ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Απάντηση για καταγγελία κατά ανωτέρου για καταπιεστική συμπεριφορά, ζήτησε η Χαραλαμπίδου

Άμεση κατάθεση νομοσχεδίου από το Υπουργείο Εργασίας για πάταξη της καταπιεστικής και παρενοχλητικής συμπεριφοράς στον χώρο εργασίας ζητά η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

ΚΥΠΕ

Άμεση κατάθεση νομοσχεδίου από το Υπουργείο Εργασίας για πάταξη του φαινομένου της καταπιεστικής και παρενοχλητικής συμπεριφοράς στον χώρο εργασίας ζητά η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δηλώνοντας ότι διαφορετικά θα καταθέσει πρόταση Νόμου για το θέμα.

Κατά την έναρξη της συζήτησης του θέματος στην Επιτροπή, εκπρόσωποι συντεχνιών ανέφεραν ότι υπήρξαν και περιπτώσεις ατόμων που αναγκάστηκαν σε παραίτηση λόγω του ότι δέχτηκαν τέτοιες συμπεριφορές από προϊσταμένους τους. Η Πρόεδρος της Επιτροπής, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, ζήτησε από τους εκπροσώπους της Αστυνομίας, γραπτή απάντηση για τον τρόπο χειρισμού καταγγελίας κατά ανώτερου αξιωματικού του σώματος από 15 γυναίκες αστυνομικούς για καταπιεστική συμπεριφορά (mobbing) και γιατί η υπόθεση αυτή εκκρεμεί ακόμη, εγείροντας το ερώτημα κατά πόσον εσκεμμένα υπάρχει καθυστέρηση, αφού ο αξιωματικός αναμένεται να αφυπηρετήσει σε έξι μήνες.

Για τον τρόπο χειρισμού καταγγελίας κατά ανώτερου αξιωματικού του σώματος από 15 γυναίκες αστυνομικούς

Το θέμα για το φαινόμενο της καταπιεστικής και παρενοχλητικής συμπεριφοράς στον χώρο εργασίας, έχει εγγραφεί στην Επιτροπή από την Βουλευτή του ΔΗΣΥ, Ρίτα Θεοδώρου Σούπερμαν, η οποία σημείωσε στην αρχή της συζήτησης, ότι φαινόμενα όπως ο εργασιακός εκφοβισμός πρέπει να αντιμετωπίζονται, ενώ δεν καλύπτεται νομικά, αφού ο Νόμος ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην απασχόληση και την εκπαίδευσή, «καλύπτει το θέμα μονοδιάστατα», εφόσον η παρενόχληση εξετάζεται κάτω από το πρίσμα της διάσταση του φύλου.

Είπε ακόμη ότι, ο Παγκόσμιος Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία, ορίζει την παρενόχληση ως μια επαναλαμβανόμενη και αδικαιολόγητη συμπεριφορά προς έναν εργαζόμενο που προκαλεί κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια τους.

Αναφέρθηκε σε πρόσφατη έρευνα του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, του 2022, που επιβεβαιώνει, όπως είπε, ότι η μορφή αυτής της βίας είναι ένα φαινόμενο με θύματα 743 εκατομμύρια άτομα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πρόληψη είναι καλύτερη από τη θεραπεία, είπε η κ. Σούπερμαν, ενώ η προώθηση ενός θετικού κλίματος στην εργασία πρέπει να βασίζεται στον προσωπικό σεβασμό και αξιοπρέπεια. Είπε ότι πρέπει να σταλεί ξεκάθαρο μήνυμα ότι δεν υπάρχει ανοχή σε οποιανδήποτε τέτοια συμπεριφορά.

