
Kathimerini.com.cy
Μπορεί η Ελλάδα να αποτελεί την πρωταθλήτρια στη μείωση του δείκτη χρέους στην Ευρωζώνη τα τελευταία χρόνια, ωστόσο το χρέος της παραμένει το υψηλότερο στην περιοχή, ενώ η καθαρή επενδυτική της θέση είναι η χειρότερη, θέτοντας προκλήσεις για τις προοπτικές της βιωσιμότητας του χρέους μεσοπρόθεσμα, όπως επισημαίνει η UBS. Ανάλογα μηνύματα έστειλε άλλωστε και η Κομισιόν αυτή την εβδομάδα. Ο ελβετικός οίκος εκτιμά ότι το χρέος των χωρών της Ευρωζώνης γενικότερα έχει φτάσει ήδη στο χαμηλότερο σημείο του και στο εξής αναμένεται να αρχίσει να αυξάνεται.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει η UBS, το δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη μειώθηκε στο 87,5% του ΑΕΠ το 2024, με μια μειοψηφία έξι χωρών να καταγράφει μέτρια αύξηση (Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία, Λουξεμβούργο, Σλοβενία και Μάλτα). Τα τελευταία χρόνια, η μεγαλύτερη πρόοδος στη μείωση χρέους σημειώθηκε στην Ελλάδα (60% από το πρώτο τρίμηνο του 2021), στην Κύπρο (53%), στην Πορτογαλία (43%) και στην Κροατία (31%). Οπως τονίζει ωστόσο, οι χώρες με το υψηλότερο δημόσιο χρέος είναι η Ελλάδα (154% του ΑΕΠ), η Ιταλία (135%), η Γαλλία (113%), το Βέλγιο (105%) και η Ισπανία (102%), όπου περαιτέρω προσπάθειες αποκλιμάκωσης είναι απαραίτητες για τη μείωση των ευπαθειών.
Αυτές ωστόσο οι προσπάθειες δεν θα έχουν τα στηρίγματα που είχαν έως τώρα. Οπως εξηγεί ο ελβετικός οίκος, το 2021-2023 ο υψηλός πληθωρισμός ενίσχυσε την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ και –μέσω ενός υψηλότερου παρονομαστή– συνέβαλε στη μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ των χωρών της Ευρωζώνης. Η αύξηση του αποπληθωριστή του ΑΕΠ έχει μετριαστεί, αλλά εξακολουθεί να έχει θετικό αντίκτυπο. Ωστόσο καθώς ο δομικός πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί σημαντικά στη συνέχεια, η ώθηση που παρέχει ο αποπληθωριστής του ΑΕΠ στη μείωση του χρέους θα αποδυναμωθεί πλέον. «Με άλλα λόγια, η μείωση του χρέους θα απαιτήσει περισσότερη προσπάθεια από τις κυβερνήσεις στο μέλλον», τονίζει η UBS. Επιπλέον, οι αμυντικές δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν, «πιέζοντας» και αυτές το δημόσιο χρέος των χωρών της Ευρωζώνης, επισημαίνει η UBS.
Εκτός από τα επίπεδα του χρέους, πολύ σημαντικό ρόλο όσον αφορά το κατά πόσον υπάρχουν ανησυχίες για τη βιωσιμότητά του, παίζει και η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση των χωρών (ΚΔΕΘ), σημειώνει ο οίκος, η οποία μετράει τις καθαρές απαιτήσεις (υποχρεώσεις) έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Ορισμένες χώρες της Ευρωζώνης έχουν υψηλό συνολικό χρέος, αλλά θετική επενδυτική θέση – π.χ. Μάλτα, Βέλγιο, Ολλανδία, Ιταλία. Σε σημαντικό βαθμό η ισχυρή καθαρή επενδυτική θέση διαλύει τις ανησυχίες για το υψηλό χρέος, αν και αυτό δεν ισχύει πάντα.
Πάντως, η Ελλάδα είναι αρνητικός πρωταγωνιστής σε αυτό το μέτωπο, τονίζει η UBS. Η καθαρή διεθνής επενδυτική της θέση είναι αρνητική στο -132% του ΑΕΠ και ακολουθούν η Ιρλανδία στο -81%, η Κύπρος στο -80% και η Πορτογαλία στο -58%. Αντίθετα, η Μάλτα και η Γερμανία έχουν την υψηλότερη ΚΔΕΘ, στο +82% και +81% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα μάλιστα με τη νέα έκθεση της Κομισιόν για την Ελλάδα, η καθαρή διεθνής επενδυτική της θέση αναμένεται να επιδεινωθεί μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, εκτιμάται ότι θα κινηθεί στο -150% του ΑΕΠ το 2034, κυρίως λόγω της επιδείνωσης του ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων και του μεγάλου εμπορικού ελλείμματος. Σε ένα δυσμενές σενάριο μπορεί να φτάσει στο -188% του ΑΕΠ. Πάντως, όπως σημειώνει η Κομισιόν, παρά το σημαντικό μέγεθος του ελληνικού εξωτερικού χρέους, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητά του μετριάζονται εν μέρει από το γεγονός ότι ένα σημαντικό μερίδιο κατέχεται από επίσημους πιστωτές. Σύμφωνα με την ανάλυσή της, ο δείκτης χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 120% το 2034. Οπως τονίζει, «οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα της Ελλάδας είναι συνολικά υψηλοί, ενώ βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα είναι χαμηλοί», σημειώνοντας πάντως πως δεν λαμβάνει υπόψη τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης παρά μόνο τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν νομοθετηθεί ή συμφωνηθεί.