
Kathimerini.gr
Μάρω Βασιλειάδου
«Οταν ήμασταν νέοι και ξεκινούσαμε τη δουλειά κοντά του, μας είχε πει “ηθοποιοί θα γίνετε μετά τα 45 σας χρόνια”. Θυμάμαι τον είχε ρωτήσει τότε η Μάνια Παπαδημητρίου: “Τώρα, δηλαδή, δεν είμαστε καλοί;”. “Ναι, είστε”, είχε απαντήσει, “αλλά μετά τα 45 θα παίζετε με τους τόκους του κεφαλαίου της ζωής σας, θα εμφανίζεστε εκεί επάνω ερήμην σας, ανάλογα με το τι άνθρωποι έχετε γίνει, πώς ζήσατε τον βίο σας», διηγείται στην «Κ» η ηθοποιός Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου για τον Βασίλη Παπαβασιλείου.
Η συζήτηση με την ηθοποιό, μαθήτριά του κατ’ αρχάς και κατοπινή φίλη του επί δεκαετίες, είναι φορτισμένη από το βάρος της απώλειας του Βασίλη Παπαβασιλείου. Σε ηλικία 76 ετών και έπειτα από πολύμηνη ταλαιπωρία με την υγεία του, ο σπουδαίος δάσκαλος, ο σπάνιος ηθοποιός, ο ευφυής σκηνοθέτης που αγαπούσε πρωτίστως τους ηθοποιούς, ο μεταφραστής, ο συγγραφέας, ο στοχαστής έφυγε χθες από τη ζωή και μαζί του κλείνει ο κύκλος των σκηνοθετών –που περιλαμβάνει τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Τάσο Μπαντή, τον Γιώργο Μιχαηλίδη– οι οποίοι προσέδωσαν ιδιαίτερη ταυτότητα στο νεοελληνικό θέατρο κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, αναζωογονώντας με νέα στοιχεία την κληρονομιά που άφησε ο δικός τους μεγάλος δάσκαλος, ο Κάρολος Κουν.
«Είναι το τέλος μιας εποχής κατά την οποία η συνέπεια και το ήθος αποτελούσαν σημαντικό μέγεθος. Τέτοια πρόσωπα σπανίζουν και οι καιροί δεν τα ευνοούν. Τώρα μένει σε εμάς το πένθος, και πώς θα το φέρουμε εις πέρας», λέει στην «Κ» ο Θοδωρής Γκόνης, ο οποίος υπήρξε, όπως και η Σοφία Σεϊρλή, η Ελένη Κοκκίδου, η Μάνια Παπαδημητρίου, από τους πρώτους μαθητές και συνεργάτες του Παπαβασιλείου στην τριετία 1988-1991, οπότε λειτούργησε ο δικός του θεατρικός οργανισμός «Εποχή».
Ο Κάρολος Κουν
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου γεννήθηκε στις Σέρρες το 1949. Ο πατέρας του ήταν γεωπόνος και συχνά τον έπαιρνε μαζί στα ταξίδια του στη Μακεδονία. Η ανοιχτωσιά του τόπου του διαμόρφωσε την ελευθερία της σκέψης του και ο παππούς του, πρόσφυγας από τον Πόντο, την παιδεία του. Ξεκίνησε σπουδές στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αλλά τις εγκατέλειψε μετά το δεύτερο έτος καθώς αποφάσισε να σπουδάσει υποκριτική και φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Ο ίδιος ανέφερε πάντα ότι το γεγονός που τον ώθησε να αλλάξει κατεύθυνση ήταν δύο παραστάσεις που παρακολούθησε στη Θεσσαλονίκη: «Ορνιθες» και «Πέρσες» σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν.
Η σύμπραξη του Παπαβασιλείου με τον Λευτέρη Βογιατζή και μια ομάδα εξαιρετικών ηθοποιών το 1981 για τη ίδρυση της «Σκηνής» υπήρξε κορυφαία στιγμή του ελληνικού θεάτρου. Η συνεργασία δεν μακροημέρευσε, ωστόσο έδωσε τη «Σπασμένη στάμνα» σε σκηνοθεσία Βογιατζή – Παπαβασιλείου. Ακολούθησε η περίοδος του θεατρικού οργανισμού «Εποχή», η οποία ξεκίνησε το 1988 από την ιστορική παράσταση «Ζουβέ – Ελβίρα» στο Θέατρο Πορεία, και ακολούθησε το «Πίστη, Αγάπη, Ελπίδα» του Ε. Φ. Χόρβατ. Την επόμενη δεκαετία υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1994-1998). Δίδαξε, όχι συστηματικά, σε δραματικές σχολές και στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Μέσα σε μια καριέρα περίπου τεσσάρων δεκαετιών σκηνοθέτησε δεκάδες παραστάσεις (έργα Σοφοκλή, Χόρβατ, Μποντ, Σαίξπηρ, Πιραντέλο, Μολιέρου, Αναγνωστάκη, Στάικου, Μανιώτη κ.ά.). Ο Γκολντόνι υπήρξε μία από τις μεγάλες του αγάπες, ένας «φίλος», όπως έλεγε ο ίδιος. Μετέφρασε επίσης θεατρικά και πεζά κείμενα, κάτι στο οποίο συνέβαλε η άρτια γνώση της γαλλικής γλώσσας και κουλτούρας. Αλλωστε, όπως λένε εκείνοι που τον γνώριζαν, υπήρξε ένας καλλιτέχνης του Διαφωτισμού, πολυσχιδής και πολυμαθής σαν τον Γάλλο δημοσιογράφο, μυθιστοριογράφο, αλλά κυρίως θεατρικό συγγραφέα Μαριβό, του οποίου πολλά έργα ανέβασε εξαιρετικά στη σκηνή.
Σκηνή από την παράσταση «Ζουβέ – Ελβίρα» της Μπριζίτ Ζακ (1998) σε σκηνοθεσία Β. Παπαβασιλείου, στο θέατρο Πορεία. Από αριστερά: Ανδρέας Μαυραγάνης, Θοδωρής Γκόνης, Βασίλης Παπαβασιλείου, Μάνια Παπαδημητρίου. [ΑΡΧΕΙΟ ΘΟΔΩΡΗ ΓΚΟΝΗ]
Στις τελευταίες δουλειές του Παπαβασιλείου συγκαταλέγεται η αξέχαστη «Ελένη», βασισμένη στο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, ένας δραματικός γυναικείος μονόλογος που ερμήνευε ο ίδιος επί χρόνια χωρίς ίχνος φθοράς, με κωμική διάθεση, συγκινησιακό βάθος και μοναδική λεπτότητα. Η τελευταία του σκηνοθεσία στο Εθνικό Θέατρο ήταν ο «Ιμπρεσάριος της Σμύρνης» του Γκολντόνι, πριν από δύο χρόνια. «Δεν υπάρχει αποστρατεία του ανθρώπου της σκηνής», είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του στην «Κ», «και δεν μπορώ να τους καταλάβω ποτέ, μολονότι σέβομαι τους συνταξιούχους του επαγγέλματος. Θεωρώ ότι εφόσον ευλογηθείς με μια διάρκεια ζωής ή με υγεία, δεν νοείται να συνταξιοδοτείσαι. Επιπλέον, θεωρώ ότι οι ηθοποιοί που φτάνουν σε μια ηλικία είναι περιουσία του έθνους».
Ας μας επιτραπεί για το τέλος να μοιραστούμε την εμπειρία της παρακολούθησης δύο ιδιότυπων πολιτικών κωμωδιών («Τρία χρόνια μετά το Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή» και «Τους ζυγούς λύσατε»), που έγραψε ο ίδιος. Ο πολιτικός Φωκίων Καπνίδης, τον οποίο ενσάρκωνε στη σκηνή, απελευθέρωσε το γέλιο από μέσα μας μετά μια δεκαετία οικονομικής ύφεσης. Ηταν ένα ρεσιτάλ βασισμένο στη σχέση της Ιστορίας με την πολιτική και το θέατρο. Η δωρεά της βιβλιοθήκης του Βασίλη Παπαβασιλείου στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου έχει δρομολογηθεί.