Η Βουλευτής του Κινήματος Οικολόγων - Συνεργασία Πολιτών, Αλεξάνδρα Ατταλίδου, αναφερόμενη σε έρευνες, είπε ότι, η παρενόχληση και ο εκφοβισμός, αφορά πρωτίστως ευάλωτες ομάδες, ενώ τα περισσότερα θύματα είναι γυναίκες, με τα περισσότερα περιστατικά να αφορούν ηλικίες 18-34 ετών, ενώ επηρεάζει συνήθως τις πιο αδύναμες οικονομικά κατηγορίες, και έχει πιο ψηλά ποσοστά ανάμεσα σε μετανάστες σε κάθε χώρα.

Αναφέρθηκε και σε έρευνα του EUROFOUND που σημειώνει, όπως είπε, ότι το 12,5% των εργαζομένων στην ΕΕ έχει δεχτεί κάποιου είδους αρνητική εργασιακή συμπεριφορά το 2021.

Εκεί όπου υπάρχει η παραβίαση δικαιωμάτων οποιοδήποτε ατόμου, σημαίνει ότι οι πολιτικές και οι διαδικασίες δεν εφαρμόζονται σωστά, ενώ οι υπεύθυνοι για την εφαρμογή τους αδρανούν, είτε ηθελημένα, είτε γιατί δεν μπορούν να αντιληφθούν τι σημαίνει παραβίαση, είπε η κ. Ατταλίδου. Σημείωσε ότι, υπάρχει ακόμη έλλειψη εκπαίδευσης και στο εκπαιδευτικό σύστημα και στους χώρους εργασίας, ενώ δεν υπάρχει συνεχής ενημέρωση, και, συνήθως, ούτε σαφής διαδικασία υποβολής καταγγελιών από εργαζόμενους.

Σημείωσε και τη σημασία της αντιμετώπισης τέτοιων καταγγελιών, λέγοντας πως ο οργανισμός, όπου υπάρχει θέμα καταγγελίας πρέπει να προστατεύει τα θύματα και να είναι αρωγός είτε στην παροχή νομικής, ψυχολογικής ή άλλης στήριξης.

Η Νάσια Διονυσίου, εκ μέρους της Επιτρόπου Διοικήσεως, σημείωσε ότι υπάρχει ήδη νομοθετικό πλαίσιο για σεξουαλική παρενόχληση ή παρενόχληση λόγω φύλου, αλλά το ευρύτερο ζήτημα του εργασιακού εκφοβισμού, δεν διέπεται από κάποια νομοθεσία.

Είπε ότι το ζήτημα κενού στην νομοθεσία για την αντιμετώπιση του φαινομένου, ήρθε να το αντιμετωπίσει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) με τη Σύμβαση 190 για τη βία και την παρενόχληση του 2019, η οποία, όπως είπε, δεν έχει κυρωθεί από πολλά κράτη, ούτε από την Κύπρο.

Σημείωσε ακόμη ότι δεν υπάρχει ένας ενιαίος ορισμός για το τι εννοούμε με τον όρο εργασιακό εκφοβισμό και η Σύμβαση αυτή κάνει προσπάθεια να θέσει έναν ενιαίο ορισμό. Είπε ότι είναι επίσης σημαντικό να υπάρχουν και διαδικασίες εξέτασης αυτών των καταγγελιών. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχουν, είπε.

Είπε ότι το γραφείο τους δέχεται καταγγελίες και από τον ιδιωτικό τομέα, τις οποίες, όπως είπε, δεν έχουν αρμοδιότητα να εξετάσουν, και από τον δημόσιο τομέα, σε ημικρατικούς οργανισμούς, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, στην ίδια τη δημόσια διοίκηση, και σε αξιωματούχους τους Κράτους, υπάρχουν πολύ σοβαρά περιστατικά εκφοβισμού, τα οποία έχουν οδηγήσει εργαζόμενους και σε παραίτηση.

