
Της Δωρίτας Γιαννακού
Σε συνέντευξή του στην «Κ» ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών και εκτελεστικός πρόεδρος της Impact, Μάικ Πομπέο, ο οποίος βρέθηκε στην Κύπρο στο πλαίσιο των εργασιών του ετήσιου συνεδρίου Economist που πραγματοποιήθηκε στη Λευκωσία, μίλησε για την ενότητα της Δύσης, τη γεωπολιτική ισορροπία στην Ουκρανία, την Κίνα, τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, καθώς και το ζήτημα της Κύπρου. Ο κ. Πομπέο λέει πως η Αμερική έχει σαφές συμφέρον για τη σταθερότητα και ευημερία της Ανατολικής Μεσογείου και πρέπει να συνεχίσει να παίζει εποικοδομητικό ρόλο διαμεσολαβητή, όταν προκύπτουν εντάσεις.
–Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι βασικές διαφοροποιήσεις στην εξωτερική και εμπορική πολιτική των ΗΠΑ υπό τη νέα κυβέρνηση, συγκριτικά με τη στρατηγική που ακολουθήσατε εσείς ως υπουργός Εξωτερικών;
–Ο πρόεδρος Τραμπ επιχειρεί να επαναφέρει την αποτρεπτική ικανότητα των ΗΠΑ, σε συνέχεια της προσπάθειας που ξεκινήσαμε και εμείς για την ανασυγκρότηση της αμερικανικής ισχύος και παγκόσμιας ηγεσίας, μετά από μια περίοδο πολιτικών που θεωρήσαμε ανεπαρκείς. Υπάρχει μια σημαντική εξέλιξη ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, και οι τρομερές αλλαγές που εξελίσσονται σήμερα στη Μέση Ανατολή αποτελούν συνέχεια της πορείας που θέσαμε κατά την πρώτη θητεία του Προέδρου. Στο πεδίο του εμπορίου, ο πρόεδρος ακολουθεί σαφώς πιο επιθετική στάση σε σχέση με την πρώτη του θητεία, ιδίως όσον αφορά τη χρήση δασμών, αν και ανέκαθεν υπήρξε ξεκάθαρος ως προς τη φιλοσοφία του για την επιβολή τους.
–Εκτιμάτε ότι θα συνεχιστεί η στρατηγική στάση των ΗΠΑ έναντι της Ευρώπης ή γινόμαστε μάρτυρες ενός θεμελιώδους αναπροσανατολισμού;
–Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη συνεχίζουν να έχουν κοινά βασικά συμφέροντα και προκλήσεις, και οι πολιτικές του προέδρου Τραμπ το αντικατοπτρίζουν. Η προσέγγιση «σκληρής αγάπης» που έχει υιοθετήσει ο πρόεδρος Τραμπ απέναντι στην Ευρώπη έχει ενισχύσει τη διατλαντική σχέση και τη δυνατότητά μας να αντιμετωπίζουμε από κοινού τις προκλήσεις. Η επιμονή του ώστε οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους για αμυντικές δαπάνες οδήγησε σε σημαντικές αυξήσεις ήδη από την πρώτη του θητεία, ενώ η συνέχιση αυτής της πολιτικής έχει ανεβάσει τον στόχο δαπανών στο 5% του ΑΕΠ.
–Πώς αξιολογείτε τις εμπορικές πολιτικές των ΗΠΑ ως προς την προώθηση του δίκαιου ανταγωνισμού και την προστασία των αμερικανικών συμφερόντων στην παγκόσμια αγορά;
–Το ελεύθερο εμπόριο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για το πώς οι ΗΠΑ εξελίχθηκαν στην οικονομική υπερδύναμη που είναι σήμερα. Η αμερικανική βιομηχανία, οι εργαζόμενοι και οι αγρότες εξαρτώνται από ζωντανές παγκόσμιες αγορές, και επωφελούμαστε από τη βαθιά διασύνδεση της παγκόσμιας οικονομίας. Για να προωθήσουμε τον δίκαιο ανταγωνισμό και να προστατεύσουμε τα αμερικανικά συμφέροντα, χρειάζονται πολιτικές που να ζητούν από την Κίνα να λογοδοτήσει για τις αθέμιτες εμπορικές της πρακτικές και να επιδιώκουν αμοιβαία επωφελείς εμπορικές συμφωνίες.
Η στοχευμένη χρήση δασμών μπορεί να εξυπηρετήσει τα αμερικανικά συμφέροντα, αλλά η άρση εμποδίων στο εμπόριο παραμένει ο βασικός δρόμος για την επιτυχία. Ο πρόεδρος Τραμπ είναι ο κατεξοχήν διαπραγματευτής και επιδιώκει πάντα την καλύτερη συμφωνία για την Αμερική. Ελπίζω λοιπόν να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου οι διαπραγματεύσεις του θα οδηγήσουν σε πολιτικές που θα καταργούν τα εμπορικά εμπόδια παγκοσμίως.
Το ΝΑΤΟ
–Βρίσκονται σήμερα το ΝΑΤΟ και η διατλαντική εταιρική σχέση μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ σε φάση ενίσχυσης ή αυξανόμενου κατακερματισμού;
–Οι σχέσεις αυτές παραμένουν ισχυρές λόγω των διαρκών δεσμών και των κοινών μας συμφερόντων. Η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία πέτυχε αυτό που δεκαετίες αμερικανικών εκκλήσεων δεν μπόρεσαν να κάνουν, ξύπνησε την Ευρώπη απέναντι στην απειλή. Σήμερα, το ΝΑΤΟ είναι πιο ενωμένο από οποιαδήποτε άλλη εποχή μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Η Γερμανία αντιλαμβάνεται πλέον το λάθος της εξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια, ενώ η Πολωνία αναδεικνύεται σε σοβαρή στρατιωτική δύναμη, θετικές εξελίξεις που οι ΗΠΑ επιδίωκαν εδώ και χρόνια. Ο πρόεδρος Τραμπ έδειξε διάθεση να κάνει δύσκολες συζητήσεις με τους συμμάχους μας για το θέμα των αμυντικών δαπανών, κάτι που ενίσχυσε τις σχέσεις μας, γιατί έβαλε και τις δύο πλευρές σε καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσουν κοινές προκλήσεις και να εκμεταλλευτούν νέες ευκαιρίες για περισσότερη ασφάλεια και ευημερία.
H Κίνα επιδιώκει τη χειραγώγηση για προώθηση συμφερόντων της
–Καθώς οι ΗΠΑ και η Ευρώπη επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους, μπορούν ακόμη να εγγυηθούν ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή μας ή θα πρέπει η Κύπρος να αναζητήσει νέους συμμάχους;
–Η ασφάλεια, η ευημερία και η κυριαρχία της Κύπρου εξυπηρετούνται καλύτερα μέσω της διατήρησης ισχυρών εταιρικών σχέσεων στην Ευρώπη και πέραν του Ατλαντικού. Ναι, η Αμερική ζητάει από την Ευρώπη να αναλάβει μεγαλύτερο μέρος του βάρους. Αυτό δεν είναι εγκατάλειψη, είναι η προσδοκία ότι οι σύμμαχοί μας θα είναι αυθεντικοί εταίροι και όχι εξαρτώμενοι. Όταν τα ευρωπαϊκά κράτη αυξάνουν τις αμυντικές τους δαπάνες και αναλαμβάνουν την ευθύνη για την περιφερειακή τους ασφάλεια, η συμμαχία ενδυναμώνεται, δεν αποδυναμώνεται. Μια Ευρώπη ικανή να υπερασπιστεί τον εαυτό της είναι μια Ευρώπη που καθιστά την Αμερική πιο πρόθυμη να παραμείνει ενεργά εμπλεκόμενη, όχι λιγότερο.
Οι αυταρχικές δυνάμεις που παρουσιάζονται ως εναλλακτικοί εταίροι της Δύσης, δηλαδή η Κίνα και η Ρωσία, ακολουθούν σταθερά ένα μοτίβο, επιδιώκουν να χειραγωγήσουν και να υποτάξουν τους «εταίρους» τους προκειμένου να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Η ικανότητα της Ρωσίας να ασκεί επιρροή εντός της Κύπρου και να διαβρώνει το νομικό και χρηματοοικονομικό της σύστημα είναι καλά τεκμηριωμένη και αποτελεί έναν από τους λόγους για τους οποίους η Κίνα επιδιώκει να ενισχύσει την επιρροή της στο νησί. Η Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» της Κίνας δεν αποτελεί ισότιμη συνεργασία, είναι μια παγίδα χρέους σχεδιασμένη να αποσπά στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία και να λειτουργεί ως πόλος διαφθοράς.
Καμία χώρα δεν είναι τέλεια, αλλά στη Δύση οι συνεργασίες βασίζονται σε κοινές αξίες, στο κράτος δικαίου και στην επιδίωξη κοινών συμφερόντων. Έτσι, ενώ τα άμεσα οικονομικά οφέλη που προσφέρουν τέτοιες αυταρχικές δυνάμεις μπορεί να φαίνονται ελκυστικά, κάθε χώρα που θέλει να διασφαλίσει μακροπρόθεσμα τη σταθερότητα, την κυριαρχία της, την υπεροχή του δικαίου και την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, οφείλει να συμπορευτεί με τη Δύση.
–Όταν η Ευρώπη μιλάει για «στρατηγική αυτονομία», πρόκειται για μια προσπάθεια ενίσχυσης της διατλαντικής συνεργασίας ή για αμφισβήτηση της ηγεμονίας των ΗΠΑ στον παγκόσμιο στίβο;
–Αν η «στρατηγική αυτονομία» σημαίνει ότι η Ευρώπη αναλαμβάνει μεγαλύτερη ευθύνη για την άμυνά της, ενισχύει τις στρατιωτικές της δυνατότητες και τηρεί τις δεσμεύσεις της στο ΝΑΤΟ, τότε αυτό είναι εξαιρετικό. Αυτό ζητούμε εδώ και δεκαετίες. Αν όμως η στρατηγική αυτονομία σημαίνει ότι η Ευρώπη μπορεί πραγματικά να υπερασπιστεί τα ανατολικά της σύνορα χωρίς την παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων, τότε πρόκειται για επιμερισμό βαρών που θα πρέπει να καλωσορίσουμε.
Ωστόσο, πολύ συχνά η «στρατηγική αυτονομία» χρησιμοποιείται ως κώδικας για απομάκρυνση από την Αμερική και ταυτόχρονη προσέγγιση προς την Κίνα. Όταν ο Μακρόν μιλά για μια Ευρώπη με ίσες αποστάσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου, αυτό δεν είναι αυτονομία, είναι παράδοση σε μια αυταρχική δύναμη που επιδιώκει να υποκαταστήσει το δημοκρατικό πρότυπο της Δύσης με το δικό της απολυταρχικό μοντέλο. Επομένως, τελικά, το ερώτημα είναι σε τι είδους κόσμο θέλουμε να ζήσουμε, έναν κόσμο όπου οι δημοκρατίες είναι ελεύθερες να επιδιώκουν το συμφέρον των λαών τους, ή έναν κόσμο όπου θα υποτασσόμαστε στα συμφέροντα αυταρχικών υπερδυνάμεων; Στο τέλος, η επιλογή δεν είναι ανάμεσα στην αμερικανική ηγεσία και την ευρωπαϊκή αυτονομία, είναι ανάμεσα στη δυτική ενότητα και την αυταρχική κυριαρχία. Η ιστορία έχει δείξει τι συμβαίνει όταν η Αμερική υποχωρεί και η Ευρώπη πορεύεται μόνη της και τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου ευχάριστα.
–Πιστεύετε ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να έχουν ενεργό ρόλο στην αποκλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου, Τουρκίας και άλλων χωρών της περιοχής;
–Η Αμερική έχει σαφές συμφέρον για τη σταθερότητα και ευημερία της Ανατολικής Μεσογείου και πρέπει να συνεχίσει να παίζει εποικοδομητικό ρόλο διαμεσολαβητή, όταν προκύπτουν εντάσεις. Η περιοχή αποτελεί το νοτιοανατολικό άκρο του ΝΑΤΟ και κρίσιμο ενεργειακό κόμβο, όπου ανταγωνίστριες δυνάμεις επιχειρούν να επεκτείνουν την επιρροή τους.
Ως υπουργός Εξωτερικών, αισθάνομαι υπερηφάνεια για το έργο που επιτελέσαμε ώστε να καλλιεργήσουμε και να εμβαθύνουμε τις σχέσεις μας στην ευρύτερη περιοχή. Στην περίπτωση της Κύπρου, αυτό περιλάμβανε την άρση του εμπάργκο όπλων, την ενίσχυση της συνεργασίας σε θέματα ασφάλειας και ενέργειας, τη σταθερή υποστήριξη του δικαιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας να αξιοποιεί τους φυσικούς της πόρους, καθώς και την ανάληψη δράσης όταν οι ενέργειες της Τουρκίας προκαλούσαν εντάσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο. Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, οφείλουμε να διατηρούμε καθαρή και νηφάλια ματιά. Παρότι αποτελεί μέλος του ΝΑΤΟ, ορισμένες από τις πολιτικές και πρακτικές της δεν ευθυγραμμίζονται με τις δεσμεύσεις και τις αρχές της Συμμαχίας. Οι ΗΠΑ πρέπει να εργαστούν συστηματικά για την επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με τα συμφέροντα της Δύσης και τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου. Σε τελική ανάλυση, η διατήρηση εχθρικών ή ανταγωνιστικών σχέσεων το μόνο που επιτυγχάνει είναι να εξυπηρετεί τους στόχους των αυταρχικών αντιπάλων μας. Η περιφερειακή συνεργασία δεν είναι απλώς επιθυμητή, είναι αναγκαία, τόσο για την ενεργειακή ασφάλεια όσο και για τη διασφάλιση της ειρήνης και της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.
–Τι μαθήματα έχει αντλήσει η Δύση από τις πρόσφατες διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού και τις ενεργειακές κρίσεις όσον αφορά την οικονομική και στρατηγική ανθεκτικότητα;
–Για δεκαετίες, οι δυτικές χώρες επέτρεψαν να εξαρτώνται επικίνδυνα από αντιπάλους τους, την Κίνα για κρίσιμες εφοδιαστικές αλυσίδες και τη Ρωσία για ενέργεια. Οι απαξιωμένες «πράσινες» πολιτικές των τελευταίων δύο δεκαετιών δεν πέτυχαν τίποτε άλλο πέρα από την εκτίναξη του κόστους ενέργειας, την υπονόμευση της οικονομικής ανάπτυξης και την ενίσχυση των αυταρχικών μας αντιπάλων. Κατά την πρώτη θητεία του προέδρου Τραμπ, η Αμερική κατέκτησε την ενεργειακή της ανεξαρτησία, ένα επίτευγμα που μας παρείχε τεράστια οικονομική και γεωπολιτική ευχέρεια.
Αντιθέτως, υπό τη διακυβέρνηση Μπάιντεν, η εκμετάλλευση των ανεκμετάλλευτων κοιτασμάτων ορυκτών καυσίμων παραμερίστηκε, ενώ δαπανηρές επιδοτήσεις σε μη αποδοτικές πράσινες τεχνολογίες συνέβαλαν στην αύξηση του κόστους ενέργειας, δίνοντας στη Ρωσία και την Κίνα σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα. Στην Ευρώπη, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη και βαθιά αυτοκαταστροφική. Ευτυχώς, με την επιστροφή του προέδρου Τραμπ στην εξουσία, οι αποτυχημένες αυτές πολιτικές αντιστράφηκαν, και ήδη απολαμβάνουμε τα οφέλη τόσο σε επίπεδο οικονομίας όσο και γεωπολιτικής ισχύος απέναντι στους αντιπάλους μας. Εάν η Ευρώπη ενδιαφέρεται πραγματικά για την προάσπιση των οικονομικών και στρατηγικών της συμφερόντων, οφείλει να ακολουθήσει την ίδια πορεία.
Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας να ελέγχει τις κρίσιμες αλυσίδες εφοδιασμού μας. Είτε πρόκειται για ημιαγωγούς, φαρμακευτικά προϊόντα, σπάνιες γαίες ή ιατρικά εφόδια, το να επιτρέπουμε σε έναν αντίπαλο να ασκεί μονοπωλιακό έλεγχο σε βασικά αγαθά συνιστά σοβαρό κίνδυνο για την εθνική και συλλογική μας ασφάλεια. Οφείλουμε να οικοδομήσουμε εναλλακτικές αλυσίδες εφοδιασμού με εταίρους που μοιράζονται τις αξίες μας, είτε αυτό σημαίνει επεξεργασία σπανίων γαιών με την Αυστραλία, παραγωγή ημιαγωγών με την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, είτε ενεργειακές συνεργασίες με το Ισραήλ και τους Άραβες συμμάχους μας.



























