ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Οι διπλωματικοί προσανατολισμοί της Κυπριακής Δημοκρατίας και η ελληνική εξωτερική πολιτική (1960-1965)

Το ενδιαφέρον της ελληνικής διπλωματίας μετατοπιζόταν πλέον από το πεδίο της αναζήτησης λύσης του κυπριακού ζητήματος, σε εκείνο της παροχής υποστήριξης προς το νεοσύστατο κράτος

Toυ ΑΝΤΩΝΗ ΚΛΑΨΗ

Για την ελληνική εξωτερική πολιτική, η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελούσε ταυτόχρονα την ολοκλήρωση ενός κεφαλαίου και την απαρχή ενός νέου. Το ενδιαφέρον της ελληνικής διπλωματίας μετατοπιζόταν πλέον από το πεδίο της αναζήτησης λύσης του κυπριακού ζητήματος, σε εκείνο της παροχής υποστήριξης προς το νεοσύστατο κράτος, το οποίο πραγματοποιούσε τα παρθενικά του βήματα στο διεθνές στερέωμα. Η αντίληψη της Αθήνας σχετικά με την ενδεδειγμένη πορεία που όφειλε να ακολουθήσει η κυπριακή εξωτερική πολιτική αποτυπώθηκε εύγλωττα στις παραινέσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ήδη από την επαύριον της υπογραφής της Ζυρίχης και του Λονδίνου, ώστε η Κύπρος να ακολουθούσε στο εξής διπλωματική πορεία ευθυγραμμισμένη με εκείνη της Ελλάδας.

Αυτή η ευθυγράμμιση, υποστήριζε ο Καραμανλής, θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, ακόμα και να ανοίξει τον δρόμο για τη μελλοντική επίτευξη της ένωσης, την οποία είχαν αποκλείσει οι Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Ακόμα, όμως, και αν κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε και η Κύπρος συνέχιζε την πορεία ως ανεξάρτητη οντότητα, η Κυπριακή Δημοκρατία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα ντε φάκτο δεύτερο ελληνικό κράτος. Έτσι, η Ελλάδα θα εμφανιζόταν με διπλή φωνή σε όλα τα διεθνή βήματα.

Η στρατηγική που εισηγείτο ο Καραμανλής συνεπαγόταν οπωσδήποτε και τον φιλοδυτικό προσανατολισμό της Κύπρου και την οργανική ένταξή της στον δυτικό κόσμο. Ωστόσο, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος επέλεξε την ενεργή συμμετοχή της Κύπρου στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Αυτή η επιλογή αντιμετωπιζόταν με επιφυλακτικότητα από την Αθήνα. Ο Καραμανλής επέμενε μεν επί της ορθότητας των εισηγήσεών του, δεν ήταν όμως διατεθειμένος να επιβάλει τις απόψεις του στην κυπριακή κυβέρνηση. Απορρίπτοντας την ιδέα ότι η Αθήνα όφειλε να λειτουργεί ως εθνικό κέντρο, στο οποίο η Λευκωσία ήταν υποχρεωμένη κάθε φορά να πειθαρχεί, ο Καραμανλής υποστήριζε σταθερά ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρως ανεξάρτητη κρατική οντότητα, είχε την ευθύνη χάραξης της εξωτερικής της πολιτικής. Η Αθήνα, με άλλα λόγια, θα συμβούλευε τη Λευκωσία, χωρίς όμως να αξιώνει οι παραινέσεις της να γίνονται αυτόματα αποδεκτές από την κυπριακή ηγεσία.

Η τακτική αυτή έμελλε να μεταβληθεί ριζικά όταν την πρωθυπουργία στην Ελλάδα ανέλαβε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Αποστασιοποιούμενος από τη θεωρία των «δύο ανεξάρτητων κρατών» που είχε προσδιορίσει τη στρατηγική της κυβέρνησης Καραμανλή, ο Παπανδρέου εισηγήθηκε την εφαρμογή του δόγματος του «εθνικού κέντρου», βάσει του οποίου η Αθήνα διέθετε την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία στον χειρισμό του Κυπριακού.

Η διατύπωση του δόγματος του «εθνικού κέντρου» αποτελούσε, εκτός των άλλων, σαφή προσπάθεια χαλιναγώγησης των διπλωματικών πρωτοβουλιών του Μακαρίου, αρκετές από τις οποίες, με κορυφαίο παράδειγμα τα ανοίγματα προς τη Σοβιετική Ένωση, δεν συμβάδιζαν με τις επιθυμίες της ελληνικής κυβέρνησης. Αντίθετα από τον Καραμανλή, ο Παπανδρέου δεν επιδίωκε την ενσωμάτωση της Κύπρου στους δυτικούς θεσμούς ως μέσο για τη μακροπρόθεσμη επίτευξη της ένωσης με την Ελλάδα, αλλά προσπαθούσε να εκμεταλλευθεί την ανησυχία που δημιουργούσε στις ΗΠΑ ο αδέσμευτος χαρακτήρας της εξωτερικής πολιτικής του Μακαρίου προκειμένου να προωθήσει την άμεση ενωτική λύση.

