Συμφωνήσαμε μεσημεριανό στον Ματθαίο, του αρέσει εκεί, τον γοητεύει η παλιά πόλη. Δύο το μεσημέρι έξω από τον ΘΟΚ, καταφθάνει από το μάθημα πιλάτες λαχανιασμένος, είναι Δευτέρα και έχει ρεπό, βάζει ζώνη ασφαλείας και ξεκινάμε. Στη διαδρομή μού λέει πόσο αγαπάει τη Λευκωσία, μέχρι και στην αρχιτεκτονική ασυμφωνία της βρίσκει κάτι ελκυστικό, δεν είμαι σίγουρη ότι συμφωνώ, μου αρέσει ωστόσο που το βλέμμα του έχει σπίθα παιδικότητας, ορθάνοιχτα μάτια έτοιμα σε κάθε στροφή να εκπλαγούν. Στον Ματθαίο καθόμαστε έξω, έχει ωραίο ήλιο και δροσερό αεράκι, παραγγέλνουμε, φακές εγώ, αρνάκι με πατάτες εκείνος και ξεμπερδεύουμε με τα διαδικαστικά. «Λέω για αρχή να φανταστούμε πως στην παρέα μας προστίθεται η Άγκαθα Κρίστι», του λέω, γελάει, του αρέσει που αρχίζουμε παιχνιδιάρικα. «Τι θα θέλατε να κουβεντιάσετε μαζί της;». Παίρνει μια ελιά, τη βάζει στο στόμα, φτύνει το κουκούτσι και σκέφτεται. Και μέχρι να σκεφτεί αρπάζω την ευκαιρία να σας πω πως απέναντί μου έχω τον Έλληνα σκηνοθέτη Τάκη Τζαμαργιά, ο οποίος σκηνοθετεί στον ΘΟΚ το «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές» της Άγκαθα Κρίστι. Αυτή όμως είναι μόνο η αφορμή της συνάντησής μας. Ο πραγματικός λόγος είναι πως πρόκειται για ένα σκηνοθέτη που πάντα κρατά μια διακριτική και συγκρατημένη στάση και αυτό το λογαριάζω σαν ένα «χάρισμα» που, ειδικά στις μέρες μας, αξίζει προσοχής.
Τετράγωνα μυαλά
Λοιπόν τι θα ρωτούσατε την Άγκαθα Κρίστι; «Έχω τόσο δέος γι’ αυτούς τους ανθρώπους που αν ερχόταν εδώ δεν ξέρω αν θα είχα τη δύναμη να αρθρώσω κάτι. Θα τη φοβόμουνα». Μ’ αρέσει η παραδοχή του, αφιλτράριστη και αυθεντική. Μου προτείνει να διαβάσω την αυτοβιογραφία της, «φοβερή ζωή, με βάθος, όχι επιφανειακή μοντερνιά» τονίζει. Και στο «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές» τι σας συναρπάζει; «Είναι σαν θέατρο μέσα στο θέατρο, αυτή είναι η δύναμη του συγκεκριμένου κειμένου, οι ηθοποιοί καλούνται να παίξουν τους “ηθοποιούς”. Είναι όλο ένα ψέμα που όμως δεν θέλει ψευτιά. Θέλει το πώς υπερασπίζομαι το ψέμα μου. Και επίσης θέτει το ζήτημα της έννομης τάξης, της θεσμικής δικαιοσύνης έναντι της αυτοδικίας». Έκπληκτο ωστόσο τον αφήνει η μαεστρία του Πουαρώ. «Είναι ένα μυαλό με απίστευτη ταχύτητα φωτός. Ιδιοφυία» λέει. Τέτοια μυαλά τον συνεπαίρνουν, ίσως επειδή ο ίδιος είναι του πάθους και της εξωστρέφειας και νιώθει πως του λείπει ο μηχανισμός της τετράγωνης λογικής. Δεν σας φοβίζουν την ίδια ώρα; «Ναι και βέβαια με φοβίζουν αλλά αυτό δεν αναιρεί την συναρπαστικότητά τους. Με τρελαίνει που ο Πουαρώ φτιάχνεται στο να αποκαλύπτει το έγκλημα και που το κάνει εξαιτίας μιας δικής του εσωτερικής ανάγκης να αποκαταστήσει το σφάλμα. Το βρίσκω φοβερό».
