
Του Απόστολου Κουρουπάκη
Με αφορμή τις παραστάσεις από το Θέατρο Λέξη του έργου «Το Γάλα», σε σκηνοθεσία Μαρίνας Βρόντη, ο συγγραφέας Βασίλης Κατσικονούρης μιλάει στην «Κ» και λέει πως πρόκειται για μία απολύτως επιτυχημένη, καθαρή ανάγνωση και απόδοση της ουσίας του έργου. «Είμαι τυχερός και ευγνώμων για αυτήν την παράσταση». Αναφέρει επίσης πως οι ήρωές του έχουν τον αβόλευτο και πως τους διακατέχει ένα το αίσθημα της αλλοτριότητας. Λέει επίσης πως η δουλειά του συγγραφέα και η όποια κοινωνική του προσφορά είναι να μιλήσει εκ μέρους των θεατών, καταθέτοντας και τα προσωπικά του βιώματα. Αυτό που τον φοβίζει περισσότερο σήμερα στην κοινωνία μας είναι ο κίνδυνος για τη δημοκρατία, «βλέπω πως υπάρχει και μία θολούρα, η οποία δημιουργεί μία αίσθηση ότι όλα είναι σχετικά, άρα και η ίδια η δημοκρατία είναι κάτι σχετικό».
–Τι είναι αυτό που κάνει το «Γάλα» να ενδιαφέρει είκοσι και περισσότερα χρόνια μετά το γράψιμό του;
–Το «Γάλα» θέτει το ζήτημα που τίθεται με τη γέννησή μας σχεδόν, εκείνο της υποδοχής και της αποδοχής, της αγάπης, δηλαδή. Η πρώτη πράξη υποδοχής και αποδοχής είναι το γάλα και η αγκαλιά και κατά κάποιο τρόπο είναι σαν να το αναζητάμε… Και οι μετανάστες με έναν άλλο τρόπο είναι σαν να μας θυμίζουν αυτό το αρχικό, πρωτογενές αίτημα του καθενός μας.
–Πραγματεύεται έννοιες που βρίσκονται στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, και έτσι το έργο καθίσταται «διαχρονικό»…
–Ίσως έτσι να εξηγείται και η αντοχή του και η επιτυχία του, από τότε που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο το 2005-2006… Όσον αφορά δε την παράσταση στην Κύπρο, από το Θέατρο Λέξη, χαίρομαι που εστιάζει ακριβώς σε αυτόν τον πυρήνα του έργου, στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Πρόκειται για μία απολύτως επιτυχημένη, καθαρή ανάγνωση και απόδοση της ουσίας του έργου. Είμαι τυχερός και ευγνώμων για αυτήν την παράσταση.
–Ήταν η αρχική σας σκέψη να αναδυθούν όλα αυτά τα υπαρξιακά ζητήματα;
–Όχι. Ποτέ δεν έχω κάποια αρχική σκέψη, όταν ξεκινάω ένα έργο. Προκύπτουν στην πορεία γραφής του. Όταν αρχίζω να γράφω με ενδιαφέρει το έργο να έχει μια δραματική δύναμη. Είναι σαν μια περιπέτεια, το ξεκινάω έχοντας στον νου μου να πω μια ιστορία, και πρέπει να τη φτιάξω έτσι που να μιλάει η ίδια ιστορία.
–Οι ήρωές σας, σε όλα τα έργα σας, νομίζω είναι ρηγματώδεις, ζουν σε μία μοναξιά ή σε αναζήτηση του Άλλου ή ενός άλλου ανθρώπου ή τόπου. Εσείς πώς θα τους χαρακτηρίζατε;
–Έχουν τον αβόλευτο... έχουν αυτό το αίσθημα της αλλοτριότητας. Αισθάνονται όλοι –και κυρίως ο Λευτέρης από το «Γάλα»–αισθάνονται ξένοι στον κόσμο αυτό και στη ζωή. Φέρουν κατά κάποιο τρόπο ένα ξεχασμένο αίσθημα, που λίγο πολύ το φέρουμε όλοι μας, μόνο που οι περισσότεροι το τακτοποιούμε. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι σαν τον Λευτέρη, όμως που βρίσκονται μονίμως σε μία εκκρεμότητα και αισθάνονται ανεπίδοτοι. Κυρίως επειδή έχουν κολλήσει σε κάτι απολύτως καθαρό που κουβαλούσαν, και που τους είναι αδύνατον να ξεχάσουν. Αυτή η κατάσταση τούς οδηγεί σε μία σχάση μέσα τους, κατά κάποιο τρόπο «σκίζονται» μεταξύ τού εκεί και τότε, από τη μια, και του τώρα και εδώ από την άλλη. Με αυτόν τον τρόπο υπάρχει και η σχιζοφρένεια μέσα στο έργο, χρησιμοποιείται δηλαδή μεταφορικά. Ουσιαστικά η ασθένεια του Λευτέρη δεν είναι ακριβώς η σχιζοφρένεια, αλλά στο βάθος υπάρχει η νοσταλγία, που απλώς παρουσιάζει τα κλινικά συμπτώματα μιας σχιζοφρένειας, μιας σχάσης δηλαδή.