Στις συνομιλίες που είχε τον Ιούνιο του 1964 στην Ουάσιγκτον με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, ο Παπανδρέου υποστήριξε ότι μόνο η ένωση θα απέτρεπε διά παντός τον κίνδυνο ελληνοτουρκικής ρήξης, προσφέροντας ταυτόχρονα το πρόσθετο πλεονέκτημα της «νατοποίησης» της Κύπρου και επομένως της αποφυγής του κινδύνου «σοβιετοποίησης» της μεγαλονήσου. Τα σχέδια Άτσεσον, τα οποία υποβλήθηκαν λίγες εβδομάδες αργότερα, υπήρξαν αντανάκλαση αυτών των συνομιλιών. Ο Παπανδρέου ανταποκρίθηκε θετικά στη δεύτερη εκδοχή των προτάσεων του Άτσεσον, οι οποίες προέβλεπαν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με ανταλλάγματα τη δημιουργία τουρκικής στρατιωτικής βάσης στην Τουρκία και την παραχώρηση του Καστελλόριζου στην Τουρκία. Ωστόσο, υπό την πίεση της κατηγορηματικής απόρριψης του σχεδίου από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο Παπανδρέου τελικά υπαναχώρησε. Έτσι, οι προτάσεις του Άτσεσον παρέμειναν ανεφάρμοστες.

Η άρνηση του Μακαρίου να συνηγορήσει υπέρ της λύσης που υποδείκνυε ο Άτσεσον δεν ήταν ασφαλώς άσχετη από το γεγονός ότι, στο διάστημα που εκδηλωνόταν η αμερικανική μεσολαβητική πρωτοβουλία, είχε –χωρίς προηγουμένως να συνεννοηθεί με την Αθήνα– εξασφαλίσει δήλωση της Μόσχας σχετικά με την παροχή σοβιετικής βοήθειας με σκοπό την προάσπιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση, ο ιδιότυπος μήνας του μέλιτος μεταξύ Μακαρίου και Μόσχας θα δεχόταν ισχυρό πλήγμα στα τέλη του 1964 και κυρίως στις αρχές του 1965, με αφορμή δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Αντρέι Γκρομύκο, με τις οποίες ο τελευταίος τασσόταν εμμέσως υπέρ της ομοσπονδιακής διάρθρωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, θέση που ανταποκρινόταν στις τουρκικές απαιτήσεις. Η ελληνική κυβέρνηση εμφανιζόταν εξαιρετικά ενοχλημένη από την έως τότε ακολουθούμενη κυπριακή πολιτική, τονίζοντας ότι η Αθήνα είχε προειδοποιήσει τη Λευκωσία για τους κινδύνους που συνεπαγόταν η στήριξη στη Μόσχα.

Η απόφαση του Μακαρίου να επιλέξει την οδό της σύμπραξης με τους Αδέσμευτους υπήρξε απότοκη της εκτίμησης ότι η –αριθμητικά ισχυρή και ποσοτικά ολοένα ενισχυόμενη– παρουσία των κρατών του Τρίτου Κόσμου στο διεθνές στερέωμα θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα κατοχύρωσης της κυπριακής ανεξαρτησίας. Στην πράξη, ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η σημασία της συμπαράστασης των Αδεσμεύτων ήταν περιορισμένη και εξαντλείτο σχεδόν αποκλειστικά στη διαμόρφωση ευνοϊκών για τη Λευκωσία πλειοψηφιών στα όργανα του ΟΗΕ. Αντίστοιχα, τα ανοίγματα προς τη Μόσχα εντάσσονταν στην προσπάθεια εξασφάλισης πρόσθετων διπλωματικών ερεισμάτων και εκμετάλλευσης της αντιπαλότητας των δύο υπερδυνάμεων. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, τα αποτελέσματα υπήρξαν πενιχρά, ενώ η ακολουθούμενη τακτική έτεινε να περιπλέκει ακόμη περισσότερο την πορεία επίλυσης του Κυπριακού, καθώς του προσέδιδε διάσταση προβλήματος, του οποίου οι επιμέρους παράμετροι συνυφαίνονταν με τον ευρύτερο ψυχροπολεμικό ανταγωνισμό.

Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Το βιβλίο του με τίτλο Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923 κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πεδίο.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Γενικά: Τελευταία Ενημέρωση