Κάτι προς μετατόπιση
Η κουβέντα μας παρασύρεται αλλού, είναι αυτή η οικειότητα που χτίζεται πάνω από ένα στρωμένο τραπέζι και ευνοεί τον αυθορμητισμό και από το πόσο καλό είναι το αρνάκι γυρνάμε απενοχοποιημένα στην αγωνία του να πετύχει η παράσταση. Πότε νιώθετε ότι πέτυχε μια παράστασή σας; «Θέλω να τη βλέπω και να αισθάνομαι πως είναι σύμφωνη με ό,τι με συνιστά. Όταν δεν είμαι εγώ –και έχω κάνει παραστάσεις που δεν ήμουνα– δεν νιώθω καλά». Τι πήγε λάθος και δεν ήσασταν εσείς; «Πολλές φορές από μια προσπάθεια να εκσυγχρονιστώ, από μια αγωνία μήπως είμαι παλιός, μήπως και δεν πιάνω τα σημεία των καιρών, το παθαίνω. Τώρα πια όμως το ελέγχω. Ξέρω πως εκείνο που μετράει είναι η αλήθεια μου». Σε μια παλιά συνέντευξη είπατε ότι στο θέατρο σας ενδιαφέρει η συγγνώμη και η αγάπη. «Ναι, θέλω ο θεατής να φεύγει με μια αίσθηση θετική, ότι μοιράστηκε κάτι ζωντανό, να νιώθει ότι κάτι τον συντάραξε, κάτι κουνήθηκε, κάτι να πηγαίνει προς μετατόπιση. Αυτό με μαγεύει». Νιώθετε ότι λιγοστεύουν στις μέρες μας οι παραστάσεις που μαγεύουν; «Νομίζω ζούμε σε μια εποχή του κακώς εννοούμενου πειραματισμού. Αναμφισβήτητα υπάρχουν μεταμοντέρνες προσπάθειες πολύ σημαντικές αλλά οι απομιμήσεις δεν έχουν ψυχούλα μέσα, τους λείπει το στοιχείο της έμπνευσης. Μήπως φταίει που μεγαλώνουμε; «Κι εγώ πολλές φορές αναρωτιέμαι. Από την άλλη όμως υπάρχει και ένα σύστημα που πολλές φορές αποφασίζει βίαια ότι αυτό είναι θέατρο και το άλλο δεν είναι. Κι εγώ είμαι απόλυτα κάθετος σ’ αυτό: Το θέατρο είναι πληθυντικός αριθμός. Δεν υπάρχει ένα θέατρο. Το θέατρο πρέπει να είναι ανοιχτών τάσεων και κατευθύνσεων». Εσάς τι εξακολουθεί να σας διαμορφώνει ως σκηνοθέτη; «Οι θεατές. Πηγαίνω στις παραστάσεις μου μόνο και μόνο για να παρατηρώ τους θεατές. Βλέπω πράγματα που νόμιζα ότι είναι συγκλονιστικά να τα περνάνε στο έτσι και άλλα που δεν τα έχω φωτίσει, το πώς τα φωτίζει το μάτι τους. Κι αυτό είναι εκπληκτικό. Κάτι γίνεται εκείνη την ώρα στην επικοινωνία. Κάτι γεννιέται. Να σου πω κάτι; Εγώ πιστεύω στον λαϊκό χαρακτήρα του θεάτρου, ότι πρέπει να είμαστε ανοιχτοί να μπει κόσμος και όχι να δημιουργείται μια κλίκα που ακόμα και από τον τρόπο που μιλάει πετάει έξω όλους τους άλλους».