Το πρόβλημα, είπε, είναι ότι δεν υπάρχουν μηχανισμοί αξιολόγησης αυτών των καταγγελιών, να διαχωριστούν, πότε πρόκειται για εργασιακής φύσης ζητήματα που μπορεί να έχουν να κάνουν με την αξιολόγηση κάποιου υπάλληλου, και πότε υπάρχει, πράγματι, εκφοβιστική συμπεριφορά.

«Σκοτεινός αριθμός» περιστατικών

Η Δρ. Σταυρούλα Σουκαρά, Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, η οποία κλήθηκε να μιλήσει για το φαινόμενο, αναφέρθηκε σε «σκοτεινό αριθμό» όσον αφορά τα θύματα παγκοσμίως, αφού είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει μια σωστή καταγραφή του φαινομένου όσον αφορά τη συχνότητα. Τα περισσότερα περιστατικά παρενοχλητικής και καταπιεστικής συμπεριφοράς στην εργασία, δεν αναφέρονται, είπε.

Σύμφωνα με την πρώτη παγκόσμιας κλίμακας έρευνα από τα Ηνωμένα Έθνη και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, που έγινε το 2022, μόνο 45% των θυμάτων αναφέρουν αυτό που τους έχει συμβεί. Οι λόγοι, είναι ότι δεν γνωρίζουν που να αποταθούν και ότι θεωρούν πως δεν θα γίνει τίποτα.

Σημείωσε ότι, στην ίδια έρευνα, αυτοί που έχουν επηρεαστεί, λένε ότι έπεσαν θύματα από τρεις φορές και πάνω, που σημαίνει ότι υπάρχει επανάληψη, ενώ υπάρχει κλιμάκωση και αυτή η συμπεριφορά γίνεται με σκοπιμότητα.

Η κ. Σουκαρά είπε ότι οι επιπτώσεις στο θύμα είναι κυρίως ψυχολογικές, αλλά μπορούν να γίνουν και σωματικές, όπως ημικρανίες, αϋπνίες, ταχυκαρδίες, ενώ μειώνεται η αποδοτικότητά τους, και κατ’ επέκταση, μειώνεται και η αποδοτικότητα στον οργανισμό που εργάζονται.

Αναφέρθηκε σε θέματα πρόληψης, και συγκεκριμένα, στην ανάγκη για πληροφόρηση εργαζομένων για τα δικαιώματά τους και που μπορούν να απευθυνθούν, και στην ανάγκη συλλογής πληροφοριών για να υπάρχει γνώση του πόσο συχνά συμβαίνει για να αντιμετωπιστεί.

Είπε ακόμη, ότι χρειάζεται νομική θεσμοθέτηση για να υπάρχει κάλυψη των θυμάτων, θέσπιση εσωτερικών κανονισμών, εκπαίδευση όλων εργαζομένων για θέματα που άπτονται του mobbing, έγκαιρος εντοπισμός, γνωστοποίηση των περαστικών παρενόχλησης, και να υπάρχουν κώδικες καλής συμπεριφοράς.

Σύμβαση 190 – Πρόταση Νόμου

Τα μέλη της Επιτροπής εξέφρασαν τη διαφωνία τους με τη θέση ότι δεν μπορεί να προχωρήσει η προετοιμασία νομοθεσίας για το φαινόμενο, λόγω θεμάτων που άπτονται και του ενωσιακού δικαίου.

Εκπρόσωπος του Τμήματος Εργασίας σημείωσε την ανάγκη για νέο νομοθετικό πλαίσιο για να εξαντλεί το θέμα του εργασιακού εκφοβισμού, και είπε ότι, ήδη εγκρίθηκε από το 2019 από το Υπουργικό Συμβούλιο, νομοπαρασκευαστική επιτροπή για δημιουργία σχετικού νομοσχεδίου για το ζήτημα αυτό, αλλά το θέμα βρίσκει προσκόμματα στην ΕΕ και σε διαφωνίες Κρατών Μελών, στην νομική βάση. Όσον αφορά τη Σύμβαση 190, είπε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα σε εθνικό επίπεδο αλλά σε ενωσιακό, αφού περιλαμβάνει και πτυχές ισότητας του ενωσιακού δικαίου.

