ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Το εκτυφλωτικό φως που δεν παρηγορεί

Ο σκηνοθέτης Ντανιέλε Σάλβο ανεβάζει τις «Βάκχες» και μιλάει στην «Κ» για το πώς οι θεατές παρασυρόμαστε στην άβυσσό τους

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Η 28η διοργάνωση του «Διεθνούς Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος», που διοργανώνουν το Τμήμα Σύγχρονου Πολιτισμού του Υφυπουργείο Πολιτισμού και το Κυπριακό Κέντρο Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, ανοίγει με την ιταλική παραγωγή, «Βάκχες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Ντανιέλε Σάλβο, σε παραγωγή του Associazione Culturale DIDE – Amenanos Festival. Ο Ντανιέλε Σάλβο επιστρέφει στο Φεστιβάλ, μετά το επιτυχημένο ανέβασμα του «Προμηθέα Δεσμώτη» το 2021. Ο Ντανιέλε Σάλβο μίλησε στην «Κ» για τις «Βάκχες» και γιατί ακόμη η ελληνική τραγωδία κατέχει κυρίαρχο ρόλο στο παγκόσμιο θέατρο: «Πάντα λέω ότι η ελληνική τραγωδία είναι η πιο σύγχρονη δυνατή μορφή θεάτρου. […] Η τραγωδία δεν πρέπει να εκσυγχρονίζεται: είναι επίκαιρη από μόνη της, επειδή μιλάει μια αιώνια και παγκόσμια γλώσσα. Για το σύγχρονο κοινό, αυτή η τραγωδία είναι μια πληγή – και μια αφύπνιση» λέει χαρακτηριστικά.



«Σε αυτή την τραγωδία, δεν υπάρχει σαφής νίκη, δεν υπάρχει νικητής που ανεβαίνει στο βήμα υπό χειροκροτήματα. Υπάρχει ένας ιερός και σκληρός χορός μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου, μεταξύ μέθης και ελέγχου, μεταξύ σώματος και νόμου» λέει στην «Κ» ο Ιταλός σκηνοθέτης Ντανιέλε Σάλβο.


–Γιατί σκηνοθετείτε τις «Βάκχες»;

–Δεν σκηνοθετώ τις «Βάκχες» για να διδάξω, αλλά μάλλον για να ενοχλήσω, να προκαλέσω πνευματική ανησυχία. Γιατί αυτό που προσφέρει αυτό το εξαιρετικό έργο δεν είναι παρηγοριά, αλλά αντιπαράθεση. Και σε αυτή την αντιπαράθεση αγγίζουμε κάτι αρχέγονο. Κάτι χαμένο. Κάτι ιερό. Στις «Βάκχες» αναδύεται η προγονική φύση του ανθρώπου, η οποία κατακλύζει τη λογική και απελευθερώνει κάθε ένστικτο. Ο χορός, εδώ, δρα σε μια κατάσταση διαρκούς έκστασης, όπως οι πρωταγωνιστές της «Γυάλινης Καρδιάς» του Βέρνερ Χέρτσογκ. Οι «Βάκχες» δεν επικοινωνούν μόνο μέσω της γλώσσας και των σημαινόντων της, αλλά και μέσω ενός έργου που στοχεύει στην ανακάλυψη μιας αρχαίας φωνής και ενός πολύ ισχυρού συναισθήματος. Το συναίσθημα είναι ο πυρήνας αυτού του έργου.

–Σε ποιο χαρακτηριστικό των «Βακχών» σταθήκατε ιδιαίτερα, δουλεύοντας αυτό το έργο του Ευριπίδη και γιατί;
–Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη είναι ένα συναρπαστικό θεατρικό έργο που δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην τελετουργική, συμβολική και δραματική διάσταση του Θεάτρου. Ο χορός των «Βακχών» κατέχει κεντρική θέση στην παράσταση. Είναι ένας μυστηριώδης, εσωτερικός, συντριπτικός χορός, με μεγάλη οπτική επίδραση. Το μυστήριο και η δύναμη της διονυσιακής λατρείας ξεδιπλώνεται στις φωνές και τις συναισθηματικές καταστάσεις όλων των ηθοποιών, οι οποίες πρέπει να εμφανιστούν σχεδόν σε έκσταση. Χορογραφικές κινήσεις, μάσκες και χειρονομίες υπογραμμίζουν την αντίθεση μεταξύ ορθολογικότητας, ενστίκτου και «δαιμονισμού»: πρόκειται για μια καταστροφική σύγκρουση μεταξύ ενός θεού και ενός ανθρώπου. Ο Διόνυσος αντιπροσωπεύει την αρχέγονη δύναμη, είναι σύμβολο του παράλογου, του χάους και της καταστροφής που αντιτίθεται στην τάξη. Το πρώτο ερώτημα: πού είναι ο Διόνυσος σήμερα; Πού κρύβεται; Για περίπου 25 χρόνια συνεχίζω ακούραστα την εργασία μου πάνω στη φωνητική και τον ήχο στις πιο ποικίλες μορφές του. Αυτό το έργο περνάει μέσα από εξελιγμένες φωνιατρικές τεχνικές, την ανάλυση και αναπαραγωγή εθνικών τραγουδιών απ’ όλο τον κόσμο, τις τεχνικές αποκατάστασης και επανεκπαίδευσης της γλώσσας, την ανάλυση ήχων που παράγονται σε συνεδρίες «trance» και φυλετικούς χορούς, τη διερεύνηση των επιδράσεων των ηχητικών συχνοτήτων στον ανθρώπινο εγκέφαλο (Ψυχοακουστική). Στην παράστασή μας στοχεύσαμε στην επεξεργασία ακραίου ήχου, χρησιμοποιώντας πολύ προσωπικούς ήχους, που σπάνια χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ζωή και είναι εξαιρετικά σημαντικοί, ήχους
ψευδών συγχορδιών, ακραίων φαλτσέτων, μη επεξεργασμένων νοτών και ασυνήθιστων υπερκινητικών φωνητικών. Προσπαθήσαμε, επομένως, να χρησιμοποιήσουμε το φωνητικό μέσο με έναν αντισυμβατικό τρόπο, όχι μόνο στην υπηρεσία της γλώσσας. Αλλά προσοχή: η δουλειά που έγινε στον ήχο δεν είναι αυτοσκοπός, δεν έχει καμία επιδεικτική πρόθεση, αλλά είναι κρυμμένο μέσα στη γλωσσική δομή. Σκέφτομαι μια υποκριτική χωρίς ίχνη αστικών στοιχείων: τα λόγια του Ευριπίδη είναι ριζωμένα στο σώμα και κρυμμένα στην αρχαιότερη «μηχανή του ηθοποιού». Οι συναισθηματικές καταστάσεις είναι πάνω απ’ όλα φωνητικές και σωματικές καταστάσεις.

–Τι αντιπροσωπεύουν σήμερα ο Κάδμος, ο Πενθέας και ο Διόνυσος;
–Ο Κάδμος, ο Πενθέας και ο Διόνυσος στις Βάκχες του Ευριπίδη δεν είναι απλώς χαρακτήρες: είναι αρχέτυπα. Είναι μάσκες της ψυχής. Είναι οι τρεις δυνάμεις σε αιώνια σύγκρουση μέσα στον άνθρωπο. Ο Κάδμος είναι η μνήμη. Είναι το παρελθόν που παρατηρεί, αβοήθητα, το παρόν που καταρρέει. Είναι ο πρόγονος, ο πατριάρχης που γνωρίζει, αλλά δεν έχει πια φωνή. Η δική του είναι μια κουρασμένη, αρχαία σοφία, καταδικασμένη να κατακλυστεί. Στοχάζεται την καταστροφή της γενεαλογίας του με μάτια γεμάτα μελαγχολία, σαν τυφλός μάντης που αισθάνεται το πεπρωμένο, αλλά δεν μπορεί να το σταματήσει. Ο Πενθέας είναι η εμμονή με τον έλεγχο. Είναι η δύναμη που δεν καταλαβαίνει το ιερό και το καταδικάζει. Μέσα του υπάρχει ο φόβος της σάρκας, του θηλυκού, του χάους. Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο έλκεται από αυτό. Ο Πενθέας συμπεριφέρεται σαν ένας σύγχρονος πολιτικός, ένας πολιτικός της εποχής μας, γεμάτος τον εαυτό του, πεπεισμένος ότι έχει δίκιο για τα πάντα, σίγουρος για την ανωτερότητά του. Είναι το άλφα αρσενικό της Θήβας.

Θεωρεί τον εαυτό του τον πιο έξυπνο άνθρωπο στην πόλη. Παίρνει βιαστικές, επιφανειακές αποφάσεις, που υπαγορεύονται από άγνοια, φόβο, συμπλέγματα κατωτερότητας. Είναι το παράδειγμα του πολιτικού, κάποιου που καλλιεργεί το εγώ του σε παροξυσμικά επίπεδα. Δεν ανέχεται τις παρεμβάσεις. Η Θήβα είναι ιδιοκτησία του. Όλοι πρέπει να τον υπακούν, όλοι πρέπει να τον λατρεύουν. Είναι ένας νεαρός άνδρας που δεν έχει κανένα σεβασμό για τους μεγαλύτερους του, που δεν καταλαβαίνει τις σκέψεις του Τειρεσία του μάντη, μάλιστα τον χλευάζει και τον ταπεινώνει δημόσια. Είναι βλάσφημος. Και τέλος ο Διόνυσος. Ο Διόνυσος είναι ο ίλιγγος, η εκδίκηση του καταπιεσμένου ιερού, είναι η αρχέγονη δύναμη που ανατρέπει τους κανόνες. Είναι ο θεός παιδί, εξοργισμένος και επιστρέφει για να διεκδικήσει αυτό που του ανήκει. Είναι η φύση που εισβάλλει στην πόλη, η τρέλα που αποκαλύπτει την αλήθεια. Αλλά είναι και η ενοχλητική ομορφιά της ασάφειας. Άνδρας και γυναίκα, σάρκα και πνεύμα. Το ίδιο το θέατρο. Ο Διόνυσος είναι η ιεροτελεστία. Είναι ο καθρέφτης που μας αναγκάζει να κοιτάξουμε μέσα μας, χωρίς μάσκες. Ο Διόνυσος είναι επίσης ο ξένος, ο διαφορετικός. Αυτός που έρχεται από μακριά και τον οποίο φοβόμαστε. Επί σκηνής, αυτά τα τρία δεν συνδιαλέγονται: συγκρούονται σαν κοσμικές δυνάμεις, όπως η ύλη και η αντιύλη. Και εμείς οι θεατές παρασυρόμαστε σε αυτή την άβυσσο.


–Οι κόσμοι που συγκρούονται στις «Βάκχες» είναι ο νέος εναντίον του παλιού... ή ο δικός μας εναντίον του ξένου;
–Ολόκληρη η ιστορία του Διονύσου στις «Βάκχες» μπορεί να θεωρηθεί ως ένας τρόπος για να εκπαιδεύσει
τον άνθρωπο, να τον κάνει να γνωρίσει μέσα από τα βάσανα, να τον κάνει να κατανοήσει τα δικά του λάθη. Έτσι ισχύει για τον Πενθέα, έτσι ισχύει για την Αγαύη, έτσι ισχύει και για τον Κάδμο. Είναι μια σύγκρουση πολιτισμών μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Μια βίαιη σύγκρουση μεταξύ ορθολογικότητας και παραλογισμού, μεταξύ πραγματικού και θεϊκού, μεταξύ ύλης και αντιύλης. Είναι ένα μάθημα για το αθηναϊκό κοινό της εποχής, που θεωρούσε τον εαυτό του εκλεκτό και άτρωτο και για τον άνθρωπο όλων των εποχών.
Η τραγωδία δεν εκσυγχρονίζεται, είναι επίκαιρη από μόνη της.

