

Του Απόστολου Κουρουπάκη
Συνάντησα την Εύα Νάθενα την περασμένη εβδομάδα, όταν ήλθε στην Κύπρο για να συμμετάσχει σε προβολές της ταινίας της «Η Φόνισσα», το σκηνοθετικό ντεμπούτο της, στη μεταφορά του διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Φόνισσα», με το σενάριο να υπγράφει η Κατερίνα Μπέη. Οι προβολές έγιναν σε Λάρνακα και Λευκωσία και τις παρακολούθησαν μαθητές και μαθήτριες, με την κα Νάθενα να έχει την ευκαιρία να μιλήσει μαζί τους. Η κα Νάθενα μού λέει πως ασκούταν στο να υπηρετήσω την ταινία με έναν αισθητικό τρόπο, ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος, όταν θα λάχαινε να συμβεί. «Το κομβικό σημείο είναι όταν έφυγα από το αισθητικό κομμάτι και μπήκα βαθιά στο κείμενο μαζί με τη σεναριογράφο μας, την Κατερίνα Μπέη και αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε τις αλήθειες και κατάλαβα ότι όλα όσα γινόντουσαν δεν είναι μακριά κάπου, ούτε ιστορικά στο βάθος. Είναι εδώ». Μού λέει πως η ταινία δεν κατηγορεί, συμπονάει. Και τα δύο φύλα. «Είναι μια ταινία και για τη γυναίκα και για τον άντρα. Είναι για τον άνθρωπο. Η ταινία δεν κατηγορεί, συμπονάει. Και τα δύο φύλα. Είναι μια ταινία και για τη γυναίκα και για τον άντρα. Είναι για τον άνθρωπο».
–Οι γυναίκες στη δική σας «Φόνισσα» είναι θύματα και θύτες ταυτόχρονα…
–Με το δεδομένο ότι ένα θύμα, το λένε οι ειδικοί σήμερα, δεν αργεί να γίνει θύτης, οι γυναίκες είναι και τα δύο, και ειδικά η ηρωίδα μας. Υπήρξε θύμα προτού γίνει θύτης. Αυτή ήταν η επανάσταση που έκανε ο Παπαδιαμάντης, σαν ένα μανιφέστο, μιας αρχής ενός φεμινισμού που υποδόρια υπήρχε, ότι αυτή η γυναίκα «ψήλωσε ο νους της» μεν, αλλά έβαλε μια διάκριση σε σχέση με το τι θα είναι η βία και γιατί παράγεται αυτή η βία. Όχι με τον ίδιο τρόπο που τη δέχτηκε εκείνη. Εκείνη την κάνει για να σώσει. Και έτσι ο Παπαδιαμάντης έδωσε το προφίλ μιας γυναίκας που είχε μεν καταλογισμό, και ήξερε ότι κάνει κάτι κακό, ήταν όμως πεπεισμένη ότι αυτό το κάνει για καλό. Όταν είδα τις ηθοποιούς που θα υποδύονταν στην ταινία μας τη μητέρα και την κόρη, την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τη Μαρία Πρωτοπαπά, τους είπα ότι ειλικρινά θα μπορούσε κάλλιστα η μία να παίξει τη μάνα και άλλη την κόρη ή το ανάποδο. Και δεν έχει και σημασία, είναι σαν να γίνεται αυτή η ιστορία από πάντα και γινόταν και μετά τον Παπαδιαμάντη, για πάντα σχεδόν μέχρι σήμερα. Απλώς αυτή τη σχέση μάνας-κόρης έβαλε στον μεγεθυντικό φακό του ο Παπαδιαμάντης και αυτό θα κάνουμε και εμείς στην ταινία.
–Είναι τελικά η Φραγκογιανού και στο βιβλίο αλλά και στην ταινία ένας ανεξιλέωτος χαρακτήρας;
–Ο συγγραφέας δεν τη δικαιώνει. Δεν μπορεί κανένας δικαιώσει –ούτε και η ταινία το κάνει– έναν άνθρωπο που σκοτώνει μικρά παιδιά. Εξηγεί όμως γιατί το κάνει. Και αυτό με έναν τρόπο κάνει εμάς πια να παίρνουμε τη θέση του κριτή. Ο ίδιος την ολοκληρώνει, δεν την πεθαίνει την ηρωίδα του. Είναι μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης. Ξέρετε, πάω στα σχολεία, και με ρωτούν γιατί άλλαξα το φινάλε της ταινίας. Και λέω πως αν καθίσουμε να δούμε τι είναι μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης, θα δούμε δύο άκρα. Τα μεγάλα κείμενα επιδέχονται πολλών αναγνώσεων και έχουν και τη μία άκρη και την άλλη και ανάμεσά τους χωράμε όλοι εμείς. Αναλογικά λοιπόν προσπάθησα να κάνω και εγώ αυτό. Το τι θα έκανε ο Θεός, αν δίκαζε αυτή την ηρωίδα, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Το τι θα έκαναν οι άνθρωποι το ρωτάω και μου απαντούν πως θα τη σκότωναν. Αναλογικά λοιπόν κάνω και εγώ αυτό. Η ηρωίδα φτάνει μας στο χείλος του γκρεμού και βλέπει ότι το τραύμα της είναι ακόμα εκεί, την ακολουθεί, γιατί έτσι συμβαίνει –δεν σε αφήνει το τραύμα. Και λίγο πριν ολοκληρώσει το πέρασμά της από αυτό τον μάταιο κόσμο βρίσκει τον τρόπο ή το θάρρος να αγκαλιάσει και να επιτεθεί στο τραύμα της. Εμένα δεν με φοβίζει μία γυναίκα του σήμερα, μια μεμονωμένη περίπτωση που προβαίνει σε παιδοκτονία, με φοβίζει ο κόσμος, ο όχλος. Αυτός που είναι έτοιμος να τη δικάσει χωρίς να καταλάβει ότι είναι ένα προϊόν του κόσμου αυτού. Και πρέπει να ξεκινήσουμε να εξηγήσουμε τον κόσμο από την αρχή. Η ταινία δεν κατηγορεί, συμπονάει. Και τα δύο φύλα. Είναι μια ταινία και για τη γυναίκα και για τον άντρα. Είναι για τον άνθρωπο. Αυτό προσπάθησε η ταινία, να είναι μια ταινία για τον άνθρωπο. Γιατί ένα είναι το είδος. Ο άνθρωπος. Για να λυθεί ένα τραύμα πρέπει να ιδωθεί πρώτα. Αυτό κάνει η ταινία. Αυτό έκανε και ο Παπαδιαμάντης. Είπε, έλα εδώ κοινωνία, βλέπεις τι κάνεις. Σκοτώνεις τα παιδιά σου. Θα σου πω με τι τρόπο το κάνεις. Είναι σαν να μας είπε τους βλέπετε αυτούς τους κόμπους. Αν δεν τους λύσουμε, δεν θα προχωρήσουμε.
–Ποια είναι η πρώτη καλλιτεχνική και δραματουργική απόφαση που πήρατε για την ταινία;
–Στην αρχή δούλευα την ταινία αισθητικά, δηλαδή από την ανάγκη μου. Διάβασα στα 16 μου τη «Φόνισσα» και στα 18 λίγο πριν φύγω για φοιτήτρια στην Αθήνα είχα μία ομολογία της μητέρας μου που φανέρωνε γιατί εγώ, το δεύτερο κορίτσι της οικογένειας, αισθανόμουν σαν βάρος. Κάτι σαν ανεπιθύμητο. Γιατί αναστήθηκα έτσι, γιατί η κοινωνία έκανε τον πατέρα μου και όλους τους άντρες γύρω μας να αισθάνονται το δεύτερο κορίτσι, σαν μια κατάρα που έρχεται σε μια οικογένεια και γιατί η μητέρα μου με έναν τρόπο δέχτηκε τα πυρά αυτής της νοοτροπίας. Και η ομολογία της, η τραυματική της ομολογία, με έκανε να επανέλθω στο διήγημα, με ένα αίσθημα οφειλής να καταλάβω γιατί είχα νιώσει αυτή την οικειότητα στα 16 μου και είχα τρομάξει, γιατί είχα νιώσει ότι εγώ θέλω να την προστατεύσω αυτή και άρα πρέπει να είμαι ένα criminal mind που θέλω να ταυτιστώ με μια γυναίκα που σκοτώνει κορίτσια και αποσιώπησα την όποια εμπλοκή μου συναισθηματική με το κείμενο. Αργότερα, όταν κατάλαβα ότι δεν μου ήταν οικεία για τις πράξεις της, αλλά για τα τραύματά της, που ήταν πολύ κοντά στα τραύματα που είχε δεχτεί από την κοινωνία η μητέρα μου, τότε με ένα αίσθημα οφειλής επέστρεψα, μελετώντας τη λόγια γλώσσα που δεν την είχα κατακτήσει. Και εκεί κατάλαβα, μελετώντας τη γλώσσα ξανά και ξανά και επαναλαμβάνοντας τις λέξεις, ότι ο Παπαδιαμάντης μέσα σε όλα τα υπέροχα που έχει βάλει σε αυτό το κείμενο, έχει βάλει και ηχητικά τοπία. Αυτά τα μετέτρεψα σε εικαστικά τοπία πάλι. Ουσιαστικά ασκούμουν στο να υπηρετήσω την ταινία με έναν αισθητικό τρόπο, ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος, όταν θα λάχαινε να συμβεί. Το κομβικό σημείο είναι όταν έφυγα από το αισθητικό κομμάτι και μπήκα βαθιά στο κείμενο μαζί με τη σεναριογράφο μας, την Κατερίνα Μπέη και αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε τις αλήθειες και κατάλαβα ότι όλα όσα γινόντουσαν δεν είναι μακριά κάπου, ούτε ιστορικά στο βάθος. Είναι εδώ. Υπάρχει. Το τώρα το δικό μου και οι αποκαλύψεις που έγιναν μέσα μου μου υπαγόρευσαν να ξέρω σε ένα βαθμό ή να έχω μια πεποίθηση έστω, για το τι ταινία πρέπει να κάνω. Εγώ έφτασα σε αυτό το βάθος. Έχει και άλλο βάθος ο Παπαδιαμάντης. Και εύχομαι να βρεθεί ένας δημιουργός κάποτε να το συμπληρώσει, να το αποκαλύψει και να το ανακαλύψει εκ νέου και ολοκληρωτικά.
Ο αφηγητής της ταινίας ήταν η εικόνα
–Η ταινία, όπως και το διήγημα έχει μια βαριά ατμόσφαιρα και μια φασματική εικόνα...
–Είμαι παιδί της εικόνας. Να σας πω, όμως. Στους ηθοποιούς και στους συντελεστές την πρώτη μέρα ανάγνωσης, τους είπα ότι η ομιλούσα γλώσσα θα μεταφερθεί αυτολεξεί στην ταινία μας, οπότε δεν ανησυχούμε, θα τη γευτούμε και με έναν τρόπο. θα την κατακτήσουμε. Η λόγια γλώσσα, που ήταν το δικό μου στοίχημα πολλών ετών, που δεν θα μεταφερόταν με τη δική μου σιγουριά, στην ταινία τη δικιά μας, θα είναι η κάμερα. Αυτό ήταν το ρίσκο που έπαιρνα, μετέφρασα με έναν τρόπο, ανορθόδοξο, τη λόγια γλώσσα και την εικονοποίησα, κάνοντάς την εικαστικά τοπία. Να πει δηλαδή η λόγια γλώσσα, σαν εικόνα, αυτό που δεν μπορούσε να μεταφερθεί, γιατί δεν ήταν αναλόγιο ανάγνωσης, μια ταινία είναι ταινία. Και διάβασα τη φράση του Ελύτη για τη λόγια γλώσσα του Παπαδιαμάντη, στο μέσο των προβών, όπου λέει πως μόνο ένας φωτογραφικός φακός, που αργότερα θα εφευρισκόταν, θα μπορούσε να αποτυπώσει τη δύναμη και τον πλούτο της. Χρησιμοποιώντας λοιπόν όλη τη δραματουργία και ό,τι είχα καταλάβει, για να το βάλω στις εικόνες μου, ουσιαστικά είναι σαν να είχα αφηγητή την εικόνα, να λέει αυτό που κατάλαβα. Και αυτό ήταν μια δυστοπική πραγματικότητα, μια σκληρή αδυσώπητη πραγματικότητα, που ανάστησε τους ανθρώπους σαν πέτρα. Και γι’ αυτό καταλάβαινα κάθε στιγμή αυτό που είπε ο Νιρβάνας ότι ο Παπαδιαμάντης έφτιαξε μια ηρωίδα που σήκωσε όλο το βάρος της ανθρωπότητας στους ώμους της. Μα πώς μπορεί να σηκωθεί ένα βάρος, αν δεν οπτικοποιηθεί. Και οπτικοποίησα αυτή τη δυστοπική πραγματικότητα που, πιστέψτε με, ήταν πιο σκληρή στο αφήγημα από ό,τι στην ταινία. Δεν έδειξα βία παραπάνω από αυτή που μπορούσα να αντέξω εγώ.
–Ελλόχευε η βία;
–Φυσικά και ελλόχευε. Ξέρετε, το κείμενο του Παπαδιαμάντη είναι τόσο προοικονομημένο και τόσο σοφό, μια λέξη που αφαίρεσα από τους διαλόγους και ζήτησα συγγνώμη στη σεναριογράφο και την επανέφερα. Έλεγε, «καλός είναι μάνα ο Νταντής», το κοριτσάκι το μικρό θέλει να παντρευτεί, «Ναι, σύρε και εσύ να βρεις τη φυλακή σου», της λέει η μάνα της. Φεμινίστρια, από τις πρώτες στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. «Γιατί μάνα, καλός είναι ο Νταντής, δουλευταράς και νοικοκύρης. Δεν τήνε δέρνει» είχα κρατήσει, ενώ ήταν «δεν τήνε δέρνει πολύ». Κοιτάξτε το πλαίσιο. Όλοι έδερναν όλους, αυτό είναι το πλαίσιο. Όλοι έδερναν όλες… Ποιος ήταν ο καλός σύζυγος που περίμενε μια νέα κοπέλα; αυτός που δεν θα τη δείρει πολύ. Αυτό ήταν το πλαίσιο. Πρέπει να μπούμε σε αυτό το πλαίσιο για να καταλάβουμε τι λέει ο Παπαδιαμάντης. Λέει κάτι το οποίο είναι αδιανόητο για την εποχή μας σήμερα, που όμως η ουσία του δυστυχώς παραμένει στο σήμερα.
–Η φόνισσα της Νάθενα πού διαφέρει από τη φόνισσα του Παπαδιαμάντη;
–Αναγκαστικά, δεν θα ήθελα, και κάνω αυτό που είπε ο Κόντογλου, του ανάβω κεράκι. Αναγκαστικά διαφέρει όμως, γιατί το μέσο είναι άλλο. Άλλο είναι το βιβλίο και αντέχει μια κορυφαία πράξη σε ένα βιβλίο να είναι στην αρχή και να κρατήσει ο αναγνώστης την προσήλωσή του ώς το τέλος. Το μέσο όμως του σινεμά είναι τελείως διαφορετικό. Αν βάλουμε την κορυφαία πράξη εκεί που την είχε ο συγγραφέας της, τον φόνο δηλαδή της εγγονής της, τελειώνει η ταινία. Οπότε αναγκαστικά η δομή άλλαξε. Μπήκαν στον μεγεθυντικό φακό λίγο περισσότερο, αλλά εγώ δεν θα πω ότι άλλαξαν, υπογραμμίστηκαν. Ένιωθα, ότι μπαίνω στα παπούτσια του Παπαδιαμάντη. Και αυτό προσπαθώ να κάνω και στην επόμενη ταινία τώρα. Να μπω στα παπούτσια του ήρωά μας, αυτού που καλείται να πει την ιστορία. Γιατί είναι πολύ σημαντικό. Δεν είναι η ταινία της Νάθενα. Είναι η ταινία που ενέπνευσε ο Παπαδιαμάντης στη Νάθενα να κάνει. Αυτό δεν το ξεχνώ ποτέ.