Είπε ότι έχουν αποταθεί στη Νομική Υπηρεσία και τους ενημέρωσε ότι θεωρεί ότι δεν πρέπει σε αυτό το στάδιο να προχωρήσουν με ένα νομοσχέδιο εφόσον το θέμα εκκρεμεί στο Συμβούλιο Υπουργών Απασχόλησης.

Σημείωσε ότι, μέσα στη Σύμβαση 190 υπάρχουν θέματα τα οποία εμπίπτουν στην ΕΕ. Δεν εξαρτάται μόνο από την ΕΕ, πρέπει να υπάρχει συμφωνία μεταξύ Κρατών Μελών, είπε, σημειώνοντας ότι, το θέμα είναι ότι δεν συμφωνούν στην νομική βάση.

Η κ. Χαραλαμπίδου σημείωσε ότι σε εθνικό επίπεδο μπορούμε να έχουμε νομοθεσία και «έχει υποχρέωση» ο Υπουργός Εργασίας, άμεσα να την ξεκινήσει.

«Δεν μας εμποδίζει η ΕΕ να νομοθετήσουμε για να προστατεύσουμε ανθρώπινα δικαιώματα», αντίθετα, είπε, είναι πολλές φορές που τα κράτη μέλη έχουν προηγηθεί των ενωσιακών αποφάσεων.

Η κ. Ατταλίδου είπε ότι αυτό είναι «απαράδεκτο», επειδή η ΕΕ δεν εμποδίζει την Κύπρο να έχει οποιονδήποτε Νόμο θέλει για εργασιακά θέματα, όσο αυστηρός και να είναι. «Αντίθετα, δικαιούμαστε να έχουμε, όπως πολλές χώρες, που έχουν πιο αυστηρούς Νόμους από εκείνον που αποφασίζει η ΕΕ», είπε. Σημείωσε ότι θέλουν ως Επιτροπή, «μια καλύτερη δικαιολογία από το Υπουργείο Εργασίας» γιατί δεν ετοιμάζεται το Νομοσχέδιο, και γιατί πρέπει να έχουν την έγκριση της Νομικής Υπηρεσίας για να ετοιμάσουν ένα Νομοσχέδιο για εργασιακά θέματα.

Θέμα καταγγελίας κατά αξιωματικού Αστυνομίας

Ένα άλλο θέμα που απασχόλησε την Επιτροπή ήταν η εκκρεμούσα υπόθεση που αφορά σε καταγγελίες πριν τρία χρόνια, 15 περίπου γυναικών, μελών της Αστυνομίας Κύπρου, κατά υψηλόβαθμου αξιωματικού της Δύναμης και η μετάθεσή του σε άλλο τμήμα, με τα μέλη της Επιτροπής να αναφέρουν ότι με αυτό τον τρόπο μετατίθεται το πρόβλημα ενώ επαναθυματοποιούνται τα άτομα αυτά.

Η κ. Σούπερμαν επισήμανε ότι ο εν λόγω αξιωματούχος αφυπηρετεί σε έξι μήνες, και η κ. Χαραλαμπίδου διερωτήθηκε αν είναι εσκεμμένα που δεν τελείωσε ακόμη αυτή η έρευνα εναντίον του, για να του επιτραπεί να αφυπηρετήσει με όλα τα δικαιώματα του βαθμού του, και χωρίς κάποιες κυρώσεις.

Ο Διευθυντής του Τμήματος Διοίκησης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Αστυνομίας, Ανδρέας Αγγελίδης, για το θέμα, ανέφερε ότι, η υπόθεση βρίσκεται ενώπιον πειθαρχικής επιτροπής που απαρτίζεται από μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, του Υπουργείου Δικαιοσύνης, και της Αστυνομίας.