«Στην παράστασή μας στοχεύσαμε στην επεξεργασία ακραίου ήχου, χρησιμοποιώντας πολύ προσωπικούς ήχους, που σπάνια χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ζωή και είναι εξαιρετικά σημαντικοί».

«Η τραγωδία δεν πρέπει να εκσυγχρονίζεται: είναι επίκαιρη από μόνη της, επειδή μιλάει μια αιώνια και παγκόσμια γλώσσα. Για το σύγχρονο κοινό, αυτή η τραγωδία είναι μια πληγή – και μια αφύπνιση». © Franca Centaro

–Υπάρχει φως στον κόσμο των «Βακχών» του Ευριπίδη;
–Φυσικά. Αλλά είναι ένα άγριο, εκτυφλωτικό φως που δεν παρηγορεί. Δεν είναι το φως της ημέρας. Είναι το
φως του διπλού, του αινίγματος, της ιερής επιφοίτησης. Είναι το φως που εκρήγνυται, όταν πέφτει η μάσκα και το πρόσωπο αποκαλύπτεται γι’ αυτό που είναι: εύθραυστο, αντιφατικό, ανθρώπινο. Στις «Βάκχες» το φως είναι το εκθαμβωτικό και σκληρό φως του κεραυνού της Ήρας, που αποτεφρώνει τη Σεμέλη, τη μητέρα του Διονύσου, αλλά είναι επίσης το φως του κεραυνού του Διονύσου, που σκίζει τον ουρανό της τάξης, της λογικής, της ανδρικής δύναμης και δίνει αφορμή για την αδίστακτη εκδίκησή του. Είναι ένα φως αποκαλυπτικό, όχι σωτήριο. Ο Πενθέας διαμελίστηκε, αλλά στην καρδιά του είναι ήδη διαλυμένος. Η Αγαύη ανοίγει τα μάτια της στο φως μόνο στο τέλος, και αυτό το φως είναι τρόμος, είναι αλήθεια που δεν μπορεί πλέον να σβηστεί. Ο Κάδμος, ο τελευταίος επιζών, είναι ένα σώμα που σέρνεται σε μια πικρή, απελπιστική αυγή.

–Πόσο κοντά μας είναι σήμερα η ατμόσφαιρα των «Βακχών»;
–Πάντα λέω ότι η ελληνική τραγωδία είναι η πιο σύγχρονη δυνατή μορφή θεάτρου. Πέρα από τον Μπέκετ, πέρα από κάθε είδους σύγχρονο παραστατικό πείραμα. Η τραγωδία δεν εκσυγχρονίζεται: είναι επίκαιρη από μόνη της, επειδή μιλάει μια αιώνια και παγκόσμια γλώσσα. Για το σύγχρονο κοινό, αυτή η τραγωδία είναι μια πληγή – και μια αφύπνιση. Στον Πενθέα βλέπουμε την αντανάκλαση της επιθυμίας μας να ελέγξουμε, να εκλογικεύσουμε, να αρνηθούμε τα μέρη του εαυτού μας που απειλούν τη σταθερότητα. Στον Διόνυσο βλέπουμε μια δύναμη που δεν μπορεί να φιμωθεί – την επιστροφή του απωθημένου, του σαγηνευτικού και του εξοντωτικού. Ο θεατής αιωρείται ανάμεσα στον τρόμο και την αποπλάνηση, όπως ακριβώς ήταν στην αρχαία Αθήνα. Αυτό που δεν γνωρίζουμε μας ανησυχεί. Εμείς οι Δυτικοί είμαστε πεπεισμένοι ότι κατέχουμε το μυστικό της ζωής. Αλλά καλλιεργούμε το εγώ, όπως ο Πενθέας, και δεν καταλαβαίνουμε το διαφορετικό, του επιτιθέμεθα, θέλουμε να το εξαφανίσουμε. Η σκοτεινή πλευρά μας τρομοκρατεί. Δημιουργούμε τέρατα. Διεξάγουμε πολέμους. Ξανά και ξανά. Δεν μαθαίνουμε τίποτα από τα λάθη μας.


