ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Γιατί το γαλλικό σινεμά συνεχίζει να μας μαγνητίζει

Εκατόν τριάντα χρόνια μετά την πρώτη δημόσια κινηματογραφική προβολή στο Παρίσι, ο κινηματογράφος της Γαλλίας καταφέρνει να ξεχωρίζει

Γράφει ο Παναγιώτης Κούστας

Όταν ακούμε τη φράση «γαλλικός κινηματογράφος», αυτομάτως έρχονται στο μυαλό μας τα ερωτικά τρίγωνα

Ήταν καλοκαίρι του 1999. Είχα ήδη κάνει τρία χρόνια γαλλικά και οι Ασύλληπτες διακοπές του Λουί ντε Φινές, μια φάρσα του 1967, έπαιζαν στην οθόνη του υπολογιστή μου από ένα DVD που είχε δώσει ως δώρο μια εφημερίδα. Ήθελα να τσεκάρω το αν θα κατάφερνα να πιάσω το νόημα της ταινίας με τους υπότιτλους καλυμμένους. Δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτα. Δεν απογοητεύτηκα, όμως, διότι είχα ήδη ενδώσει στην ακαταμάχητη έλξη του γαλλικού σινεμά, το οποίο φέτος, στις 28 Δεκεμβρίου, όπως η ίδια η συνήθεια του κινηματογράφου, θα συμπληρώσει εκατόν τριάντα χρόνια ζωής. Η πρώτη δημόσια προβολή παγκοσμίως, που περιλάμβανε ένα πρόγραμμα δέκα ταινιών πολύ μικρού μήκους, κάτω του λεπτού, έλαβε χώρα στο παρισινό Salon Indien du Grand Café από τους αδερφούς Λιμιέρ. Το πρώτο στη σειρά από αυτά τα ταινιάκια ήταν η Έξοδος από το εργοστάσιο Λιμιέρ (La sortie de l’usine Lumière à Lyon). Κι ενώ ήταν γαλλική, δεν ήταν γαλλόφωνη – ο ομιλών κινηματογράφος θα έκανε την εμφάνισή του μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1920, με τις ΗΠΑ να έχουν ήδη ανελιχθεί σε νούμερο ένα κινηματογραφική υπερδύναμη κατά τη διάρκεια του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η λέξη «σινεμά» είναι γαλλική

Σε πρώτο πλάνο η νεαρή Τζέιν Μπίρκιν, αγνώριστη χωρίς τις αφέλειές της, και πίσω της ο Φρανσουά Τριφό. (Φωτογραφία: Robert Doisneau/Gamma-Rapho /Getty Images/ Ideal Image

Για να συνεχίσω το αφήγημα όπως το ξεκίνησα, επί προσωπικού, τον γαλλόφωνο κινηματογράφο δεν τον αγάπησα μέσα από τις μεγάλες επιτυχίες εκείνης της εποχής και των χρόνων που ακολούθησαν – το Αστερίξ και Οβελίξ εναντίον Καίσαρα του 1999 με τη Λετισιά Καστά, την Αμελί του 2001 με την Οντρέ Τοτού, τη Ζωή σαν τριαντάφυλλο του 2007 με τη Μαριόν Κοτιγιάρ, τη Ζωή της Αντέλ του 2013 με τη Λεά Σεϊντού και την Αντέλ Εξαρχόπουλος. Τα φιλμ του που με κέρδισαν ήταν αυτά του σκληρού arthouse (προσωπικό βίτσιο, δεν θα επεκταθώ…) και εκείνα των παλαιότερων auters, που βάζουν άπαντες οι ανήσυχοι φοιτητές στη λίστα με τις ταινίες που θέλουν να δουν για να νιώσουν ότι, τάχα μου, κατέχουν τα μυστικά του κόσμου. Οι περισσότερες ήταν αριστουργήματα της νουβέλ βαγκ, ενός από τα πιο σημαντικά και επιδραστικά κινήματα στην ιστορία του σινεμά – η λέξη «σινεμά», ας σημειωθεί, είναι λόγιο ενδογενές δάνειο από τη γαλλική «cinéma». Το γερό χαρτί αυτών των φιλμ; Οι μυστηριώδεις πρωταγωνίστριές τους, που εξελίχθηκαν σε ντάμες του διεθνούς σταρ σίστεμ με όχημα τη «γαλλοσύνη» τους. Όχι ότι δεν συνεισέφεραν και οι ζεν πρεμιέ, με προεξάρχοντα τον Αλέν Ντελόν και την απόλυτη ομορφιά του σε ταινίες όπως Γυμνοί στον ήλιο (1960) και Πισίνα (1969).