Λαθραία επιβίωση
Τα πιάτα εξαφανίζονται από το τραπέζι, η Αθηνά ρωτά αν θέλουμε καφέ, παραγγέλνουμε δύο σκέτους. Έχουμε ξεχάσει πού μείναμε, δεν έχει ωστόσο σημασία. Βλέπω στις σημειώσεις μου πως κάποτε τον ρώτησαν τι τίτλο θα έβαζε στη διαδρομή του και εκείνος απάντησε «λάθε βιώσας» –απόφθεγμα του Επίκουρου– που σημαίνει ζήσε κρυφά, στην αφάνεια, απαρατήρητος. Του το θυμίζω και ζητώ περισσότερα. «Δύσκολο να στο εξηγήσω. Νιώθω λες και επιβιώνω στο παραπέντε. Μου είναι όμως πολύ ισχυρό μέσα μου και με βάζει σε μια διαρκή αναζήτηση το γεγονός ότι επιβιώνω λάθρα. Είναι δύσκολο να μην είσαι μέσα στα πράγματα και όμως να σε φωνάζουν και να σε θυμούνται και να σε καλούν χωρίς καν να το τολμήσεις από μόνος σου. Ανέκαθεν είχα μεγάλες φοβίες, προτιμούσα να κινούμαι χαμηλόφωνα, ήσυχα». Και γιατί νομίζετε ότι σας καλούσαν; «Ίσως γιατί τα κίνητρά μου έχουν μια αθωότητα. Και ξέρεις γιατί; Γιατί είμαι πολύ καλός θεατής. Όταν πηγαίνω στο θέατρο έχω ακριβώς την ίδια λειτουργία και την ίδια προσδοκία με την οποία πήγαινα πάντα. Για εμένα το θέατρο είναι γιορτή, χαίρομαι, βάζω τα καλά μου». Όταν λέτε αθωότητα πώς την εννοείτε; «Παθιάζομαι όπως κάνουν τα παιδιά, τόσο απλά. Το θέατρο εμπεριέχει αυτή την αθωότητα. Αυτό που μπορεί να βγει σε μια στιγμή και να την κρατήσεις για πάντα. Για όλη σου τη ζωή. Εγώ μια στιγμή θυμάμαι τη Λαμπέτη, μια στιγμή την Παξινού, στιγμές μοναδικές που νομίζεις πως σου αλλάζουν τον κόσμο σου». Μου περιγράφει μια παράσταση της Σάρα Κέιν όπου στο τέλος οι πρωταγωνιστές, ενώ δεν είχαν ούτε χέρια, ούτε πόδια και ήτανε μόνο το σώμα στην απόλυτη βία, υπήρξε τέτοια τρυφερότητα στο βλέμμα τους που όταν έφυγε από το θέατρο σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι έκλαιγε. Σπουδαία λέξη η τρυφερότητα, του λέω, συμφωνεί και ομολογεί πως τώρα ο ίδιος βρίσκεται σε μια φάση επαναπροσδιορισμού.
Παρουσίες, απουσίες
Τι προϋποθέτει ο επαναπροσδιορισμός; «Χρειάζεται να περνάς κρίσεις, για να εξελίσσεσαι. Να μπορείς να πιάνεις τα σημεία των καιρών και δεν εννοώ μόνο πολιτικά αλλά και το πού πάνε οι άνθρωποι». Παρατηρείτε πολύ τους ανθρώπους; «Ναι πολύ. Και κάνω επαφή. “Κλέβω” πολλά πράγματα από το πώς μιλάνε, πώς σκέφτονται. Και με τους ηθοποιούς μου αυτό κάνω, με ενδιαφέρει πώς σκέφτεται ο καθένας τους. Είμαι ανοιχτός σαν άνθρωπος. Το λάθρα που σου είπα πριν έχει να κάνει με το πόσο νιώθω μέσα στο επάγγελμα όχι με το πόσο ανοιχτός είμαι». Δεν νιώθετε μέσα στο επάγγελμα; «Δεν διεκδικώ χώρο, αυτό εννοώ, γιατί πιστεύω ότι ο χώρος θα βρεθεί. Και το πιστεύω βαθύτερα αυτό, πως όταν έχεις κάτι να πεις κάποια στιγμή θα βρεθεί και ο χώρος. Εγώ δεν είχα ανθρώπους που με έσπρωξαν. Ό,τι έχει γίνει στη διαδρομή μου, έγινε κομματάκι-κομματάκι από μια ομάδα που είχα στο Κερατσίνι και η οποία είναι η παρακαταθήκη μου. Από τις 7 το απόγευμα μπαίναμε και βγαίναμε 4 τη νύχτα. Δεν έχω ζήσει άλλα πράγματα, ήμουνα πολύ δοσμένος στο θέατρο. Γι’ αυτό τώρα έχω λαχτάρα για εγγόνι. Έχω τύψεις μάλλον για το γιο μου που δεν ήμουν πολύ παρών». Όλοι έχουμε τις ρωγμές μας έτσι δεν είναι; «Το σημαντικό είναι να τις εντοπίζουμε και να κάνουμε κάτι μ’ αυτές όχι μόνο εκτονωτικά». Ο επαναπροσδιορισμός πού σας πάει τώρα; Σε κάτι πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό. Νομίζω πως είμαι πιο γαλήνιος μέσα μου. Έχω βαθύνει πιο πολύ στις σχέσεις μου με τα ζώα, έχω πολύ αγάπη, με ηρεμεί το ζώο, μπορώ να αποφορτιστώ εντελώς παρατηρώντας τα. Το θέατρο σας έχει μαλακώσει; «Ναι, με έχει τρυφερέψει. Παλιά ήμουνα πολύ άκαμπτος και σκληρός με τον εαυτό μου. Και αυτό δεν ωφελεί σωστά; Καθόλου. Σε αφήνει με μια κενότητα και μια συνεχόμενη πίκρα».
Οι σιδερωμένες κουρτίνες
Συνειδητοποιώ πως το μαγειρείο έχει αδειάσει. Ζητώ τον λογαριασμό. Μια τελευταία ερώτηση του λέω, περιμένει να την ακούσει. Ζητώ μια εικόνα από τα παιδικά του χρόνια που τον έχει καθορίσει. «Τα παιδικά μας χρόνια συνειδητά ή μη είναι το σημείο αναφοράς μας» απαντά και συνεχίζει: «Πολλές φορές σκέφτομαι πως θα ήταν αλλιώτικη η πορεία μου, αν δεν είχε πεθάνει η μάνα μου στα 12 μου χρόνια. Θυμάμαι πως μέναμε σε ένα σπίτι που είχε ένα μικρό δωμάτιο και μια κουζίνα και κάποια στιγμή η μάνα μου κατάφερε να νοικιάσει ένα τριάρι για να μετακομίσουμε εκεί, το λαχταρούσε σε όλη της τη ζωή να πάμε κάπου καλύτερα, τόσο που πριν ακόμα πάμε πήγε και έβαλε τις κουρτίνες. Τη χτύπησε όμως ο καρκίνος και σε τρεις μήνες πέθανε και δεν πήγαμε ποτέ στο νέο σπίτι. Όταν αργότερα πήγα με τον πατέρα μου και είδα τις κουρτίνες συγκλονίστηκα. Κρέμονταν εκεί άψογα σιδερωμένες αλλά η μάνα μου δεν ήταν στη ζωή. Αυτή η εικόνα με σημάδεψε. Είναι τρομερό άμα το δεις μέσα στο μέγεθός του και έξω από αυτό». Γνέφω καταφατικά και την ίδια ώρα μετανιώνω που δεν ήταν αυτή η αρχή της κουβέντας μας…



























