
Γράφει ο Νικόλας Ζώης
Τη δημιουργία ενός νέου, ειδικού σώματος ορκωτών εκτιμητών και πραγματογνωμόνων που θα ελέγχει, έπειτα από καταγγελία, τη γνησιότητα ή τον πλαστό χαρακτήρα έργων τέχνης, την τιμωρία της σχετικής παραβατικής δραστηριότητας σε όλα της τα στάδια (δημιουργία, διακίνηση, έκθεση, εμπορία πλαστών κ.ά.), τη σύσταση υπηρεσίας με αρμοδιότητα την τήρηση αρχείου επιβεβαιωμένων πλαστογραφιών, αλλά και την καταστροφή –με απόφαση δικαστηρίου– ενός έργου που κρίθηκε πλαστογραφημένο, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ένα νέο νομοσχέδιο του ΥΠΠΟ για την καταπολέμηση της πλαστογραφίας έργων νεότερης και σύγχρονης τέχνης και συλλεκτικών αντικειμένων.
Το νομοσχέδιο, που παρουσιάστηκε από την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο, περιλαμβάνει επίσης την ηλεκτρονική διασύνδεση των συναρμόδιων υπουργείων (Πολιτισμού, Προστασίας του Πολίτη, Δικαιοσύνης) μέσω ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος καταχώρισης και ανταλλαγής πληροφοριών, ενώ αναμένεται ότι θα αυστηροποιεί και τις ποινές για τον βανδαλισμό και τη φθορά έργων τέχνης που εκτίθενται ή φυλάσσονται σε χώρους του Δημοσίου, μουσεία και εποπτευόμενους φορείς του ΥΠΠΟ κ.ά., ακόμα και σε βαθμό κακουργήματος.
Αναμένεται να αυστηροποιήθούν οι ποινές για βανδαλισμό και φθορά έργων τέχνης που εκτίθενται ή φυλάσσονται στο Δημόσιο, ακόμα και σε βαθμό κακουργήματος
Σύμφωνα με πληροφορίες από το ΥΠΠΟ, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις κρίνονται ως απολύτως απαραίτητες, καθώς το φαινόμενο της πλαστογραφίας εντείνεται λόγω της αυξανόμενης ζήτησης έργων τέχνης και του αριθμού αγοραστών χωρίς σχετικές γνώσεις, αλλά και λόγω της ανόδου των διαδικτυακών πωλήσεων και των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων οι οποίες ήδη αξιοποιούνται από τους πλαστογράφους για τη βελτίωση των τεχνικών τους.
Σημαντικό θεωρείται και το φαινόμενο του βανδαλισμού έργων τέχνης από ιδιώτες, προκειμένου να μεταδοθούν πολιτικά, ιδεολογικά ή και θρησκευτικά μηνύματα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις καταστροφές που προκάλεσε βουλευτής της αντιπολίτευσης σε έργα περιοδικής έκθεσης της Εθνικής Πινακοθήκης, μια πράξη η οποία είχε αντιμετωπιστεί ως πλημμέλημα.
Πηγές από το Μέγαρο Μαξίμου τονίζουν ότι στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο δεν προβλέπονται ειδικές διατάξεις για το είδος της παραβατικής δραστηριότητας που ρυθμίζει το εν λόγω νομοσχέδιο, με τα συγκεκριμένα αδικήματα να αντιμετωπίζονται μέχρι σήμερα στο πλαίσιο γενικών διατάξεων του ποινικού κώδικα περί πλαστογραφίας, απάτης και φθοράς δημόσιας περιουσίας.
Οι νέες ρυθμίσεις έχουν στόχο την πιο άμεση αντιμετώπιση όλου του φάσματος της πλαστογραφίας και της απάτης επί έργων τέχνης και συλλεκτικών αντικειμένων, την προστασία των θυμάτων (αγοραστές, δημιουργοί, επαγγελματίες του χώρου, συλλέκτες, μουσεία κ.λπ.) και την ασφαλή έκθεση των έργων σε πολιτιστικούς χώρους. Μακροπρόθεσμα το νομοσχέδιο αποσκοπεί στην αύξηση της εμπιστοσύνης των αγοραστών και στην προστασία της ίδιας της τέχνης, μέσω της αποφυγής της «νόθευσης» των δεδομένων της και της διατήρησης της ιστορικής αυθεντικότητας της πολιτιστικής κληρονομιάς για τις μελλοντικές γενιές.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με πληροφόρηση της «Κ», το νομοσχέδιο θα προβλέπει ποινές και για τις περιπτώσεις που διαπιστώνεται παραποίηση των βιβλιογραφικών δεδομένων ενός γνήσιου έργου, για παράδειγμα ως προς την ακριβή προέλευσή του ή την περίοδο δημιουργίας του, στοιχεία που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αντίστοιχα ως «αδιάψευστα» τεκμήρια γνησιότητας ή ως λόγος αύξησης της τιμής του. Θα θεσπίζεται επίσης ποινή ακόμα και αν δεν υπάρχει οικονομική συναλλαγή για ένα πλαστό έργο, προκειμένου αυτό να σταματήσει να διακινείται, να εκτίθεται, να δημοσιεύεται κ.λπ., με δόλο ή με γνώση της πλαστής φύσης του, και άρα να λειτουργεί παραπλανητικά για τους ιστορικούς του μέλλοντος, αποτελώντας π.χ. ένα εσφαλμένο σημείο αναφοράς ή οδηγώντας σε επισφαλή συμπεράσματα.
Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και η, πρωτοποριακή για τα διεθνή νομικά δεδομένα, διάταξη που θα δίνει τη δυνατότητα στο αρμόδιο δικαστήριο να αποφασίσει τη δήμευση ή ακόμα και την καταστροφή ενός διαπιστωμένα πλαστού έργου, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος να επιστρέψει στην αγορά ή να εντάξει στον φαύλο κύκλο της πλαστογράφησης και την ιστορία της τέχνης.
Οσο για το σώμα ορκωτών εκτιμητών και πραγματογνωμόνων, πληροφορίες από το ΥΠΠΟ αναφέρουν ότι αυτό θα διαθέτει εγνωσμένη εμπειρία και θα τελεί υπό διαρκή επιμόρφωση και ειδική επιθεώρηση, ενώ η αρμοδιότητά του θα είναι η διαπίστωση της γνησιότητας (κάτι που σήμερα αποτελεί αρμοδιότητα της Εθνικής Πινακοθήκης), αλλά και η εκτίμηση της αξίας έργων τέχνης και συλλεκτικών αντικειμένων.
Πηγές της «Κ» αναφέρουν ότι το σώμα θα αποτελεί θεσμικό όργανο του ΥΠΠΟ και θα συγκροτείται από ιστορικούς της τέχνης, συντηρητές κ.ά., οι οποίοι θα επιλέγονται με συγκεκριμένη διαδικασία από το ΥΠΠΟ, θα ασκούν τα καθήκοντά τους βάσει κώδικα λειτουργίας και θα ελέγχονται θεσμικά για τις πράξεις και τις γνωματεύσεις τους. Κάθε υπόθεση θα κρίνεται, όπως και σήμερα, από τα αρμόδια δικαστήρια, ωστόσο με το νέο σώμα ορκωτών εκτιμητών η όλη διαδικασία θα αποκτήσει περισσότερη ευελιξία και εχέγγυα ορθότερης κρίσης.
Σημειώνεται τέλος ότι το νομοσχέδιο θα αποσκοπεί και στην προστασία έργων που έχουν δημιουργηθεί με σύγχρονες τεχνικές, όπως η ψηφιακή τέχνη.