
Γράφει η Αλεξάνδρα Σκαράκη
Υπήρξε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής στον κινηματογράφο, με το πηγαίο ταλέντο και τη μαγνητική του παρουσία να ξεχωρίζουν. Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, που έφυγε από τη ζωή την Τρίτη σε ηλικία 89 ετών, κατέκτησε το Χόλιγουντ χαρίζοντας αξεπέραστες ερμηνείες σε κλασικές ταινίες όπως «Οι δυο ληστές» (1969), «Πέρα από την Αφρική» (1985) και «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» (1976) και σκηνοθετώντας αριστουργήματα όπως το οσκαρικό μελόδραμα «Συνηθισμένοι άνθρωποι» (1980).
Η ικανότητά του να υποδύεται χαρακτήρες που ήταν γοητευτικοί και κέρδιζαν με ευκολία τη συμπάθεια του κοινού, τον κατέστησε ξεχωριστό στην έβδομη τέχνη, δίνοντάς του μια θέση την οποία αξιοποίησε πλήρως. Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, σημείωσε τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, σε επίπεδο αντίστοιχο με αστέρες όπως ο Αλέν Ντελόν, ο Κάρι Γκρaντ και ο Κλιντ Ιστγουντ. Μάλιστα, η ταινία «The Sting» (1973) ήταν εκείνη που τον εδραίωσε ως κορυφαίο πρωταγωνιστή. Παράλληλα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης άρχισε να ασχολείται ενεργά με περιβαλλοντικά ζητήματα, βάζοντας τις βάσεις για τη μετέπειτα πορεία του ως επιφανής ακτιβιστής.
Ανήσυχο πνεύμα από παιδί, το «χρυσό αγόρι» του σύγχρονου σινεμά και πάλαι ποτέ σύμβολο του σεξ, δεν περιορίστηκε στα όρια της μεγάλης οθόνης. Με το ίδιο πάθος που τον έκανε γνωστό στον κινηματογράφο, αφιέρωσε τη ζωή του στην προστασία του περιβάλλοντος.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο Φεστιβάλ Καννών στις 6 Μαΐου 1972 (AP Photo/Levy)
Το 1981 ίδρυσε το Ινστιτούτο Σάντανς, έναν χώρο όπου οι σεναριογράφοι μπορούσαν να καλλιεργήσουν την τέχνη τους χωρίς τις εμπορικές πιέσεις του Χόλιγουντ. «Οι αφηγητές διευρύνουν το μυαλό μας: μας κινητοποιούν, μας εμπνέουν και, τελικά, μας συνδέουν», είχε δηλώσει, περιγράφοντας τη φιλοσοφία γύρω από το πρότζεκτ του.
Ανεξάρτητα από το Χόλιγουντ
Το 1985 το όραμά του επεκτάθηκε με την ίδρυση του Φεστιβάλ Σάντανς, που σύντομα καθιερώθηκε ως σημείο αναφοράς για τον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Μέσα από αυτό, νέοι ακόμη δημιουργοί, όπως οι Κουέντιν Ταραντίνο, Πολ Τόμας Αντερσον, Στίβεν Σόντερμπεργκ και Αβα Ντουβερνέ, καθώς και ταινίες που διαφορετικά ίσως δεν είχαν την ευκαιρία να «ανθίσουν» βρήκαν τη σκηνή τους. Χάρη στο φεστιβάλ, φιλμ-σταθμοί της έβδομης τέχνης, όπως το «Σεξ, Ψέματα και Βιντεοταινίες» (1989), το «Reservoir Dogs» (1992) και μικρά ανεξάρτητα διαμάντια όπως το «Little Miss Sunshine» (2006), έφτασαν έως τα Οσκαρ, αφήνοντας το στίγμα τους στην αμερικανική και παγκόσμια κινηματογραφική σκηνή.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ απαντά σε ερωτήσεις κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στις 20 Ιανουαρίου 1996, στο Ινστιτούτο Σάντανς, έξω από το Πόβο, στη Γιούτα.(Φωτογραφία: AP / Douglas C. Pizac)
«Προσπάθησα να ανεξαρτητοποιηθώ από το Χόλιγουντ, να παραμείνω ο εαυτός μου», εξηγούσε σε παλαιότερη συνέντευξή του στην εφημερίδα London Daily Telegraph. «Μόλις ξεκίνησε η καριέρα μου και μπορούσα να υποδυθώ ρόλους, προσπάθησα αυτοί να είναι πρωτότυποι χαρακτήρες. Ταυτόχρονα, ένιωθα απογοήτευση: υπήρχαν ιστορίες που ήθελα να αφηγηθώ. Ηθελα να ξεκινήσω την παραγωγή των δικών μου ταινιών, στις οποίες θα μπορούσα και εγώ ο ίδιος να παίξω».
Παρά την επιβλητική εικόνα ενός σταρ, ο Ρέντφορντ με τα ατίθασα καστανόξανθα μαλλιά, το διαπεραστικό βλέμμα και το χαρακτηριστικό του χιούμορ, κουβαλούσε μια βαθιά και περίπλοκη εσωτερικότητα. Μια εσωτερικότητα που τον έκανε ιδιαίτερα επιλεκτικό όσον αφορά τους ρόλους που υποδυόταν και τα πρότζεκτ στα οποία συμμετείχε, αναζητώντας πάντα ιστορίες με κοινωνικό υπόβαθρο. Σενάρια και πρωτοβουλίες που περνούσαν μηνύματα και είχαν ουσιαστικό αντίκτυπο.
Αυτή η αίσθηση του δραματουργικού βάθους τον οδήγησε και πίσω από την κάμερα: το 1980 έκανε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του με το «Συνηθισμένοι άνθρωποι». Ενα συγκλονιστικό οικογενειακό δράμα που κέρδισε τέσσερα Οσκαρ, ανάμεσά τους αυτά της Καλύτερης Ταινίας και της Σκηνοθεσίας, σηματοδοτώντας την έναρξη ενός δεύτερου κεφαλαίου στην καριέρα του. Αργότερα, φιλμ όπως «Το Ποτάμι της Ζωής» (1992) και το «Το Τεστ» (1994) έθεσαν και ηθικά ερωτήματα, επιβεβαιώνοντας έτσι το ένστικτό του για οικείες και ανθρώπινες ιστορίες.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ κατά την παρουσίαση φιλμ στο προάστιο Μπέρμπανκ του Λος Αντζελες, στις 28 Μαρτίου 1980. (AP Photo/Marty Lederhandler)
Ηθοποιός στο επάγγελμα, ακτιβιστής στην καρδιά
Μετά την επιτυχημένη πορεία, μπροστά και πίσω από τις κάμερες, ο Ρέντφορντ στράφηκε στην προώθηση της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Εμπνευσμένος από τα παιδικά του ταξίδια στο Γιόσμιτι, υπηρέτησε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου στο Συμβούλιο Προστασίας Φυσικών Πόρων, ενώ το 2005 ίδρυσε μαζί με τον γιο του τη σχετική κερδοσκοπική οργάνωση, Redford Center. «Γεννήθηκα με ένα σκληρό βλέμμα», δήλωνε το 2014 στο The Hollywood Reporter. «Με τον τρόπο που παρατηρούσα τα πράγματα, έβλεπα τι δεν πήγαινε καλά. Ηξερα τι θα μπορούσε να γίνει καλύτερο. Ανέπτυξα μια μάλλον σκοτεινή οπτική για τη ζωή, κοιτώντας τη δική μου χώρα».
Ο ακτιβισμός του δεν ήταν απλώς φιγούρα για τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητάς του. Ο ίδιος συνήθισε να αυτοπροσδιορίζεται ως «ηθοποιός στο επάγγελμα, ακτιβιστής στην καρδιά». Εβρισκε συνεχώς τρόπους να συνδυάζει και τα δύο, χρησιμοποιώντας τον κινηματογράφο ως μέσο για να ευαισθητοποιήσει το κοινό σε ζητήματα που είχαν πολιτική και κοινωνική χροιά.
Πίσω από τη λάμψη της επιτυχίας του στους τομείς με τους οποίους ασχολήθηκε, ο Ρέντφορντ βίωσε προσωπικές τραγωδίες. Ο νεογέννητος γιος του, Σκοτ, πέθανε το 1959 από το σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, ακριβώς την περίοδο που ο ηθοποιός έκανε το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουεϊ. Αλλά και ο γιος του, Τζέιμς, αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας σε όλη τη διάρκεια της ζωής του λόγω αυτοάνοσου νοσήματος. Τελικά, απεβίωσε το 2020.
Τα τελευταία χρόνια, ο Ρέντφορντ είχε αποκτήσει δύναμη και φαινόταν να επιστρέφει στην ουσία της τέχνης του, απαλλαγμένος από τη ματαιοδοξία και τη σοβαροφάνεια που- σύμφωνα με τους κριτικούς, όπως αναδημοσιεύει η Washington Post- είχαν επηρεάσει ορισμένες από τις προηγούμενες δουλειές του. Για παράδειγμα, στην ταινία «All Is Lost» (2013), ο Ρέντφορντ έδωσε μια καθηλωτική ερμηνεία, τη στιγμή που ο διάλογος σχεδόν απουσίαζε. Η ένταση και η απελπισία που προσέδιδε στον χαρακτήρα ήταν άξιες θαυμασμού.
Στη μεγάλη οθόνη, έκανε κάτι τελείως διαφορετικό από την συνήθη ιδιοσυγκρασία του: υποδύθηκε τον Αλεξάντερ Πιρς στις ταινίες της Marvel, «Captain America: The Winter Soldier» (2014) και «Avengers: Endgame» (2019). Οι συμμετοχές αυτές ανέδειξαν έναν τολμηρό ηθοποιό, πρόθυμο να πειραματιστεί, αρκεί οι επιλογές να ήταν οι σωστές.
Ο κινηματογράφος έχασε έναν σπουδαίο καλλιτέχνη και οραματιστή. Εναν άνθρωπο με πάθος και διάθεση να εμπνέει πολλές γενιές δημιουργός, αφήνοντας μια κληρονομιά που ξεπερνά τα όρια της οθόνης και αντανακλάται στην τέχνη, την κοινωνία και τη συλλογική συνείδηση.