Η Κατρίν Ντενέβ μάς κοιτάζει όλο υποσχέσεις από τη μαρκίζα ενός σινεμά. Η σήμανση στο κάτω μέρος της αφίσας για την Ωραία της ημέρας προειδοποιεί ότι η είσοδος απαγορεύεται στους κάτω των 18. (Φωτογραφία: Jacques Prayer/Gamma-Rapho /Getty Images/ Ideal Image)

Αυτές οι ταινίες, άλλωστε, είναι που περνάνε από το μυαλό των περισσότερων από εμάς όταν ακούμε τη φράση «γαλλικός κινηματογράφος», μια φράση που μοιάζει ταυτισμένη με τον χαρακτηρισμό «σινεφίλ», τα ερωτικά τρίγωνα και τα αισθαντικά σάουντρακ. Η πρώτη από αυτές που τσέκαρα στη λίστα μου ήταν οι Διαβολογυναίκες (1955) του Ανρί-Ζορζ Κλουζό, με τη «θεά» Σιμόν Σινιορέ, την πρώτη Γαλλίδα που κέρδισε Όσκαρ Α´ Γυναικείου Ρόλου. Στον θρύλο της Σινιορέ, βέβαια, συνέβαλε και το ότι δεν χώρισε από τον σύζυγό της, Ιβ Μοντάν, όταν εκείνος συνδέθηκε ερωτικά με τη Μέριλιν Μονρόε – μια «τόσο γαλλική» προσωπική ιστορία! Μέχρι σήμερα, οι τέσσερις αγαπημένες μου ταινίες της νουβέλ βαγκ παραμένουν ίδιες: Η Κλεό από τις 5 έως τις 7 (1962) της Ανιές Βαρντά με την Ανούκ Εμέ, η Περιφρόνηση (1963) του Ζαν-Λικ Γκοντάρ με την Μπριζίτ Μπαρντό, η Νύφη φορούσε μαύρα (1967) του Φρανσουά Τριφό με τη Ζαν Μορό και η Ωραία της ημέρας (1967) του Λουίς Μπουνιουέλ με την Κατρίν Ντενέβ.

Πρώτη δύναμη στην Ευρώπη

Ο Αλέν Ντελόν στην ταινία Γυμνοί στον ήλιο. (Φωτογραφία: afp/visualhellas.gr)

Η αλήθεια είναι ότι οι must-see γαλλικές ταινίες άρχισαν να λιγοστεύουν από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Παρ’ όλα αυτά, δεν στερέψαμε από Γαλλίδες σταρ του σινεμά. Το 1981, η Γυναίκα της διπλανής πόρτας του Τριφό έκανε βεντέτα πρώτης τάξεως τη Φανί Αρντάν. Την ίδια περίπου εποχή, η Ιζαμπέλ Ατζανί και η Ιζαμπέλ Ιπέρ –η πρώτη πιο κοντά στον κινηματογράφο των μεγάλων παραγωγών και η δεύτερη στον arthouse– άρχισαν να χτίζουν τον μύθο τους ερμηνεύοντας, συχνά, κάπως διαταραγμένες γυναίκες. Διεθνή αστέρια έγιναν, επίσης, η Καρόλ Μπουκέ, η Σοφί Μαρσό, η Εμανουέλ Μπεάρ με τις ελληνικές ρίζες και η Ζιλιέτ Μπινός, που άφησε εποχή με την ερμηνεία της στην Μπλε Ταινία (1993) του Κριστόφ Κισλόφσκι. Ένα μάλλον παραγνωρισμένο διαμάντι στο στέμμα της νεότερης ιστορίας του γαλλικού σινεμά αποτελεί η «très chic» Ντίβα (1981) του Ζαν-Ζακ Μπενέξ, που αποτέλεσε ιδρυτική πράξη του cinéma du look, genre που αργότερα εξέλιξε ο Λικ Μπεσόν.

Το «cinéma français», πάντως, παρέμεινε σταθερή και υπολογίσιμη αξία. Στην Ελλάδα, αυτό το μαρτυρούν οι πολλές γαλλικές παραγωγές που παίζονται στις αίθουσες αλλά και τα sold out στις προβολές του Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, που διοργανώνεται κάθε άνοιξη. Σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, η γαλλική κινηματογραφική βιομηχανία αποτελεί την τέταρτη πιο ισχυρή στον κόσμο –μετά την αμερικανική, την ινδική και την κινεζική– και την πρώτη δύναμη στην Ευρώπη. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό. Το γαλλικό σινεμά μάς συναρπάζει με την απενοχοποιημένη σεξουαλικότητα των πρωταγωνιστριών του. Με τα μοιραία πάθη που ζουν οι αντισυμβατικοί χαρακτήρες του. Με τις αποστασιοποιημένες ερμηνείες της Ιπέρ. Με τις υπαρξιακές αναζητήσεις και την καλλιτεχνική του ελευθερία. Με την απεικόνιση της ζωής στο Παρίσι και στον γαλλικό νότο με τις ριγέ ξαπλώστρες. Με τον πολιτικό προβληματισμό του Κώστα Γαβρά και με την απόδοση της αγριότητας των μπανλιέ από τους νεότερους κινηματογραφιστές. Με το ότι αποτελεί το κύριο αντίπαλο δέος του εμπορικού αμερικανικού κινηματογράφου. Με το μυστήριο, την ατμόσφαιρα και την αμφισημία του. Με όλα αυτά τα απροσδιόριστα πράγματα που κρύβονται πίσω από τη φράση «je ne sais quoi» (κατά λέξη μετάφραση: «δεν ξέρω τι»).

Στην Ελλάδα αγαπάμε τον γαλλικό κινηματογράφο. Το μαρτυρούν οι πολλές γαλλικές παραγωγές που παίζονται στις αίθουσες.

Αυτό το κάτι

Η Σιμόν Σινιορέ και η Βέρα Κλουζό με τον σύζυγο της δεύτερης, σκηνοθέτη Ανρί-Ζορζ Κλουζό, στα γυρίσματα της ταινίας Διαβολογυναίκες. Το 1996 κυκλοφόρησε ένα ριμέικ της ταινίας, με πρωταγωνίστριες τη Σάρον Στόουν και την Ιζαμπέλ Ατζανί. (Φωτογραφία: Walter Carone/Paris Match via /Getty Images/ Ideal Image)

Υπάρχει, τέλος, και κάτι που κάνει το γαλλικό σινεμά ιδιαίτερα αγαπητό στην Ελλάδα. Κάτι που υπερβαίνει το «Ελλάς-Γαλλία, συμμαχία», την αποτελεσματικότητα της πολιτιστικής διπλωματίας των φίλων μας των «Φράγκων», την παρισινή εκπαίδευση πολλών Ελλήνων κινηματογραφιστών, την προνομιακή θέση που καταλαμβάνουν οι γαλλόφωνες ταινίες στα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ της χώρας, την περιέργεια που μας εξάπτουν Ελληνογαλλίδες ηθοποιοί όπως η Αριάν Λαμπέντ, η Αντέλ Εξαρχόπουλος και η Άννα Μουγκλαλίς, το ενδιαφέρον των γαλλικών ταινιών που γυρίστηκαν στην Ελλάδα και έκαναν «σουξέ» – αν θέλετε να δείτε μόνο δύο από αυτές, ας είναι οι Διαρρήκτες (1971) του Ανρί Βερνέιγ με τον Ζαν Πολ Μπελμοντό και το Απέραντο γαλάζιο (1988) του Λικ Μπεσόν, που έκανε «της μόδας» την Αμοργό. Τι είναι αυτό το κάτι; Je ne sais quoi.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Σινεμά: Τελευταία Ενημέρωση

Ξεκινάει το Φεστιβάλ «Εικόνες και Όψεις του Εναλλακτικού Κινηματογράφου» στην αυλή του Μουσείου Χαρακτικής στη Λευκωσία
Του Απόστολου Κουρουπάκη
 |  ΣΙΝΕΜΑ