ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Ο μεταιχμιακός κόσμος των τελετουργιών

Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Ντέλλας μιλάει στην «Κ» για την παράστασή του «Οι γυναίκες που μάζευαν την τσουκνίδα»

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Η παράσταση «Γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ντέλλα, φιλοξενείται στο Διεθνές Φεστιβάλ Λευκωσίας για μία μόνο παράσταση και στην «Κ» μιλάει ο σκηνοθέτης της. Το έργο εμπνέεται από τη θεσσαλική λαογραφία και η παράσταση αποτελεί σκηνική προσέγγιση του γυναικείου σώματος της τρίτης ηλικίας και της σύνδεσής του με τη λαϊκή μαγεία, τη μαγειρική και τις τελετουργικές πρακτικές. Σύμφωνα με την παράδοση της Θεσσαλίας οι «μάγισσες» απέκτησαν μυστικές δεξιότητες από τη Μήδεια, η οποία έριξε τη σακούλα με τα μαγικά πάνω από την περιοχή και τις εξειδίκευσε στο κατέβασμα του φεγγαριού, γνωστό ως «άρμεγμα του φεγγαριού».

Ρωτώ τον Κωνσταντίνο Ντέλλα για το αν είναι σωστό ένας άντρας να αφηγείται γυναικεία πράγματα… «Το να δημιουργείται διάλογος με αφορμή μια παράσταση είναι ζητούμενο, το να γεννιούνται ερωτήματα, διαφορετικές απόψεις, προβληματισμοί, είναι δείγμα επικοινωνίας του σκηνικού κόσμου με την κοινότητα, μια επιβεβαίωση ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτού που πραγματεύεται το εκάστοτε εγχείρημα βρίσκει σημεία επαφής με το κοινό» και συνεχίζει λέγοντας πως σε όλη τη διάρκεια των παραστάσεων τέθηκαν αρκετές φορές ερωτήματα, όπως γιατί να είναι άνδρες ηθοποιοί αυτοί που φέρουν σκηνικά τρία γυναικεία σώματα ή είναι σωστό ένας άνδρας δημιουργός να μιλήσει για ζητήματα που αφορούν τη γυναικεία κοινότητα… «Η απάντηση που συνήθως δίνω είναι ότι χρειάζεται τη λέξη “σωστό” να την αλλάξουμε με το “ειλικρινές”, με το “συνεπές”. Ίσως τότε θα μπορούσα να απαντήσω με τη διπλή ιδιότητα του ερευνητή και δημιουργού, ότι ναι, υπάρχει συνέπεια ως προς τη διαδικασία παραγωγής αυτού του έργου, ναι, υπάρχει ειλικρίνεια σε σχέση με τις προσωπικές ανάγκες και ερωτήματα που ήθελα να επικοινωνήσω με τους ηθοποιούς και κατόπιν με το κοινό» και συνεχίζει λέγοντάς μου πως έχει ενδιαφέρον να σκεφτούμε μέσα στο πλαίσιο της ψυχραιμίας μιας παρατήρησης και όχι στον βρασμό μιας δαιμονοποίησης ή ενός μονόπλευρου διαχωρισμού «καλού-κακού» ότι πολλές φορές χρειάζεται να διαχωρίζουμε το αρσενικό – θηλυκό ως συμπεριφορικό στοιχείο από το άνδρας – γυναίκα ως κοινωνικό φύλο. Όπως μού τονίζει ο κ. Ντέλλας «πολλές φορές οι γυναίκες –και για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα σε σχέση με την παράσταση, οι γυναίκες της περιφέρειας προηγούμενων δεκαετιών– χρειάστηκε να “αρσενικοποιηθούν” για να συντηρήσουν έναν κοινωνικό ρόλο μέσα στις ανδροκρατούμενες κοινωνίες, με αποτέλεσμα να καταδυναστεύουν η μία την άλλη ή τον ίδιο τους τον εαυτό» και φέρνει ως κλασικό παράδειγμα τη σχέση πεθεράς – νύφης ή το γεγονός της χηρείας… «ακόμα και αν μια γυναίκα ήταν σε νεαρή ηλικία, όπου οι συμπεριφορές πολλές φορές έχουν στοιχεία μισογυνισμού. Έτσι, λοιπόν, στη συγκεκριμένη παράσταση επεδίωξα το σκηνικό σώμα να φέρει το αφήγημα της ηρωίδας μέσα από τις αναζητήσεις και τα ερωτήματα του ίδιου του ηθοποιού, ο οποίος λειτουργεί παράλληλα ως καλλιτέχνης αλλά και ως εγγονός μιας από αυτές τις γυναίκες, ενώνοντας το δικό του βίωμα με το συλλογικό».

