σημασίας. Ενάμιση μήνα νωρίτερα, στις 31 Δεκεμβρίου του περασμένου έτους, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Γαλλίας διάταγμα που επιβάλλει αυστηρότερους ελέγχους στις ξένες επενδύσεις στη Γαλλία. Το διάταγμα προβλέπει ένα οπλοστάσιο από μέτρα που προστατεύουν από ξένα συμφέροντα τα στρατηγικής σημασίας περιουσιακά στοιχεία της Γαλλίας, όπως η βιοτεχνολογία, η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, η υψηλή τεχνολογία, αλλά και τα ΜΜΕ. Είναι, ωστόσο, σαφές ότι η δεύτερη οικονομία της Ευρωζώνης δεν αντιδρά μόνο στην επέλαση της Κίνας, αλλά και στην εξίσου διαπιστωμένη βουλιμία των αμερικανικών επιχειρήσεων, και ιδιαιτέρως των τεχνολογικών κολοσσών, για εξαγορές στην Ευρώπη.

Εχει προηγηθεί στα τέλη του 2018 ομαδική πρωτοβουλία χωρών-μελών της Ε.Ε., που ουσιαστικά ζήτησαν επανεξέταση της αντιμονοπωλιακής πολιτικής της Ε.Ε. ώστε να συνεκτιμάται και ο διεθνής ανταγωνισμός. Και αν οι κινήσεις της Ουάσιγκτον μπορούν να ενταχθούν στον ανταγωνισμό δύο μονομάχων, η αντίστοιχη κινητικότητα στην Ε.Ε. προδίδει ότι κάτι αλλάζει, ενδεχομένως και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η επέλαση της Κίνας αναγκάζει όλες τις μεγάλες οικονομίες να επανεξετάσουν την οικονομική φιλοσοφία με την οποία κινήθηκαν επί δεκαετίες. Και αν η Κίνα είναι η μόνη μέριμνα για την Ουάσιγκτον, στην Ευρώπη η ανησυχία αφορά παράλληλα και τη γιγάντωση των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών.

Πανευρωπαϊκούς πρωταθλητές θέλει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Η επιθυμία των ευρωπαϊκών χωρών να διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους τις στρατηγικής σημασίας βιομηχανίες και περιουσιακά τους στοιχεία φαίνεται να έχει επηρεάσει τη στάση της Κομισιόν, που είναι εξ ορισμού θεματοφύλακας του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Πρόσφατες πρωτοβουλίες της δείχνουν πως αναθεωρεί την προσέγγισή της, μολονότι έλαβε προ διετίας ίσως την πλέον αμφιλεγόμενη απόφαση στην ιστορία της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού: επικαλέστηκε την ανάγκη να διασφαλισθεί ο ανταγωνισμός στην εσωτερική αγορά και εμπόδισε δύο ευρωπαϊκές εταιρείες, τις Siemens και Alstom, να συγχωνευθούν. Απέρριψε μάλιστα το επιχείρημά τους ότι με τη συγχώνευσή τους επρόκειτο να δημιουργήσουν έναν ευρωπαϊκό πρωταθλητή, ικανό να ανταγωνιστεί παγκοσμίως τους κινεζικούς κολοσσούς.

Δεν μπορεί κανείς παρά να παρατηρήσει ένα παράδοξο που χαρακτήρισε την πολιτική της Κομισιόν: το γεγονός ότι εμπόδιζε τη δημιουργία ευρωπαϊκών πρωταθλητών όταν οι κινεζικοί κολοσσοί με τις γενναίες επιδοτήσεις του Πεκίνου κυριολεκτικά καταβρόχθιζαν ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας. Για πρώτη φορά, όμως, η Κομισιόν φαίνεται να κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση και να προσανατολίζεται στη δημιουργία πανευρωπαϊκών πρωταθλητών, μιας έννοιας που οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού θεωρούν για το πυρ το εξώτερον.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου, παρουσίασε σχέδιο για τη θέσπιση νέου ταμείου με αρχικά κεφάλαια ύψους 100 δισ. ευρώ, με στόχο την ανάπτυξη ευρωπαϊκών τεχνολογικών κολοσσών. Στο σχετικό έγγραφό της επισημαίνει, πάντως, την απουσία ευρωπαϊκών επιχειρήσεων διαμετρήματος αναλόγου όχι μόνον των κινεζικών κολοσσών που προβληματίζουν την Ουάσιγκτον, όπως οι Alibaba, Tencent, Huawei κ.λπ. αλλά και των αμερικανικών κολοσσών, όπως οι Google, Facebook και Microsoft, που έχουν εύκολα καταπιεί ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.

