
ΚΥΠΕ
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε ότι η αδυναμία των κυπριακών αρχών να επιλύσουν ένα νομοθετικό κενό σχετικά με μια κενή κοινοβουλευτική έδρα παραβίασε τη Σύμβαση του Δικαστηρίου.
Σημερινή απόφαση του Τμήματος του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Γεώργιος Παπαδόπουλος κατά Κύπρου (αριθ. αίτησης 21454/21), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1 (δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κύπρος έπρεπε να καταβάλει στον αιτούντα 8.000 ευρώ για ηθική ζημία.
Εξηγεί ότι η υπόθεση αφορούσε το γεγονός ότι η κυπριακή νομοθεσία δεν προέβλεπε τη δυνατότητα πλήρωσης βουλευτικής έδρας που είχε κενωθεί πριν από την έναρξη της κοινοβουλευτικής περιόδου. Ο αιτών στην υπόθεση ήταν επιλαχών υποψήφιος στις βουλευτικές εκλογές του 2016, αλλά διορίστηκε όταν ένα μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποφάσισε να μην καταλάβει τη θέση πριν από την έναρξη της κοινοβουλευτικής περιόδου. Ο διορισμός του αιτούντος ακυρώθηκε, ωστόσο, το 2017, το 2018 και το 2020 επειδή το Εκλογικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε νομικό ή επιτρεπτό συνταγματικό πλαίσιο για τέτοια αντικατάσταση.
Ο αιτών, Γεώργιος Παπαδόπουλος, είναι Κύπριος υπήκοος που γεννήθηκε το 1965 και ζει στη Λεμεσό (Κύπρος). Ο κ. Παπαδόπουλος ήταν υποψήφιος επιλαχών στις βουλευτικές εκλογές του 2016 για το Κίνημα Αλληλεγγύης. Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – και πρόεδρος του Κινήματος Αλληλεγγύης – εξελέγη αλλά αποφάσισε να μην αναλάβει την έδρα πριν από την έναρξη της κοινοβουλευτικής περιόδου επειδή επιθυμούσε να παραμείνει Ευρωβουλευτής. Το κυπριακό νομικό σύστημα, ωστόσο, δεν ρύθμιζε ρητά αυτή την περίπτωση, δηλαδή όταν ένας εκλεγμένος υποψήφιος παραιτήθηκε από την έδρα του πριν αναλάβει τα καθήκοντά του.
Έτσι, το 2017, το 2018 και το 2020, το Εκλογικό Δικαστήριο ακύρωσε τις αποφάσεις των αρχών για τον διορισμό του υποψηφίου, ο οποίος ήταν επιλαχών, επειδή έκρινε ότι δεν υπήρχε κανένα νόμιμο ή επιτρεπτό συνταγματικό πλαίσιο που να επιτρέπει τέτοια αντικατάσταση. Παρόλο που το Κοινοβούλιο τροποποίησε τον σχετικό εκλογικό νόμο και το Σύνταγμα κατά τη διάρκεια αυτών των τριών ετών για να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα αυτό το ζήτημα, το Εκλογικό Δικαστήριο τελικά έκρινε ότι αυτές οι νομοθετικές προσπάθειες ήταν αντισυνταγματικές ή είχαν αναδρομική ισχύ. Διαπίστωσε ειδικότερα ότι οι τροποποιήσεις οδήγησαν στον διορισμό του αιτούντος μέσω συγκεκριμένης νομοθεσίας και όχι μέσω ελεύθερων γενικών εκλογών ή αναπληρωματικών εκλογών, γεγονός που υπονόμευε τη λαϊκή κυριαρχία.
Ο κ. Παπαδόπουλος, αναφέρεται, παραπονέθηκε ότι παρά το γεγονός ότι διορίστηκε τρεις φορές, το Εκλογικό Δικαστήριο ακύρωσε την θητεία του κάθε φορά, κατά παραβίαση του δικαιώματός του να εκλέγεται και του δικαιώματος του εκλογέα να επιλέγει τη νομοθετική εξουσία. Η αίτηση κατατέθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 21 Απριλίου 2021. Η απόφαση εκδόθηκε από Τμήμα επτά δικαστών.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Καταρχάς, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο τρόπος διεξαγωγής των εκλογών και η επακόλουθη κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών από τον Γενικό Έφορο, υπεύθυνο για τις εκλογικές διαδικασίες, δεν είχαν ποτέ αμφισβητηθεί ή ακυρωθεί. Επιπλέον, μια έκθεση του ΟΑΣΕ για τις εκλογές του 2016 είχε εκφράσει πλήρη εμπιστοσύνη στην εκλογική διαδικασία και διοίκηση.
Το ζήτημα προέκυψε αργότερα, όταν ο υποψήφιος που είχε εκλεγεί για την έδρα που κέρδισε το Κίνημα Αλληλεγγύης παραιτήθηκε και δεν την ανέλαβε . Αυτό συνέβη επειδή δεν υπήρχε μηχανισμός - είτε διορισμός επιλαχόντος είτε διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών - για την πλήρωση της έδρας που είχε δοθεί δεόντως στο Κίνημα Αλληλεγγύης τον Μάιο του 2016, σύμφωνα με τον σχετικό εκλογικό νόμο. Τόσο ο αιτών όσο και οι ψηφοφόροι κατέληξαν να παγιδευτούν σε νομικό αδιέξοδο. Πράγματι, δεν υπήρχε νομοθετική διάταξη για τη ρύθμιση ενός σεναρίου που θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί για διάφορους λόγους, όπως ο θάνατος του διορισμένου βουλευτή πριν από την έναρξη της κοινοβουλευτικής θητείας, όχι μόνο η άρνηση του βουλευτή να αναλάβει την έδρα του. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μια βουλευτική έδρα είχε μείνει κενή για σημαντικό χρονικό διάστημα και το ζήτημα του πώς να πληρωθεί σωστά μια βουλευτική έδρα δεν είχε επιλυθεί για σχεδόν ολόκληρη τη βουλευτική θητεία.
«Η αδυναμία των αρχών να επιλύσουν αποτελεσματικά αυτό το κενό ή να παράσχουν μια νόμιμη εναλλακτική λύση, είτε μέσω νομοθετικής είτε δικαστικής παρέμβασης, τελικά ακύρωσε την επιλογή του λαού, όπως εκφράστηκε τον Μάιο του 2016», αναφέρεται στην απόφαση του ΕΔΑΔ.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παρέμβαση στα δικαιώματα του αιτούντος που δεν ήταν «νόμιμη», κατά παράβαση του Άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1 της Σύμβασης. Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41).
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κύπρος έπρεπε να καταβάλει στον αιτούντα 8.000 ευρώ για ηθική ζημία.