«Στη συγκεκριμένη παράσταση επεδίωξα το σκηνικό σώμα να φέρει το αφήγημα της ηρωίδας μέσα από τις αναζητήσεις και τα ερωτήματα του ίδιου του ηθοποιού, ο οποίος λειτουργεί παράλληλα ως καλλιτέχνης αλλά και ως εγγονός μιας από αυτές τις γυναίκες» λέει ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Ντέλλας

Ενας μυστικός κώδικας

Για το πόσο και πώς συμπλέκεται η μυθοπλασία με την πραγματικότητα του θεσσαλικού κάμπου και όχι μόνο ο Κωνσταντίνος Ντέλλας μού λέει πως οι τρεις γυναικείες μορφές που συνυπάρχουν σκηνικά αποτυπώνουν ένα μοντέλο γυναικείο, το οποίο έχει πλέον εκλείψει, ίσως μόνο σε κάποια χωριά μπορείς ακόμα να συναντήσεις γυναίκες με μακριά μαλλιά, μαύρα ρούχα και μαντήλι. «Το ζητούμενο ήταν αυτές οι τρεις γυναικείες μορφές να ακροβατούν σε όλη την παράσταση μεταξύ τριών αρχετυπικών μορφών και οικείων προσώπων. Έτσι, τα ατομικά αφηγήματα της κάθε ηρωίδας συνδιαλέγονται με συλλογικά έμμετρα μέρη, σαν χορικά, που μιλούν για ξόρκια και συνταγές μαγειρικής, θεραπευτικές πρακτικές και προφορικές παραδόσεις για τον Ασκληπιό, οι συγκεκριμένες ιστορικά περίοδοι συνομιλούν με συνήθειες και δοξασίες που περνούν στη διαχρονία. Οι τρεις γυναίκες είναι πότε η Βαΐτσα, η Αγόρω και η Κατερίνα, πότε οι συνεχίστριες των μαγικών πρακτικών που δίδαξε η Μήδεια και οι τρεις εκδοχές της θεάς Εκάτης» και συμπληρώνει πως ο μεταιχμιακός κόσμος των τελετουργιών, όπου το άτομο –ο τελεστής ή η τελέστρια– βιώνει μια κατάσταση ανάμεσα στη συνειδητή ύπαρξη και την υπερβατική της διάσταση, αποτυπώνεται σκηνικά για να μπορέσει να χωρέσει τη σκληρή πραγματικότητα αυτών των γυναικών που έζησαν για χρόνια στη σιωπή και ανέπτυξαν τον δικό τους μυστικό μεταφυσικό κώδικα.

Ρωτώ τον Κωνσταντίνο Ντέλλα ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισε, όταν συνομιλήσε με τις τρεις γριές.. «Από την αρχή της διαδικασίας της έρευνας και των προβών οι προκλήσεις ήταν πολλές. Πώς θα μπορέσει μια λαογραφική μελέτη ή ένα δοκίμιο να γίνει θεατρικό έργο; Θα καταφέρουν τρία νεαρά σώματα να “αναπνεύσουν” επί σκηνής τα γηρατειά; Θα λειτουργήσουν τελικά οι μάσκες λυτρωτικά και όχι δεσμευτικά ως προς τον διάλογο μεταξύ συγκεκριμένων ιστορικά πεπερασμένων ρόλων και αρχαϊκών θηλυκών μορφών; Θα επικοινωνήσει το κοινό με αυτές τις ιστορίες; Και σε ποιες ηλικίες θα έχει ανταπόκριση το έργο;» και συνεχίζει λέγοντάς μου πως στην πορεία των παραστάσεων– έχουν γίνει διακόσιες περίπου έως σήμερα– «με την εμπειρία μιας μεγάλης ποικιλίας ανθρώπων που τις έχουν παρακολουθήσει, μπορώ να πω ότι αυτή τη στιγμή η πιο μεγάλη πρόκληση είναι να μη βαλτώνουμε εμείς οι καλλιτέχνες και να επαναπροσδιορίζουμε διαρκώς τον ρόλο μας με το έργο. Το ότι δεν έχει προκύψει μια “ρομαντική” και εξωραϊσμένη εικόνα για τις ζωές των γυναικών αυτών στην παράσταση είναι αποτέλεσμα αγώνα με τα δικά μας στερεότυπα, ο οποίος έχει πατήσει σε μια συνεχή ανατροφοδότηση και υπενθύμιση μεταξύ μας για το τι κάνουμε και τι επιδιώκουμε να επικοινωνήσουμε.

Πόση ενδυνάμωση χρειαζόμαστε καλλιτέχνες και μη;

Τον ρωτώ αν στην παράσταση μιλάει για βουβά αντικείμενα, όπως οι γυναίκες της επαρχίας, αλλά και τα άτομα της τρίτης ηλικίας. Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας μού εξηγεί πως η σχέση του με την ανθρωπολογική προσέγγιση της λαογραφίας και το πώς μπορεί να αποτυπωθεί σκηνικά είναι εμφανής στις δουλειές του: «Αυτό που με συγκινεί όμως περισσότερο είναι η αναζήτηση του περιθωρίου μέσα σε αυτό που ονομάζουμε γενικά “παράδοση”. Είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού που λέμε λαϊκός πολιτισμός εργαλειοποιήθηκε από το εκάστοτε καθεστώς κατά τη διάρκεια των χρόνων για τη δημιουργία μιας συλλογικής εθνικής ταυτότητας. Έτσι, ολόκληρες πτυχές της προφορικής και γραπτής παράδοσης, του υλικού πολιτισμού και της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, αποσιωπήθηκαν ή “μεταποιήθηκαν” για να μπορέσει να προαχθεί αυτό που θεωρούνταν εθνικά “σωστό”.

Συγκεκριμένες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, διάλεκτοι, κοινωνικές ομάδες που δεν εξυπηρετούσαν το αφήγημα της ελληνοχριστιανικής ανδρείας και του κάλλους και της συνέχισης του αρχαιοελληνικού dna έμειναν στην αφάνεια για χρόνια. Αλλά και από την πλευρά της λαογραφικής έρευνας, στο πλαίσιο της καταγραφής των εθίμων και των κοινωνικών δομών ενός τόπου η προσοχή για την άντληση των πληροφοριών επικεντρωνόταν για πάρα πολλά χρόνια στον ανδρικό πληθυσμό του τόπου» και μου τονίζει πως η γυναικεία κοινότητα ήταν απούσα, ως πλέον ακατάλληλη να μιλήσει για τα δημόσια, εφόσον ο ρόλος της ήταν μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού. «Ένα μεγάλο κομμάτι προφορικής ιστορίας έμεινε για χρόνια άγνωστο, ίσως ένα μέρος χάθηκε, λόγω του ότι οι γυναίκες δεν θεωρούνταν από τους λαογράφους επαρκείς ως υποκείμενα έρευνας. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει το γενικότερο ζήτημα της έμφυλης διάστασης των κοινωνικών δομών των κοινωνιών στην εξέλιξή τους από τις παραδοσιακές έως τις σύγχρονες. Και αν συμπεριλάβουμε και τον ηλικιακό παράγοντα, θα διαπιστώσουμε ότι οι γυναίκες της τρίτης ηλικίας αποτελούν μια κοινωνική ομάδα, περιθωριακή στη βάση της. Έχοντας απομακρυνθεί βιολογικά από αυτό που θεωρούνταν ο μοναδικός ρόλος της γυναίκας, δηλαδή τη μητρότητα, παραμένουν εγκιβωτισμένες μέσα στην ιδιότητα της γιαγιάς, της πεθεράς, με συγκεκριμένες αρμοδιότητες που πάλι έχουν να κάνουν με την οικογενειακή σφαίρα».

Είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού που λέμε λαϊκός πολιτισμός εργαλειοποιήθηκε από το εκάστοτε καθεστώς κατά τη διάρκεια των χρόνων για τη δημιουργία μιας συλλογικής εθνικής ταυτότητας

Και για την εικόνα της ηλικιωμένης γυναίκας ο κ. Ντέλλας λέει: «Στις παραδοσιακές κοινωνίες οι ηλικιωμένες γυναίκες συχνά απαντώνται είτε ως σεβάσμιες φιγούρες που αποτελούν πρότυπο υπομονής και σιωπηλής στήριξης για τους άνδρες, είτε ως γκροτέσκες μορφές στις αποκριάτικες βωμολοχικές ιστορίες όπου σαν ξεμωραμένες γριές επιζητούν να συνάψουν σεξουαλικές σχέσεις με νεότερούς τους. Αυτή την πρόσληψη της ηλικιωμένης γυναίκας ως τοτέμ πέρασε και στα επόμενα χρόνια έως τις μέρες μας. Από τη χαριτωμένη γιαγιά που κάθεται ήσυχη στο κυριακάτικο τραπέζι της πυρηνικής οικογένειας στα αναγνωστικά του Δημοτικού έως τη γραφική φιγούρα στο videoclip της Σάττι που πλέκει βελονάκι και χορεύει συρτάκι, η ηλικιωμένη γυναίκα απέχει πολύ από το να αντιμετωπιστεί ως ένα άτομο που έχει επιθυμίες, ανάγκες, επικινδυνότητα, επιλογές, που έχει λόγο».

Είναι μία παράσταση καταγγελτική ή ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας και ο νοών νοείτω, ρωτώ τον κ. Ντέλλα: «Προσπαθώντας να ανακαλέσω τις δικές μου οικείες γυναικείες φιγούρες, τις γιαγιάδες μου, την Ευγενία και την Όλγα, συνειδητοποίησα πόσο αυτονόητα θεωρούνταν κάποια πράγματα, όπως ο τρόπος να καταφέρνουν πράγματα με πιο διακριτικούς, πλάγιους μηχανισμούς, όπως η ενδοεπικοινωνία με τις συνομήλικες γυναίκες της κοινότητάς τους μέσα από την οποία μπορούσε κάθε πληροφορία να διαχυθεί ταχύτατα, όπως τη διαχείριση των σχέσεων με το ανδρικό φύλο που πολλές φορές στηριζόταν στη σιωπή, όχι πάντα παθητική αλλά και πολλές φορές φορτισμένη με επικριτική χροιά, όπως η στήριξη οποιουδήποτε μέλους της οικογένειας ή του φιλικού περιβάλλοντος, η ετοιμοπόλεμη υποστήριξη απέναντι σε οποιοδήποτε άτομο είχε κακόβουλη συμπεριφορά απέναντι στους οικείους» και προσθέτει: «Αναλογίστηκα πόσο συνηθισμένες στα αφτιά μου ήταν οι φράσεις “Άστα αυτά τώρα”, “Τέλος πάντων”, “Άστα να πάνε”, “Άλλες εποχές τότε, δύσκολες”, “Τι τα θες, πέρασαν αυτά. Πάνε” κάθε φορά που τις ρωτούσαν για τη ζωή τους. Ένα manual επιβίωσης μου φάνηκαν όλα αυτά, ένας αγώνας να δικαιολογούν διαρκώς την ύπαρξή τους απέναντι στην απογοήτευση του ότι έτυχε να γεννηθούν γυναίκες και θέλησα να τα ξανασυναντήσω από την πλευρά μου αυτή τη φορά, από τη δική μου ιδιότητα και μέσα από τη δική μου γλώσσα. Δεν ξέρω αν φτάνει σε κάποιο καταγγελτικό χαρακτήρα η παράσταση, ξέρω ότι προσπάθησα να μη γίνει κάτι με ανειλικρινή και αντιαισθητικό τρόπο.

Όσο για τι σκέφτεται μετά από όλη αυτή τη διαδρομή του έργου, ο σκηνοθέτης λέει: «Αυτό που αναλογίζομαι μέσα από αυτήν την αρκετά μεγάλη έως τώρα διαδρομή του project σε διαφορετικές σκηνές και πλαίσια, από το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και το Εθνικό θέατρο του Σαράγεβο έως την πλατεία του χωριού Ηλιάς στην Καρδίτσα, όπου η παράσταση φωτίστηκε με πορτατίφ που μαζεύτηκαν από τα σπίτια των κατοίκων, είναι πόση ενδυνάμωση χρειαζόμαστε εμείς οι ίδιοι οι καλλιτέχνες μεταξύ μας, αλλά και ο καθένας προς τον εαυτό του.

Πληροφορίες

«Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», έρευνα, δραματουργική επεξεργασία, σκηνοθεσία, Κωσταντίνος Ντέλλας, παίζουν: Μιχάλης Αναγνώστου, Μανούσος Γεωργόπουλος, Πλάτωνας Γιώργος Περλέρος. Πέμπτη 23 Οκτωβρίου, ώρα 8:30 μ.μ. Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, Μουσείου 6, Λευκωσία.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση