
Γράφει η Σοφία Σπίγγου.
Μια υπόθεση που ακουμπά την καρδιά του σκανδάλου των ευρωπαϊκών ενισχύσεων στον αγροτικό τομέα βρίσκεται στο μικροσκόπιο του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την εντεταλμένη Ευρωπαία εισαγγελέα Καλλιόπη Νταγιάντα να εισηγείται την ενοχή των επτά κατηγορουμένων για απάτη εις βάρος της Ε.Ε. μέσω του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Την ενοχή των επτά για απάτη εις βάρος της Ε.Ε. εισηγήθηκε η εισαγγελέας Καλλιόπη Νταγιάντα
Στο μικροσκόπιο της Δικαιοσύνης βρίσκονται ψεύτικα μισθωτήρια, βοσκότοποι χωρίς καμία αγροτική δραστηριότητα και πιθανόν μια πλαστή διαθήκη, που χρησιμοποιήθηκαν από τους επτά κατηγορουμένους με στόχο την αποκόμιση κοινοτικών επιδοτήσεων δεκάδων χιλιάδων ευρώ.
Οι τρεις κατηγορούμενοι έλαβαν συνολικά πάνω από 175.000 ευρώ, χωρίς να ασκήσουν καμία γεωργική δραστηριότητα, ενώ, όπως επισήμανε η εισαγγελέας, δεν αρκεί η κατοχή βοσκοτόπου, αλλά απαιτείται ελάχιστη δραστηριότητα την οποία ορίζουν τα κράτη-μέλη.
«Το Διεθνές Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΕ) έχει ξεκαθαρίσει ότι οι ενισχύσεις προορίζονται μόνο για ενεργούς γεωργούς. Στην περίπτωση αυτή, όπως παραδέχθηκαν και οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι, δεν έγινε καμία εργασία στις εκτάσεις τους», σημείωσε η εισαγγελέας.
Πρόσωπο-μυστήριο
Ανάμεσα στους κατηγορουμένους που κάθονται στο εδώλιο, πάντως, βρίσκεται και πρόσωπο στο οποίο γίνεται ειδική μνεία στη δικογραφία που έχει φθάσει στη Βουλή, αφού η εταιρεία του φέρεται να ανέλαβε το έργο της ταυτοποίησης και χαρτογράφησης όλων των περιοχών της Ελλάδας όπου παραδοσιακά τοποθετούνται βοσκότοποι.
«Αδικούνται οι πραγματικοί γεωργοί όταν μη δικαιούχοι μοιράζονται το δικό τους μερίδιο με ψευδή στοιχεία», επισήμανε η εισαγγελέας, που κατέληξε στο ότι «οι κατηγορούμενοι έχουν τελέσει τις πράξεις που τους αποδίδονται». Η εισαγγελική λειτουργός ζήτησε και την απόρριψη όλων των νομικών ισχυρισμών των κατηγορουμένων περί νομικής πλάνης ή καλής πίστης.
Το μείζον ζήτημα της εξάλειψης του αξιόποινου χαρακτήρα της πράξης λόγω της επιστροφής των χρημάτων στον ΟΠΕΚΕΠΕ από τους κατηγορουμένους απασχόλησε την εισαγγελέα και θα απασχολήσει και το δικαστήριο, καθώς δεν υπάρχει νομολογία από τον Αρειο Πάγο.
«Θεμελιώνεται λόγος εξάλειψης του αξιόποινου από τον νόμο, όταν επιστρέφονται τα χρήματα πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας. Με νόμο του 2020 ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία μια οδηγία της Ε.Ε. που εξαιρούσε από αυτό τα αδικήματα που τελούνται εις βάρος της Ε.Ε., αλλά το 2024 αναιρέθηκε με νόμο», εξήγησε η εισαγγελέας, συμπληρώνοντας όμως πως στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εφαρμογή.
«Ο ΟΠΕΚΕΠΕ δεν εμπίπτει στην έννοια του ζημιωθέντος, γιατί τα χρηματικά ποσά που καταβάλλει δεν ανήκουν στον ΟΠΕΚΕΠΕ, αφού η χρηματοδότηση εξασφαλίζεται από τα ευρωπαϊκά γεωργικά ταμεία. Η πράξη που αποδίδεται στους κατηγορουμένους δεν στρέφεται κατά της περιουσίας του ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά των συμφερόντων της Ε.Ε.», ανέφερε.
Διαβίβαση εγγράφων
Η εισαγγελέας προχώρησε ένα βήμα παρακάτω ζητώντας τη διαβίβαση των πρακτικών της δίκης στον Ευρωπαίο εισαγγελέα προκειμένου να διερευνηθεί το ενδεχόμενο τέλεσης των αξιόποινων πράξεων της κακουργηματικής απάτης κατά της Ε.Ε. για τους υπαλλήλους του ΟΠΕΚΕΠΕ που διενήργησαν έλεγχο και διαπίστωσαν ότι τα χαρτιά των κατηγορουμένων ήταν σωστά (!).
«Σε έγγραφο του προέδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ διευκρινίζεται πως δεν ζητήθηκαν πριν από το 2024 τα ποσά από τους κατηγορουμένους, επειδή υπήρχαν αντικρουόμενα έγγραφα στο σύστημα ελέγχου. Στο σύστημα του ΟΠΕΚΕΠΕ είχαν κατατεθεί έγγραφα ότι όλα είχαν καλώς και τα δηλωθέντα αγροτεμάχια βρίσκονταν στη διάθεση των κατηγορουμένων, χωρίς στον έλεγχο να αναγράφεται μάλιστα όνομα ελεγκτή (!)».
Παράλληλα, η κ. Νταγιάντα ζήτησε να ερευνηθεί και η τέλεση του αδικήματος της απιστίας από αρμόδια στελέχη του ΟΠΕΚΕΠΕ επειδή «δεν έλαβαν αποτελεσματικά μέτρα για τη διασφάλιση του πού πηγαίνουν τα κονδύλια», αλλά και το ενδεχόμενο τέλεσης απάτης για όλους τους Ελληνες πολίτες που πήραν με αυτόν τον τρόπο επιδότηση.
Κλείνοντας την αγόρευσή της πρότεινε να ερευνηθεί και το αδίκημα της πλαστογραφίας για τη διαθήκη που προσκομίστηκε από κάποιους εκ των κατηγορουμένων, καθώς –όπως είπε– «ισχυρίζονται ότι είναι κύριοι της έκτασης μέσω διαθήκης, αλλά αποδείχθηκε ότι πρόκειται για δημόσιες δασικές εκτάσεις. Ο δασάρχης Καστοριάς κατέθεσε επίσης ότι επρόκειτο για εδάφη που ασκείτο βοσκή από ντόπιους βοσκούς».