
Το «id» της Ντάιαν Κίτον
της Ελένης Τζαννάτου
Τη χαζεύω στην εκπομπή του Ντέιβιντ Λέτερμαν, το 1985. Εχει ήδη δοκιμαστεί στη βιτριολικά κωμική αλλά και τη μπεργκμανικά δραματική πλευρά του συνεργάτη/εραστή/φίλου (με αυτή τη χρονική σειρά) Γούντι Αλεν, είχε αναμετρηθεί με την οικογένεια Κορλεόνε στους «Νονούς» του Κόπολα και έχει ανοίξει συναισθηματικές ρωγμές με κάθε της βλέμμα στο «Reds» του Γουόρεν Μπίτι. Συνυπολογίζοντας και το ένα Οσκαρ -και μοναδικό της καριέρας της- που είχε ήδη, για τον «Νευρικό Εραστή», η Ντάιαν Κίτον ήταν με όρους Χόλιγουντ στο απόγειό της.
Βγαίνει στο πλατό σαν να ετοιμάζει κάποιο remake στο «Χαμίνι» ή σαν να το έσκασε από τα γυρίσματα του βίντεο κλιπ του «Ashes to ashes». Εχει αδιαμφισβήτητα γούστο, ακόμα και αν μόλις το προηγούμενο βράδυ πήγε και πήρε το σετ της για την εκπομπή, όπως λέει. Πραγματικά δεν μοιάζει προετοιμασμένη για τίποτα απέναντι στον Λέτερμαν, απαντάει όσο άβολα θα απαντούσε και η Ανι Χολ στον Αλβι Σίνγκερ και με άγνοια κινδύνου λέει πως μετά την εκπομπή θα πάει να δει ένα ντοκιμαντέρ για τον Λουί Μπουνιουέλ και θα φάει πατάτες τηγανητές.
Δεν ήταν εκείνη που θα «κόλαζε», αλλά την ερωτευόσουν αστραπιαία, όπως φαντάζομαι θα επιβεβαίωναν οι περισσότεροι άντρες και μόνο διαβάζοντας την προηγούμενη φράση. Η Ντάιαν Κίτον, το κορίτσι από το Λος Αντζελες, που ξεκίνησε δειλά δειλά ως ηθοποιός από το Μπρόντγουεϊ, έπεσε πάνω σε έναν νεαρό Εβραίο κωμικό που ανέβαζε το «Play it again, Sam» στα τέλη των 60s και η κατά κόσμον Ντάιαν Χολ μετά από αυτή τη συνάντηση δεν θα ήταν ποτέ η ίδια.
Η Ντάιαν Κίτον μερικές φορές σου έδινε την αίσθηση πως τα πέτυχε όλα γιατί σχεδόν βαριόταν να πολυασχοληθεί. Εχτισε ένα εμβληματικό στυλ και υιοθέτησε ένα λουκ που άλλες θα προσπαθούσαν ώρες μπροστά στον καθρέφτη και στα second hand ρουχάδικα, μάλλον γιατί δεν είχε υπομονή να «ράβεται» (ή έστω έδινε πειστικά αυτή την αίσθηση). Είχε μια ακομπλεξάριστη ενέργεια που κάποια άλλη ίσως την έκανε να μοιάζει απλά χαζούλα, μα εκείνη έδειχνε πανέξυπνη.
Ερμηνευτικά μιλώντας, το πραγματικό άστρο της Ντάιαν Κίτον δεν ήταν ότι απλά έφερε όλα αυτά τα στοιχεία της προσωπικότητά της σε κάθε ρόλο της, αλλά το ότι την άφηνε να λάμψει στο φόντο της εκάστοτε ηρωίδας. Δεν έχτισε ποτέ μια μανιέρα γύρω από τον εαυτό της -σκεφτείτε το, ακόμα και ο σπουδαίος Γούντι Αλεν, αυτό δεν το κατάφερε ποτέ- μα χάριζε στους ρόλους της το «id» τους. Είτε αυτό ήταν η μοναδική αντάξια θηλυκή κωμική φλέβα που στάθηκε απέναντι στον Αλεν, είτε ως εκφραστική μα χωρίς εξάρσεις δραματική ηθοποιός που πάλι μπορούσε να σταθεί ως στέρεο αντίβαρο απέναντι σε κάθε απειλητική συνθήκη.
Υπάρχει μια σκηνή στο «Reds», όπου ο Γουόρεν Μπίτι ως ο Αμερικανός κομμουνιστής δημοσιογράφος Τζον Ριντ της κάνει μια ακόμα διάλεξη για τη σημασία της επανάστασης. Εκείνη, ως Λουίζ Μπράιαντ, που στάθηκε στην αριστερή πλευρά της ιστορίας, αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να στρατευθεί, βγάζει ένα τσιγάρο και το ανάβει, όσο τον ακούει ατάραχη, σαν να του απαντάει ήδη χωρίς να χρειαστεί να πει τίποτα. Δεν ξέρω ποια άλλη ηθοποιός θα έκανε αυτή την κίνηση να μοιάζει κινηματογραφικά τόσο επαναστατική κι αυτάρκης.
Τη χαζεύω ξανά, αυτή τη φορά στην εκπομπή του Γκρέιχαμ Νόρτον. Λίγο μετά τα 70 της, με τα χαρακτηριστικά ζιβάγκο της και μια άναρχη μάζα από μεταλλικούς σταυρούς στον λαιμό της, φέρνει λίγο σε μια κομψότερη εκδοχή της Πάτι Σμιθ. Δεν είναι εκείνη που θα πέφτεις συνεχώς μπροστά της, αλλά μέσα στα χρόνια βρίσκει κάτι να αφήσει. Είτε καταφέρνοντας… το ακατόρθωτο, δηλαδή να παίξει στο πλάι της Μέριλ Στριπ και να κλέψει αυτή την υποψηφιότητα για Οσκαρ, στο δραματικό «Σταγόνες αγάπης» (1996), είτε να γίνει με τον Τζακ Νίκολσον το πιο ξεκαρδιστικό για Κυριακή βράδυ ζευγάρι εξηντάρηδων στο «Κάλλιο αργά παρά αργότερα» (2003). Οι «λιντσικοί» φυσικά κρατούν ξεχωριστή θέση στην καρδιά τους για εκείνο το επεισόδιο που σκηνοθέτησε στη δεύτερη σεζόν του «Twin Peaks».
Στο «Graham Norton Show» είναι ακόμη τόσο ανεπιτήδευτα γοητευτική, που μπορεί να ανεβάζει το πόδι στον καναπέ, λες και είναι στο σαλόνι του σπιτιού της και να εκμηδενίζει ακόμα και την Τζέσικα Τσάστειν που κάθεται δίπλα της. «Ησασταν τόσο διαφορετικοί», της λέει ο Βρετανός παρουσιαστής, δείχνοντάς της μια οικογενειακή φωτογραφία των Κορλεόνε, από το σετ του «Νονού», 45 χρόνια μετά. Η Κίτον στη φωτογραφία ξεχωρίζει με το πορτοκαλί της φόρεμα, σαν να προσγειώθηκε από το πουθενά μέσα σε αυτό το μπουλούκι από αιμοβόρους Ιταλούς. «Ημουν βασικά η ίδια», απαντάει.
Ναι, ήταν πάντα η Ντάιαν Χολ, που ο Γούντι Αλεν μας επανασύστησε ως Ανι και διόλου τυχαία, όλοι τη μνημονεύουν με ένα «λα-ντι-ντα». Γιατί αυτό ήταν η Ντάιαν Κίτον: ένα ανδρόγυνο χαριτωμένο κορίτσι που δεν είχε ιδέα πόσο μαγνητική ήταν μέσα στην αδεξιότητά της, που ευτυχώς, δεν απαρνήθηκε ποτέ.
Ο γουντιαλενικός θάνατος της πάει πολύ
του Θοδωρή Λέννα
Η Ντάιαν Κίτον ήταν τόσο όμορφη που ο Αιζακ Ντέιβις-Γούντι Αλεν δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Σε σημείο να αδιαφορεί ακόμα και για το ταξίμετρο το οποίο εκτοξευόταν ερήμην του όσο εκείνος τη χάζευε, την άκουγε, τής αποκρινόταν με το νευρωτικό, σαρκαστικό χιούμορ του, ενώ το ταξί τους προσέγγιζε τα φώτα του Μανχάταν στην ομώνυμη ταινία.
Τις προηγούμενες ημέρες, από το περιβάλλον του Αλεν έγινε γνωστό ότι ο σκηνοθέτης σοκαρίστηκε υπερβολικά από την είδηση του θανάτου της καλής φίλης, πρώην ερωτικής συντρόφου, αλλά κυρίως και πάνω από όλα της δικής του και καθολικής «Ανι Χολ». Ειρωνεία ή απαραίτητη –πικρή- γουντιαλενική πινελιά ακόμη και στο πλαίσιο μιας πένθιμης «διαρροής»: ο θάνατος της παντοτινής του φίλης, έκανε τον Γούντι, σύμφωνα με το δημοσίευμα, να σκεφτεί πόσο κοντά είναι και ο δικός του θάνατος.
Με τον Γούντι Αλεν, λίγο πριν παραλάβει το βραβείο συνολικής προσφοράς από το American Film Institute, το 2017. [REUTERS/Mario Anzuoni/File Photo]
Στο τέλος του «Love and Death» (1975) –στα ελληνικά αποδόθηκε ως «Ειρηνοποιός»- ο Αλεν έχοντας στο πλευρό του τον δρεπανοφόρο Θεριστή αποχαιρετά την Σόνια – Κίτον πριν ξεκινήσει τον μακάβριο χορό του με τον Χάρο. «Πώς είναι ο θάνατος;» τον ρωτά εκείνη. «Χειρότερα από τα κοτόπουλα στου Tresky», απαντά εκείνος για να καταλήξει, πάντως, στο συμπέρασμα ότι «το να είσαι νεκρός μάλλον σου γλιτώνει κάποια έξοδα». Στο «Love and Death», την κορύφωση της πρώιμης αμιγώς κωμικής περιόδου του Αλεν, η Κίτον ήταν πιο αστεία παρά ποτέ στην καριέρα της, επιβεβαιώνοντας αυτή την απαράμιλλη ικανότητά να εντοπίζει την κωμική εκείνη στιγμή που μετατρέπει ένα έξυπνο gag σε σπουδαία, διαχρονική κωμωδία. Αδίστακτη και προσποιητά τρυφερή στο νεκροκρέβατο του συζύγου της (ξανά παρών ο θάνατος) κάνει την απολογία της πριν του κλείσει τα μάτια. «Θα μπορούσα να ήμουν καλύτερη σύζυγος. Να έκανα έρωτα μαζί σου περισσότερο, έστω μια φορά». Ο δε μονόλογος-απογείωση της γουντιαλενικής σάτιρας στους σπουδαίους Ρώσους λογοτέχνες που τόσο αγάπησε και αγαπά, είναι μνημειώδης.
Αλεν και Κίτον είχαν γνωριστεί λίγα χρόνια πριν τον «Ειρηνοποιό». Τότε ήταν ακόμη η Ντάιαν Χολ. Το κανονικό της όνομα ήταν «πιασμένο» στη χολιγουντιανή βιομηχανία, έτσι έγινε Κίτον, αλλά το Χολ επανήλθε πλάι στο όνομα της Ανι στην πιθανώς σπουδαιότερη στιγμή και των δύο στο σινεμά. Η πρώτη τους γνωριμία έγινε σε μια θεατρική οντισιόν. Για τον Αλεν, «εάν ο Χάκλμπέρι Φιν ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα» θα ήταν η Ντάιαν Κίτον. Μεγαλείο από κάθε άποψη, μια προσωπικότητα που φώτιζε ολόκληρη λεωφόρο, όπως θα έγραφε ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του το 2020.
Εγιναν εραστές, χώρισαν, παρέμειναν φίλοι, γύρισαν μαζί σπουδαίες ταινίες. Μερικά χρόνια μετά ο Αλεν θα είχε νταλαβέρι με μια αδελφή της, μετά με την άλλη. Πιο πριν, στον «Υπναρά» θα παρέδιδαν –σε μια σκηνή- μια υπέροχη σάτιρα του «Λεωφορείον ο Πόθος». Η Κίτον έκανε τον Κοβάλσκι –με προφορά α λα Μάρλον Μπράντο-, ο Αλεν την Μπλανς Ντι Μπουά. Και μετά «συνέβη» το «Annie Hall». Ο γυναικείος Χάκλμπερι Φιν, ατσούμπαλος, ερωτικός, νευρωτικός, τρυφερός, γήινος, γεμάτος ζωή, φόβους και αδιέξοδα – με τα φαρδιά παντελόνια, τη γραβάτα, το καπέλο, τα αμήχανα «λα ντι ντα». Ενα άγαρμπο αερικό. «Ηταν μαγεία, φυσικά έτρωγε σαν τον (σ.σ. πυγμάχο) Πρίμο Καρνέρα», όπως θα έγραφε ξανά ο Αλεν για εκείνη. Στο «Manhattan» ήταν διαφορετική, εκ πρώτης όψεως πιο ώριμη, πιο «γυναίκα». Στο μπεργκμανικό «Interiors» ακόμη πιο διαφορετική, αποστασιοποιημένη και εσωτερική. Σε κάθε περίπτωση, χωρίς την Ανι Χολ δεν θα υπήρχε η «Frances Ha», ίσως ούτε η Τζούλι στον «Χειρότερο Ανθρωπο στον Κόσμο» – ίσως όλη η λεγόμενη «ανεξάρτητη κωμωδία» να ήταν συνολικά διαφορετική.
Θα ξανασυναντούσε τον Αλεν κινηματογραφικά το 1993 –ενόσω κορυφωνόταν το σκάνδαλο με τη Μία Φάροου, στο οποίο η Κίτον πίστευε και στήριζε διαχρονικά τον φίλο της. Στο «Μυστηριώδεις Φόνοι στο Μανχάταν», μεσήλικη πια, η Κίτον –το ίδιο γλυκιά, το ίδιο αφελής, το ίδιο ώριμη εκεί που πρέπει- μοιάζει να προσπαθεί επαναφέρει τον Αλεν στην αναζήτηση ενός ζωτικού νοήματος, μακριά από τις αιώνιες νευρώσεις του, μακριά από την ασχήμια ενός σκανδάλου • παρότι εκείνος με τον γνωστό κυνισμό του την καλεί «να κρατήσει και λίγη τρέλα για την εμμηνόπαυση».
Πάνω από όλα, όμως, από το καταλυτικό της πέρασμα στο γουντιαλενικό σύμπαν, θα παραμείνει νυν και αεί ως η Ανι Χολ που με το αγωνιώδες, παιδικό, υπερκινητικό βλέμμα της, συγκεντρώνεται για να τραγουδήσει -με τον πιο άρτια ατελή τρόπο- το «Seems Like Old Times».