–Ποια είναι η αφετηρία σας; Καταπιάνεστε από το προσωπικό και το γενικεύετε σε κάτι πιο οικουμενικό;
–Όπως είπα και προηγουμένως, ξεκινάω από ένα θραύσμα, ας το πούμε, το οποίο χωρίς να μπορώ να εξηγήσω και εγώ γιατί μου καρφώνεται, και το οποίο μου τραβάει την προσοχή για να φτιάξω κάτι με αυτό το κομματάκι πραγματικότητας ή μιας ανάμνησης. Να φτιάξω μια άλλη, δική μου πραγματικότητα, κάποιες άλλες καταστάσεις, κάποιους άλλους ανθρώπους να μιλάνε μέσα σε αυτές. Είναι περίπου όπως ο γλύπτης που βλέπει μέσα σε ένα κομμάτι πέτρα κρυμμένο ένα άγαλμα, ακόμα ασχημάτιστο αλλά καταλαβαίνει ότι κάτι υπάρχει εκεί μέσα και αρχίζει και πελεκάει για να το βγάλει. Σαφώς όσο πιο βαθιά πας, το προσωπικό γίνεται κοινωνικό, γίνεται οικουμενικό, χωρίς να το καταλαβαίνεις και εσύ ο ίδιος.
–Τι θέατρο κάνει ο Βασίλης Κατσικονούρης, είναι πολιτικό, ακτιβιστικό, ή ό,τι κάνουμε είναι ούτως ή άλλως πολιτική πράξη;
–Κάνω οντολογικό θέατρο και η πολιτική προκύπτει γιατί η πολιτική δεν είναι κάτι μεμονωμένο, υπάρχει ολόκληρο οντολογικό υπόβαθρο… Ξεκινάω από αυτό το υπόβαθρο, θέλω να το ανιχνεύω. Και έτσι προκύπτουν και οι κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις.
–Για ποιο πράγμα δεν θα έγραφε ποτέ ο Βασίλης Κατσικονούρης;
–Δεν διαλέγω το θέμα. Η δουλειά μου είναι να φτιάξω ένα έργο που να έχει μια δυναμική και να μιλάει στον θεατή… Δεν ξεκινάω από τη θέση ότι έχω να πω κάτι, εγώ ίσως και να μην έχω να πω τίποτα. Απλώς η δουλειά μου είναι να φτιάξω κάτι που να μιλάει από μόνο του, και να λέει όχι αυτά που θα ήθελαν να ακούσουν οι θεατές, αλλά αυτά που θα ήθελαν να πουν, και ίσως δεν έχουν τις λέξεις. Ένα θεατρικό έργο, για μένα τουλάχιστον, δεν χρειάζεται να έχει ένα μήνυμα το οποίο πρέπει να ακούσουν οι θεατές, που μπορεί και να μην ενδιαφέρονται για τις ιδεολογικο-πολιτικές προτιμήσεις του συγγραφέα. Η δουλειά του συγγραφέα και η όποια κοινωνική του προσφορά πιστεύω ότι είναι να μιλήσει εκ μέρους των θεατών, καταθέτοντας και τα προσωπικά του βιώματα, έτσι ώστε μέσα από το έργο του να αισθάνονται ότι εκφράζονται και αυτοί και γνωρίζουν και οι ίδιοι πράγματα για τον εαυτό τους και την κατάστασή τους, που ίσως να μην είχαν τον τρόπο να τα δουν.
–Ποιος είναι ο ρόλος του θεατρικού συγγραφέα, όταν ανεβαίνει το έργο του;
–Νομίζω να μπορεί να βοηθήσει, όχι με την έννοια του κηδεμόνα του έργου, αλλά ως ο άνθρωπος που έχει διανύσει την πορεία συγγραφής του και μπορεί να καταθέσει τη μαρτυρία του για το τι είδε, τι διάλεξε και τι απέρριψε σε όλη αυτή την πορεία, να καταθέσει το ψυχικό του υλικό. Αυτό νομίζω ότι μπορεί να είναι πραγματικά πολύ χρήσιμο και να αξιοποιηθεί από τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς.
Σιγά-σιγά εξαφανίζονται τα σταθερά σημεία αναφοράς
–Έχουμε στην εποχή μας διεθνώς πνευματικούς ανθρώπους που μιλούν για όσα είναι πια επικίνδυνα;
–Το ζήτημα είναι να υπάρχουν και πνευματικοί δέκτες, οι πομποί υπάρχουν. Το θέμα είναι τι και πώς φτάνει στην κοινωνία. Για να υπάρχουν πνευματικοί δέκτες και να κουνιέται η βελόνα στον παλμογράφο τους πρέπει να υπάρχει και μια συνέχεια των γενεών. Ζούμε σε μία εποχή που έχει επέλθει μία ασυνέχεια και ένα βαθύτατο ρήγμα στην παράδοση από κάθε γενιά στην επόμενη. Μπορεί, άλλοτε, κάθε γενιά να αμφισβητούσε την προηγούμενη, αλλά υπήρχαν κάποιες κοινές σταθερές. Πράγματα που η μία γενιά είχε παραδώσει στην άλλη και ήταν δεδομένα, ανεξαρτήτως της αμφισβήτησης που μπορεί να υπήρχε, όπως άνθρωποι των τεχνών που σήμερα οι νέες γενιές αγνοούν παντελώς. Για παράδειγμα όταν πέθανε ο Διονύσης Σαββόπουλος οι σημερινοί 20άρηδες ρωτούσαν ποιος είναι. Οι 20άρηδες της προηγούμενης γενιάς τον ήξεραν, ακόμα και αν και γι’ αυτούς ήταν παλιός, όπως και η δική μου γενιά ήξερε τον Τσιτσάνη ή τον Βαμβακάρη. Σιγά-σιγά εξαφανίζονται τα σταθερά σημεία αναφοράς.
–Τι σας φοβίζει περισσότερο σήμερα στην κοινωνία μας;
–Ο κίνδυνος για τη δημοκρατία. Βλέπω πως υπάρχει και μία θολούρα, η οποία δημιουργεί μία αίσθηση ότι όλα είναι σχετικά, άρα και η ίδια η δημοκρατία είναι κάτι σχετικό. Ήδη βλέπουμε σε πολλές ευρωπαϊκές δημοκρατίες να αναδεικνύονται δυνάμεις –και να παίρνουν την εξουσία–, οι οποίες έχουν ένα μεγάλο ποσοστό εχθρότητας προς αυτό που έχουμε μάθει να εννοούμε όταν λέμε ευρωπαϊκή δημοκρατία.
–Μας έχει κερδίσει ο καπιταλισμός;
–Βέβαια μάς έχει κερδίσει, και με βαρύ σκορ! Πάντα όμως υπάρχει περιθώριο για το γκολ της τιμής!
–Άρα είστε αισιόδοξος…
–Όσο αισιόδοξος είναι κάποιος για το γκολ της τιμής! Δίνω βάρος στη λέξη τιμή, να μην «ξεπουληθούμε» και τελείως. Γενικά πιστεύω ότι ο καπιταλισμός είναι η κατάχρηση της ελευθερίας, και ο σοσιαλισμός, όπως εφαρμόστηκε, είναι η κατάργησή της!
–Τι μας κάνει πραγματικά ελεύθερους;
–Μιλώντας για πολιτικά συστήματα, μόνο και μόνο που βάζουμε τον όρο σύστημα, γίνεται κατανοητό ότι ένα ποσοστό της ελευθερίας θα πρέπει να καταργηθεί για να ευημερήσει το σύστημα. Αλλά από την άλλη μεριά, μιλώντας για ελευθερία, η μόνη λύση είναι η ελευθερία των μαζών, έτσι όμως που να μην είναι πια μάζες, αλλά κοινότητες σκεπτόμενων πολιτών. Η δημοκρατία λοιπόν, που λέγαμε πιο πριν, είναι ένα πέρασμα προς μία τέτοια κατάσταση, το οποίο στην εποχή μας κινδυνεύει να κλείσει. Γι’ αυτό είναι άμεση ανάγκη, πέρα από το αν είναι κανείς δεξιός ή αριστερός, να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία, ως τρόπο σκέψης και συνύπαρξης, και να την επανανοηματοδοτήσουμε με πνευματικό περιεχόμενο. Χρειαζόμαστε πνεύμα ή όπως είπε και ο Γκαίτε «περισσότερο φως», μόνο που αυτός το είπε την ώρα που πέθαινε… Τουλάχιστον εμείς να το αναζητήσουμε πιο έγκαιρα
–Οι εποχές το επιτάσσουν, γιατί είναι σκοτεινές..
–Όλες οι εποχές είναι σκοτεινές, όταν δεν υπάρχει προσωπική συνειδητότητα και ευθύνη.
Πληροφορίες
«Το Γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη, ανεβαίνει από το Θέατρο Λέξη σε σκηνοθεσία Μαρίνας Βρόντη και παραγωγή Γιώργου Τσιάκκα. Παραστάσεις στο Θέατρο Δέντρο, Ενότητος 44, Παλλουριώτισσα. Παίζουν οι ηθοποιοί: Χριστίνα Παυλίδου, Αντρέας Παπαμιχαλόπουλου, Βασίλης Χαραλάμπους και Σταυριάνα Καδή.
www.soldoutticketbox.com


