Σε ό,τι αφορά τα ανακλαστικά της Γαλλίας, φαίνεται πως αφυπνίστηκαν πολύ προσφάτως, καθώς τους τελευταίους μήνες του περασμένου έτους βρέθηκαν στόχος εξαγοράς μιας αμερικανικής επιχείρησης η γαλλική εταιρεία υψηλής τεχνολογίας Photonis και στόχος ενός αμερικανικού επενδυτικού ταμείου η επίσης γαλλική υψηλής τεχνολογίας αμυντική βιομηχανία Latecoere. Ο προβληματισμός είχε, βέβαια, αρχίσει πολύ νωρίτερα και ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρινό Λε Μερ, ήταν αυτός που χαρακτήρισε «οικονομικό και πολιτικό λάθος» την απόφαση της Κομισιόν να απαγορεύσει τη συγχώνευση Siemens - Alstom.

Η Γερμανία έχει, βέβαια, κινηθεί πολύ νωρίτερα, αν και όχι εγκαίρως λαμβανομένου υπόψη ότι πολλές γερμανικές επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας και υψηλής τεχνογνωσίας έχουν περιέλθει προ πολλού σε κινεζικά χέρια. Τα ανακλαστικά του Βερολίνου ενεργοποίησε η εξαγορά μιας πραγματικά στρατηγικής σημασίας γερμανικής εταιρείας ρομποτικής, της Kuka, που το 2016 περιήλθε στον έλεγχο της κινεζικής Midea. Η υπόθεση είχε προκαλέσει άνευ προηγουμένου αναστάτωση στον πολιτικό κόσμο της Γερμανίας και ορισμένοι πολιτικοί έφτασαν στο σημείο να απευθύνουν έκκληση στους βιομηχάνους της χώρας ώστε να υποβάλουν ανταγωνιστική προσφορά και να παραμείνει η Kuka σε γερμανικά χέρια. Τότε δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το μοιραίο.

Κρατικό ταμείο για την «προστασία» γερμανικών βιομηχανιών δημιουργεί το Βερολίνο

Από τη στιγμή που ο πολιτικός κόσμος της Γερμανίας δεν κατόρθωσε να κρατήσει την εταιρεία ρομποτικής Kuka σε γερμανικά χέρια, υπήρξε έντονος προβληματισμός για τη θέσπιση ενός μηχανισμού που θα αποτρέψει άλλες αντίστοιχες απώλειες στο μέλλον. Τα αντανακλαστικά του Βερολίνου δεν ήταν βέβαια γρήγορα, καθώς χρειάστηκε να παρέλθει μια τριετία για να παρουσιάσει την πρώτη ουσιαστική πρωτοβουλία του προς την κατεύθυνση που το ενδιέφερε. Και βέβαια η πρωτοβουλία του σηματοδοτεί μια καίριας σημασίας μεταστροφή στην πολιτική της Γερμανίας και στροφή 180 μοιρών από την παραδοσιακή προσήλωσή της στις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς και στην «ορθοδοξία» του φιλελευθερισμού.

Κινεζικές εταιρείες

Εδώ και σχεδόν ένα χρόνο, από τα τέλη Μαρτίου του περασμένου έτους, έχει δρομολογήσει τη θέσπιση κρατικού επενδυτικού ταμείου που θα αποτρέπει τις εξαγορές στρατηγικής σημασίας γερμανικών βιομηχανιών από ξένες και κατά κύριο λόγο από κινεζικές εταιρείες. Το ταμείο εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο βιομηχανικής πολιτικής που έχει προωθήσει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Πίτερ Αλτμάιερ. Στόχος αυτού του κρατικού επενδυτικού ταμείου θα είναι να εξαγοράζει πλειοψηφικά μερίδια εταιρειών που κρίνονται στρατηγικής σημασίας για τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία προκειμένου να αποτρέπεται η εξαγορά τους από ανεπιθύμητους επίδοξους αγοραστές. Το ταμείο θα ανήκει μεν στο γερμανικό δημόσιο, αλλά θα συνεργάζεται με τον ιδιωτικό τομέα. Την αφύπνιση της Γερμανίας προκάλεσαν, βέβαια, όχι μόνον η εξαγορά μιας εταιρείας ρομποτικής, αλλά γενικότερα η εξέλιξη της Κίνας από πελάτη της Γερμανίας σε ανταγωνιστή της. Συνηγόρησαν, άλλωστε, και οι απειλές του Ντόναλντ Τραμπ για δασμούς στα γερμανικά αυτοκίνητα και γενικότερα για περιορισμούς στο εμπόριο ικανούς να πλήξουν καίρια τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία. Τα αντανακλαστικά του Βερολίνου είχαν, πάντως, ενεργοποιηθεί μετά την εξαγορά της Kuka και δύο χρόνια αργότερα, προτού προχωρήσει δηλαδή στο επενδυτικό ταμείο, κατόρθωσε να αποτρέψει μια ακόμη διείσδυση της Κίνας στις βιομηχανίες του.

Το 2018 η κινεζική εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας State Grid επιχείρησε να εξαγοράσει μερίδιο στη γερμανική εταιρεία ενέργειας 50Hertz. Τότε το Βερολίνο επιστράτευσε την κρατική τράπεζα KfW και κατόρθωσε να απομακρύνει τον επίδοξο αγοραστή. Η εν λόγω τράπεζα είναι, άλλωστε, υποψήφια για να αναλάβει τη διαχείριση του επενδυτικού ταμείου που θα επιστρατευθεί για να θωρακίσει τις γερμανικές επιχειρήσεις.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις

Είναι, ωστόσο, σαφές ότι η Γερμανία, όπως και οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, δεν θέλει να αποξενώσει το κινεζικό κεφάλαιο και προσπαθεί να κρατήσει χαμηλούς τόνους. Οταν ανακοινώθηκε η θέσπιση του επενδυτικού ταμείου, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών διευκρίνισε πως θα παρεμβαίνει μόνο σε «απολύτως εξαιρετικές περιπτώσεις» και θα διατηρεί για περιορισμένο χρονικό διάστημα στην κατοχή του τα μερίδια που θα εξαγοράζει.

Μπρινό Λε Μερ

Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρινό Λε Μερ, ήταν ο μόνος Ευρωπαίος πολιτικός που έσπευσε να χαρακτηρίσει «οικονομικό και πολιτικό λάθος» την απόφαση της Κομισιόν να εμποδίσει τη συγχώνευση Siemens και Alstom και να απορρίψει το επιχείρημά τους ότι θα δημιουργούσαν έναν πρωταθλητή ικανό να ανταγωνιστεί διεθνώς τους κινεζικούς κολοσσούς.

Στίβεν Μνούτσιν

Αναφερόμενος στους νέους, αυστηρότερους κανόνες βάσει των οποίων θα ελέγχονται στις ΗΠΑ οι εξαγορές αμερικανικών επιχειρήσεων από ξένες, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Στίβεν Μνούτσιν, τόνισε πως οι ρυθμιστικές αρχές εκσυγχρόνισαν τη διαδικασία, ώστε να ασκούν επαρκή έλεγχο αλλά και να ενθαρρύνουν τις ξένες επενδύσεις «στις αμερικανικές επιχειρήσεις και στους Αμερικανούς εργαζομένους».

Πίτερ Αλτμάιερ

Σκιαγραφώντας τους στρατηγικής σημασίας τομείς της γερμανικής οικονομίας που δικαιολογούν παρέμβαση του Βερολίνου, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Πίτερ Αλτμάιερ, ανέφερε τις βιομηχανίες χάλυβα και αλουμινίου, τις χημικές βιομηχανίες και τις βιομηχανίες μηχανολογικού εξοπλισμού, τις αυτοκινητοβιομηχανίες, τον ιατρικό εξοπλισμό, τις πράσινες τεχνολογίες, την άμυνα και την αεροδιαστημική, αλλά και τις τρισδιάστατες εκτυπώσεις.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση

X