–Έχει κάνει η αμφισημία των Βακχών πιο δύσκολη τη δουλειά σας; Έχει κερδίσει το θεϊκό ή έχει χάσει η ανθρώπινη υπερηφάνεια, δίνοντάς μας ένα μήνυμα;
–Η αμφισημία των «Βακχών» δεν είναι εμπόδιο. Είναι το κλειδί. Είναι η ιερή ομίχλη στην οποία χάνουμε τον εαυτό μας, η εσωτερική φωτιά που μας αναγκάζει να επιλέξουμε – χωρίς ποτέ να γνωρίζουμε αν έχουμε πραγματικά επιλέξει. Σε αυτή την τραγωδία, δεν υπάρχει σαφής νίκη, δεν υπάρχει νικητής που ανεβαίνει στο βήμα υπό χειροκροτήματα. Υπάρχει ένας ιερός και σκληρός χορός μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου, μεταξύ μέθης και ελέγχου, μεταξύ σώματος και νόμου. Ο Διόνυσος σκίζει τις μάσκες, μετατρέπει το θέατρο σε βωμό. Δεν είναι το θεϊκό που θριαμβεύει, είναι ο άνθρωπος που καταρρέει κάτω από το βάρος της δικής του άρνησης του ιερού και της ανοησίας του. Είναι η υπερηφάνεια του λογικού, του σύγχρονου, που προσπαθεί να περικλείει το μυστήριο σε ένα κλουβί – και καταβροχθίζεται από αυτό. Το μήνυμα δεν είναι παρηγορητικό. Είναι μια κραυγή. Οι «Βάκχες» δεν μιλούν. Καίνε. Λοιπόν, έχει κερδίσει ο Διόνυσος; Όχι. Το αίνιγμα έχει κερδίσει. Και αυτό το αίνιγμα εξακολουθεί να ζει μέσα μας. Σε μια εποχή κυριαρχιών, δικτατοριών, απίθανων και ανεπαρκών πολιτικών ηγετών, αυτός ο μύθος είναι κεντρικός. Ο φόβος του διαφορετικού, του ξένου, του ανθρώπου που έχει δέρμα διαφορετικό από το δικό μας, αυτού που δεν γνωρίζει τον εαυτό του, καταβροχθίζει τις ψυχές των σύγχρονων πολιτών του κόσμου. Το μάθημα των Ελλήνων έχει ξεχαστεί.
Ο πολιτισμός έχει σβηστεί. Ζούμε σε μια εποχή αναθεωρητισμού, άσκοπης βίας, υπεροχής, φασισμού και ναζισμού. Καταριόμαστε τους θεούς. Και επαναλαμβάνουμε, ξανά και ξανά, τα ίδια λάθη που μας έδειξαν οι Έλληνες σαν σε καθρέφτη. Υποφέρουμε, αλλά δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα. Δεν γνωρίζουμε τίποτα. Ο Ευριπίδης εξυψώνει τις ψυχές μας, μας δείχνει ότι η τέχνη μπορεί ακόμα ακούραστα να τελειοποιήσει την ανθρώπινη ψυχή, μιλάει στις συνειδήσεις μας, τοποθετεί έναν ανελέητο καθρέφτη μπροστά μας. Σε αυτή τη στιγμή απώλειας αξιών και ιδανικών, υποβάθμισης και απόλυτης επιφανειακότητας, απουσίας θεών και Τιτάνων, αγεφύρωτης ανθρώπινης αλαζονείας, είναι απολύτως απαραίτητο να θυμηθούμε και να ανακτήσουμε το μεγαλείο των «Βακχών». Το έργο μας είναι μια πράξη πολιτισμικής αντίστασης, μνήμης, απεγνωσμένης ελπίδας. Είναι μια πρόσκληση να κοιτάξουμε στην άβυσσο, να αναγνωρίσουμε την πολλαπλή και σύνθετη φύση μας και, ίσως, να ανακαλύψουμε ξανά αυτή την αίσθηση ιερότητας που μας κάνει ανθρώπους.