Σημείωσε ότι στην Αστυνομία τέλειωσε η διερεύνηση έγκαιρα και στη συνέχεια, όταν προωθήθηκε στη Νομική Υπηρεσία ο φάκελος, κατέληξε σε πειθαρχική επιτροπή, η οποία έχει κάποιες διαδικασίες, είπε, προσθέτοντας ότι δεν πρέπει να χρεωθεί η όποια καθυστέρηση στην Αστυνομία.

Η κ. Χαραλαμπίδου ζήτησε γραπτή απάντηση από την Αστυνομία γιατί αυτή η υπόθεση «διαιωνίζεται για τρία ολόκληρα χρόνια», ποιες θα είναι οι συνέπειες για τον αξιωματικό αν αφυπηρετήσει, με τι βαθμό θα αφυπηρετήσει και με τι ωφελήματα, και πότε αναμένεται να ολοκληρωθεί η υπόθεση.

Για το ίδιο θέμα, ο Πρόεδρος του Κλάδου Αστυνομικού Σώματος, της Συντεχνίας Ισότητα, Νίκος Λοϊζίδης, είπε ότι τα πρωτοκόλλα στην Αστυνομία, έχουν κάνει τεράστια δουλειά όσον αφορά τέτοια θέματα, και ότι παρακολουθούν τη συγκεκριμένη υπόθεση αφού αυτοί είναι που την άνοιξαν.

Είπε ότι ετοιμάζουν επιστολή προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας, σημειώνοντας ότι, επειδή μια από τις τιμωρίες προβλέπει και μείωση βαθμού, θα ζητήσουν να τελειώσει η πειθαρχική υπόθεση και μετά να του υπογράψει τα χαρτιά για να ξεκινήσει η συνταξιοδότησή του, και του δοθεί το εφάπαξ που δικαιούται.

Ο κ. Λοϊζίδης, είπε ότι δεν θεωρεί ότι υπήρχε κάτι σκόπιμο στη διαχείριση της υπόθεσης, αφού έγινε μια αλλαγή μέλους στην τριμερή επιτροπή γιατί ανέλαβε άλλα καθήκοντα, γι' αυτό και οι καθυστερήσεις. Τόνισε τη σημασία θέσπισης Νόμου για τον εργασιακό εκφοβισμό.

Ο κ. Αγγελίδης, ανέφερε, για το θέμα ισότητας στην εργασία, ότι υπάρχει στην Αστυνομία επιτροπή ισότητας ανδρών και γυναικών και υπάρχει συγκεκριμένη αστυνομική διάταξη για τις ενέργειες που προβαίνει η Επιτροπή, ενώ τα μέλη του σώματος είναι ενημερωμένα και υπάρχει ενημέρωση και ευαισθητοποίηση εντός της Αστυνομίας για τέτοια ζητήματα. Σημείωσε ότι διασφαλίζεται η εχεμύθεια, ώστε τα θύματα να αισθάνονται ασφάλεια και να μπορούν να μιλήσουν, ενώ οι καταγγελίες τυγχάνουν χειρισμού αναλόγως των περιστάσεων.

Κατά τη συζήτηση, εκπρόσωποί συντεχνιών του ιδιωτικού, δημόσιου, και ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά και εργοδοτικών οργανώσεων, εξέφρασαν την συμφωνία τους με την θέσπιση νομοθεσίας για την αντιμετώπιση καταπιεστικής και παρενοχλητικής συμπεριφοράς στον χώρο εργασίας, σημειώνοντας και την ανάγκη για προστασία των θυμάτων, και την πρόληψη, κάνοντας εισηγήσεις για το τι θα μπορούσε να προστεθεί στην πρόταση Νόμου.

Ανέφεραν ότι λόγω έλλειψης σχετικής Νομοθεσίας, άτομα έχουν χάσει τη δουλειά τους, αναγκάζονται να παραιτηθούν, ή υπομένουν δυσμενείς συμπεριφορές εναντίον τους, από προϊσταμένους τους.

Δηλώσεις Βουλευτών

Το μήνυμα ότι θα πρέπει άμεσα το Υπουργείο Εργασίας να προωθήσει Νομοσχέδιο για την πρόληψη, και αντιμετώπιση καταπιεστικής και παρενοχλητικής συμπεριφοράς στον χώρο εργασίας, έστειλαν τα μέλη της Επιτροπής στις δηλώσεις τους, διαμηνύοντας ότι, σε διαφορετική περίπτωση, θα υποβάλουν πρόταση Νόμου.

Η κ. Χαραλαμπίδου, είπε μεταξύ άλλων, ότι, επειδή πρόκειται για μια πολύπλοκη νομοθεσία με πολλές πτυχές, θα ήταν καλύτερα να κατατεθεί Νομοσχέδιο με ευθύνη της κυβέρνησης, σημειώνοντας ότι, δεν μπορεί να μην υπάρχει σε ένα σύγχρονο κράτος μια τέτοια νομοθεσία.

Αναφέρθηκε και σε καταγγελίες συντεχνιών, ότι, κακοποιητική συμπεριφορά παρατηρήθηκε ακόμα και από θεσμούς που διορίζονται από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με ολιγομελή προσωπικό.

Η κ. Σούπερμαν σημείωσε ότι, τα περισσότερα θύματα δεν τυγχάνουν της ανάλογης στήριξης και είτε απολύονται, είτε παραιτούνται, είτε χάνουν την ψυχολογική και σωματική τους υγεία. Σημείωσε ότι είναι άμεση η ανάγκη ενίσχυσης του κοινωνικού διαλόγου μεταξύ όλων των κοινωνικών εταίρων για ρύθμιση του σοβαρού αυτού θέματος.

Ο Βουλευτής της ΔΗΠΑ, Αλέκος Τρυφωνίδης, είπε ότι το κόμμα του, καταγγέλλουν συμπεριφορές καταπιεστικής και παρενοχλητικής συμπεριφοράς και θεωρούν ότι δεν μπορεί να γίνονται αποδεκτές στους χώρους εργασίας είτε στο δημόσιο, ευρύτερο δημόσιο είτε ιδιωτικό τομέα. Πρέπει, είπε, να υπογραφεί από την Κύπρο η Σύμβαση 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, να γίνει εθνική νομοθεσία που να καλύπτει τις περιπτώσεις αυτές, να υπάρξει εποπτικός έλεγχος εφαρμογής της νομοθεσίας και να υπάρξει ενημέρωση των εργαζομένων για το φαινόμενο αυτό και την αντιμετώπιση του.

Η κ. Ατταλίδου, στις δικές της δηλώσεις, είπε, ότι, αν υπήρχε ένας τρόπος να εξακριβωθεί το κόστος του εργασιακού εκφοβισμού, των ψυχολογικών και οικονομικών επιπτώσεων, που θα ήταν εκατοντάδες εκατομμύρια στην Κύπρο, και δισεκατομμύρια στην ΕΕ, όπως είπε, «τότε, σίγουρα θα βλέπαμε και κινητικότητα εκ μέρους των αρμοδίων». Γι’ αυτό, πρόσθεσε, ζητούν την άμεση κύρωση της Σύμβασης 190 του ΔΟΕ και την άμεση κατάθεση ν/σ, διαφορετικά η Επιτροπή θα καταθέσει πρόταση Νόμου.

Είπε ακόμη, ότι πολλοί κυβερνητικοί οργανισμοί στην Κύπρο κρύβουν αυτό το πρόβλημα κάτω από το χαλί και όταν τους ζητηθούν στοιχεία για τέτοιες περιπτώσεις, λένε ότι είναι εμπιστευτικά για να μην τα κοινοποιούν.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση