ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η καραμανλική στρατηγική απέναντι στο Ελσίνκι

Την εφάρμοσε ο κ. Κ. Καραμανλής στα ελληνοτουρκικά, και είναι να εμμένει στη διατήρηση του status quo

Kathimerini.gr

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Η συνάντηση με έμπειρο διπλωμάτη έγινε σε ιστορικό κτίριο των βορείων προαστίων της Αθήνας, με αντικείμενο την «άλλη άποψη» για τα ελληνοτουρκικά, την περιγραφή της φιλοσοφίας όσων δεν αποδέχονται στην ολότητά της τη στρατηγική του Ελσίνκι. Το Ελσίνκι, δηλαδή η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς να επιλυθεί το Κυπριακό, η μετατροπή των ελληνοτουρκικών θεμάτων σε ευρωτουρκικά και η ανάληψη πρωτοβουλιών για την επίλυσή τους με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, συμπυκνώνουν μια συνεκτική στρατηγική που συνδέθηκε με τον κ. Κώστα Σημίτη, ο οποίος επέτυχε την ιστορική συμφωνία στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 1999.

Το αντίπαλον δέος του Ελσίνκι αφορά μια διαφορετική, διακριτή φιλοσοφία και προσέγγιση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η φιλοσοφία αυτή εκφράστηκε από τον κ. Κώστα Καραμανλή, ο οποίος «πάγωσε» την κρίσιμη πρόβλεψη της συμφωνίας για την παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η καραμανλική εξωτερική πολιτική για την Κύπρο και τα ελληνοτουρκικά αποδέχεται ότι το Ελσίνκι έχει δύο θετικές όψεις, την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. χωρίς την επίλυση του Κυπριακού και την άρση των εμποδίων για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Ταυτόχρονα, όμως, χαρακτηρίζεται από μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με τον βετεράνο διπλωμάτη που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, το Ελσίνκι αποδέχεται εκκρεμείς συνοριακές διαφορές, ενώ θα έπρεπε, κατά τη γνώμη του, η ελληνική πλευρά να απαιτήσει την απόσυρση κάθε τουρκικής διεκδίκησης στο Αιγαίο προτού συναινέσει στην άρση των εμποδίων για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Ακόμα κι αν υποτεθεί, όμως, ότι μια τέτοια ελληνική αξίωση ήταν μη ρεαλιστική γιατί θα οδηγούσε σε αντιπαράθεση με την Ευρώπη, η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών προσκρούει στην πράξη σε δύο εμπόδια.

• Πρώτον, στα χωρικά ύδατα. Προτού προχωρήσουν η Ελλάδα και η Τουρκία στη σύνταξη ενός συνυποσχετικού για την προσφυγή στη Χάγη, πρέπει να συμφωνήσουν στον καθορισμό των χωρικών υδάτων. Η Τουρκία θα συμφωνούσε σε μια επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων μικρότερη των 12 ν.μ. που προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας. Αυτό, όμως, θα ερμηνευόταν ως εθνική υποχώρηση. Κατά συνέπεια, ούτε τη μέγιστη επέκταση μπορούμε να επιβάλουμε ούτε εθνική υποχώρηση μπορούμε να παραδεχθούμε.

• Δεύτερον, το περιεχόμενο ενός «συνυποσχετικού» είναι η συμφωνία για τον καθορισμό των διαφορών. Η Ελλάδα, όμως, δεν μπορεί να συμφωνήσει ότι πρέπει να ανατεθεί στη Χάγη η απόφαση για τη στρατιωτική παρουσία στα ελληνικά νησιά, όπως επιθυμεί η Τουρκία. Δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι υφίσταται ως «διαφορά» η τουρκική αξίωση ότι η δικαιοδοσία του FIR Κωνσταντινουπόλεως εκτείνεται ώς τη μέση του Αιγαίου. Και δεν μπορεί να αναγάγει σε «διαφορά» την τουρκική θέση ότι τα ελληνικά νησιά στερούνται υφαλοκρηπίδας, αφού (σύμφωνα με τους Τούρκους) είναι «γεωγραφικοί σχηματισμοί που επικάθονται στην τουρκική υφαλοκρηπίδα».

Αλλά ακόμα κι αν τα εμπόδια εκλείψουν και το συνυποσχετικό συνταχθεί, τότε θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η πιθανή απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας θα εγκλωβίσει την Ελλάδα σε τετελεσμένα που δεν θα μπορούν να γίνουν αποδεκτά. Μπορεί για παράδειγμα, με βάση τη μέχρι σήμερα νομολογία, να αποφασιστεί ότι τα μικρά ελληνικά νησιά και οι βραχονησίδες έχουν πολύ μικρή επιρροή («effect») στον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας σε σύγκριση με τον ηπειρωτικό όγκο της Τουρκίας. Η τουρκική υφαλοκρηπίδα, λοιπόν, μπορεί να «κυκλώσει» πολλά ελληνικά νησιά και να απλωθεί σε μεγάλη έκταση δυτικά των τουρκικών ακτών. Η Χάγη, δηλαδή, μπορεί να οδηγήσει για πρώτη φορά στην αναγνώριση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας στο Αιγαίο. Το «χειρότερο», σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, είναι ότι ακόμα και ύστερα από ένα τέτοιο αποτέλεσμα, τίποτα δεν εγγυάται ότι η Τουρκία δεν θα επανέλθει με νέες αξιώσεις.

Εκκρεμότητες και ένταση

Για όλους αυτούς τους λόγους, η «καραμανλική στρατηγική» στα ελληνοτουρκικά επικεντρώθηκε στην υποστήριξη του status quo. Δεν αποθαρρύνεται ο διάλογος για όλα τα πιθανά ζητήματα, αλλά χωρίς δεσμεύσεις και χωρίς προθυμία για προσφυγή στη Χάγη.

Αλλωστε, η Τουρκία διατηρεί παρεμφερείς επιφυλάξεις για το Διεθνές Δικαστήριο, αφού δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του.

Θέτω το επιχείρημα ότι η διατήρηση των εκκρεμοτήτων εγκλωβίζει την Ελλάδα σε μια κλιμακούμενη ένταση στο Αιγαίο. Ο βετεράνος διπλωμάτης αντιτείνει ότι η ένταση στο Αιγαίο είναι φαινόμενο της περιοχής μας, με στιγμές έξαρσης και περιόδους υποχώρησης, που δεν οφείλεται στην ελληνική απροθυμία για «επίλυση», αλλά στο στοιχείο της σύγκρουσης που υφίσταται παράλληλα με τη συνύπαρξη και σφραγίζει ιστορικά τη σχέση των δύο λαών. Κατά συνέπεια, η βέλτιστη στρατηγική για την Ελλάδα, την οποία εφάρμοσε ο κ. Καραμανλής και εν πολλοίς ακολουθείται και από τους κ. Τσίπρα και Κοτζιά, είναι να εμμένει υπομονετικά και ψύχραιμα στη διατήρηση του status quo.

Θέτω ένα άλλο επιχείρημα, ότι ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος της Ελλάδας καθώς η Τουρκία ενισχύεται σημαντικά στρατιωτικά και πληθυσμιακά. Η απάντηση είναι ότι ο χρόνος μπορεί, αντιθέτως, να δρα υπέρ της Ελλάδας. Στο κοντινό μέλλον η Τουρκία μπορεί να είναι περισσότερο αποφασισμένη να συγκλίνει με την Ευρώπη, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει ο τουρκικός επεκτατισμός. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που η Τουρκία αποφασίσει να αποχωρήσει από το δυτικό πλαίσιο, τότε αυτό θα σημαίνει ότι η Ελλάδα θα εξασφαλίσει τη μέγιστη δυτική υποστήριξη.

Σε ό,τι αφορά το παρόν, ο διπλωμάτης τονίζει ότι δεν υπάρχουν στο Αιγαίο συνθήκες ανάλογες με εκείνες που επέτρεψαν στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο το 1974. «Η Κύπρος ήταν άοπλος μετά την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από τη χούντα το 1967, ενώ στα ελληνικά νησιά υφίσταται στρατιωτική παρουσία». Η Τουρκία δεν δρα παράτολμα, γιατί αντιλαμβάνεται ότι μια εισβολή σε ελληνικό έδαφος μπορεί να πλήξει πολλαπλώς τα συμφέροντά της. Παράλληλα, συμπληρώνει, δεν πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και μέχρι πρότινος η Τουρκία έχει συμπεριφερθεί στην Ελλάδα με σεβασμό.

Εν κατακλείδι, το status quo αποδεικνύεται ανθεκτικό απέναντι στις κατά καιρούς εντάσεις. Αυτό που φαίνεται εξωτερικά ως ελληνική «αδράνεια» είναι στην πραγματικότητα μια ενεργός στρατηγική. Ασφαλώς, απόλυτες συνταγές δεν υπάρχουν στη γεωπολιτική και όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος...

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση

X