 


© Franca Centaro

Το θεϊκό Διονυσιακό είναι η επιστροφή του συλλογικού ασυνείδητου

–Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι στις Βάκχες υπάρχει μια πάλη του πραγματικού ενάντια στην έννοια του «θείου»;
–Στις «Βάκχες» αυτό που βλέπουμε δεν είναι απλώς μια σύγκρουση μεταξύ ανθρώπων και θεών. Είναι μια άγρια, σαρωτική πάλη ανάμεσα στην ορθολογική δομή της πραγματικότητας – τον έλεγχο, την τάξη, την πόλη, τον
νόμο – και τη βάναυση, ασταμάτητη εισβολή του θείου, που δεν νοείται ως καθησύχαση ή σωτηρία, αλλά ως μυστήριο, τρόμο, τρέλα. Η πτώση του Πενθέα είναι η αποτυχία του λόγου (λογικής) ενάντια στη δύναμη του ενστίκτου και του θείου. Το θεϊκό του Διονύσου δεν είναι αυτό των λευκών και τέλειων αγαλμάτων. Είναι ένας θεός που ανατρέπει, που σκίζει, που βάζει τον άνθρωπο μπροστά στην άβυσσό του. Είναι ο θεός του σώματος, του αίματος, της έκστασης. Η άφιξή του στη Θήβα είναι μια μόλυνση. Ένας ιός της ψυχής. Και τότε η πραγματικότητα, με τις βεβαιότητές της, με τα όριά της, θρυμματίζεται. Δεν αντέχει. Παραπαίει. Σε αυτή τη μάχη, δεν υπάρχει νίκη, υπάρχει αποκάλυψη. Το θέαμα δεν παρηγορεί: αποκαλύπτει. Αναγκάζει τον θεατή να κοιτάξει, να χαθεί, να νιώσει. Γνωρίζει κανείς μόνο μέσα από τον πόνο. Μια κατ’ εξοχήν ελληνική έννοια. Το θεϊκό Διονυσιακό είναι η επιστροφή του συλλογικού ασυνείδητου. Είναι η σκιά που έχουμε καταπιέσει, η σκοτεινή μας πλευρά. Και όταν εκδηλώνεται, η πραγματικότητα –όπως την ξέρουμε– καταρρέει.

–Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι πρόκειται για μια υπερβατική τραγωδία;
–Όταν σκηνοθετώ αυτά τα έργα, δεν με ενδιαφέρει να κάνω αρχαιολογία. Ή αρχαιολογία του μέλλοντος». Με ενδιαφέρει η αφύπνιση - εκείνη η ακριβής, τρομακτική στιγμή που ηθοποιός και θεατής συνειδητοποιούν ότι αυτό που ήταν αλήθεια στην εποχή του Αισχύλου εξακολουθεί να είναι τραγικά, δυναμικά αληθινό σήμερα. Οι θεοί μπορεί να έχουν αλλάξει τα ονόματά τους, αλλά τα ερωτήματα παραμένουν. Ένας μεγάλος δάσκαλος είπε ότι τα κλασικά κείμενα είναι σαν τα αστέρια. Το φως των αστεριών - μας φτάνει μετά από εκατομμύρια χρόνια. Το συλλογιζόμαστε. Στοχαζόμαστε κάτι που δεν υπάρχει πια, κάτι που έχει ήδη αλλάξει ανεπανόρθωτα. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να καλλιεργήσουμε το θαύμα, τον ίλιγγο που μας δίνει αυτό το όραμα και να θέσουμε στον εαυτό μας τα ίδια ερωτήματα όπως τότε - ερωτήματα που μας δείχνουν πώς ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει ανά τους αιώνες και πώς δεν έχει ποτέ πραγματικά μάθει το μάθημα των θεών.

 


Πληροφορίες
«Βάκχες» του Ευριπίδη, Τετάρτη, 9 Ιουλίου, Αμφιθέατρο Μακάριος Γ΄, Σχολής Τυφλών και Σάββατο, 12 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, ώρα 9:00 μ.μ. (Προσέλευση ώρα 8:00 μ.μ.).

NEWSROOM

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση