
Kathimerini.gr
Λίγη ώρα πριν από το προκαθορισμένο ραντεβού μας, ο Εσκόλ με καλεί στο τηλέφωνο. Ακούγεται ταραγμένος, θέλει να ακυρώσει τη μικρή μας συνέντευξη, απολογείται γιατί πρέπει να το κάνει την «τελευταία στιγμή». Προσπαθώ να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει. Στις προηγούμενες τηλεφωνικές συνομιλίες μας, ο σταθερός, γεμάτος αυτοπεποίθηση τόνος της φωνής του ταίριαζε απόλυτα με την εικόνα του επιτυχημένου επιχειρηματία που επέκτεινε τις δουλειές του στην Ελλάδα γράφοντας τη δική του ιστορία επιτυχίας βασισμένος σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Τι είχε συμβεί τόσο ξαφνικά;
«Εχουν γίνει τόσο πολλά σε τόσο λίγο χρόνο που υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι ότι χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Το αποκορύφωμα ήταν πριν από λίγο, όταν σε ανύποπτο χρόνο είπα σχεδόν ανέμελα στη σύζυγό μου και στον γιο μας ότι θα μιλήσω σε ελληνική εφημερίδα και αναστατώθηκαν σε ακραίο βαθμό. “Είσαι με τα καλά σου; Θέλεις να μας επιτεθούν στον δρόμο ή να στοχοποιήσουν το παιδί στο σχολείο;”».
Αναζητώντας Ισραηλινούς που έχουν μετακομίσει στην Αθήνα μετά τις επιθέσεις της Χαμάς την 7η Οκτωβρίου του 2023 (και είναι χιλιάδες), η αρχική τους αντίδραση στην πρόσκλησή μας να μοιραστούν το πώς βιώνουν οι ίδιοι την κλιμάκωση της ρητορικής για τη χώρα τους στην Ελλάδα δεν προδίκαζε καθόλου επιφυλακτικότητα ή φόβο. Το αντίθετο: όλοι θα μιλούσαν επώνυμα και θα φωτογραφίζονταν στο αγαπημένο τους μέρος στην Αθήνα.
Με τις μέρες το κλίμα άλλαζε. «Ας αποφύγουμε τη φωτογράφιση», «θα ήταν πιο συνετό να μιλήσω χωρίς να εμφανίζεται το όνομά μου». Τελικά, από τους τέσσερις συνομιλητές μας, μόνο ένας (η δημοσιογράφος και συγγραφέας Αβιράμα Γκολάν) δεν υποχώρησε από την αρχική συμφωνία: «Λέω ποια είμαι, δείχνω το πρόσωπό μου, δεν έχω να φοβηθώ κάτι», μας τόνισε επανειλημμένως. Μαζί με τον Γκιλ Μπαράμ δέχθηκαν να μιλήσουν επώνυμα, ενώ οι άλλοι δύο συμπατριώτες τους προτίμησαν να μοιραστούν την εμπειρία τους με ψευδώνυμο.
Ο Εσκόλ και η Γιουντίτ πήραν τη μεγάλη απόφαση το 2019. Στην αρχή δεν έμοιαζε με κάτι οριστικό. Πηγαινοέρχονταν από το Τελ Αβίβ, καθώς ο Εσκόλ συνεργαζόταν με Ελληνες συναδέλφους τους πάνω σε ένα κοινό πρότζεκτ υψηλής τεχνολογίας. «Αλλά μας άρεσε η Αθήνα και ο γιος μας θα πήγαινε σχολείο, επομένως έπρεπε να πούμε ένα “ναι” ή ένα “όχι”. Είπαμε το “ναι” και μέσα σε λίγους μήνες η Αθήνα έγινε η πόλη μας». Τι έχει αλλάξει τους τελευταίους μήνες; «Για να είμαι ειλικρινής, άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάτι πάει στραβά αμέσως μετά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς. Αρχισα να εισπράττω ένα κλίμα που με λίγα λόγια στοχοποιούσε το ίδιο το Ισραήλ για όσα φρικιαστικά συνέβησαν εκείνη τη μέρα. Κάτι του τύπου “καλά να πάθετε”. Σοκαρίστηκα, δεν το κρύβω».
Σε επαγρύπνηση
Ομως τα πράγματα επιδεινώθηκαν σημαντικά το τελευταίο εξάμηνο, ομολογεί. «Σίγουρα οι εικόνες από τη Γάζα έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτή την κλιμάκωση, αλλά σήμερα βρισκόμαστε σε ένα σημείο που κρύβουμε την εθνικότητά μας, αποφεύγουμε να μιλήσουμε εβραϊκά σε δημόσιους χώρους και δεν αφήνουμε τον γιο μας από τα μάτια μας, με έναν τρόπο που δεν δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω ως οριακά υστερικό». Πού αποδίδει ο ίδιος αυτήν την υπερεπαγρύπνηση; «Οι επιθέσεις, λεκτικές και φυσικές, όπως και οι προσβολές είναι καθημερινές, ασχέτως του ότι δεν απασχολούν ποτέ τη δημόσια σφαίρα, γιατί έχει επιβληθεί εσωτερικά, από εμάς τους ίδιους, από την κοινότητα, ένας άτυπος όρκος σιωπής για λόγους προσωπικής και οικογενειακής ασφάλειας. Απλώς κρυβόμαστε και ελπίζουμε κάποια στιγμή να φτιάξουν τα πράγματα».
Η άγνωστη επιδρομή
Μιλώντας και με άλλα μέλη της άτυπης ισραηλινής παροικίας της Αθήνας που δεν ήθελαν να έχουν παρουσία στο ρεπορτάζ, διαπιστώνω από πρώτο χέρι αυτό που λέει ο Εσκόλ περί μιας συμφωνημένης στρατηγικής «κατευνασμού των παθών». Καμία επίθεση, όπως μια πρόσφατη καταδρομική εισβολή αγνώστων στο λόμπι ξενοδοχείου ισραηλινών συμφερόντων, όπου γράφτηκαν με σπρέι υβριστικά συνθήματα κατά του Ισραήλ, δεν δημοσιοποιείται. Ενίοτε δεν καταγγέλλεται καν στην Αστυνομία, ακριβώς για να μη ριχτεί λάδι στη φωτιά. Ρωτάω τον Εσκόλ αν αισθάνεται ασφαλής στην Αθήνα. «Οχι πια, δυστυχώς», μας λέει περίλυπος.
Κάνω την ίδια ερώτηση στη συγγραφέα και δημοσιογράφο Αβιράμα Γκολάν και εισπράττω μια πολύ διαφορετική απάντηση. «Ξέρετε, μου κάνουν την ίδια ερώτηση και φίλοι μας στο Ισραήλ. “Αβιράμα, δεν φοβάσαι στην Ελλάδα με τις διαδηλώσεις και όλα αυτά που γίνονται;”. Και τους λέω ότι φυσικά και δεν φοβάμαι στην Αθήνα και τους αντιστρέφω το ερώτημα: “Εσείς αισθάνεστε ασφαλείς στο Ισραήλ όταν πετάνε από πάνω σας οι πύραυλοι του Ιράν;”». Για την ίδια, η έννοια της πατρίδας έχει αποκτήσει διαστάσεις σχεδόν υπαρξιακές. «Δυστυχώς με όσα συμβαίνουν στη χώρα μου αρχίζω να μη νιώθω πολύ “σπίτι μου” το ίδιο το Ισραήλ κι αυτό είναι ένα πρωτόγνωρο και πολύ δύσκολο συναίσθημα». Η Αβιράμα αυτοπροσδιορίζεται πολιτικά ως «αριστερή» και το φλερτ με την Ελλάδα ξεκίνησε πριν από επτά χρόνια, όταν μαζί με τον σύζυγό της άρχισαν να περνούν μεγάλα διαστήματα του χρόνου στο σκάφος τους που είχε αγκυροβολήσει στον Πειραιά. Τελικά αποφάσισαν να αγοράσουν ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη και να κάνουν την Αθήνα δεύτερη πατρίδα τους.
Η Γκολάν σήμερα μιλάει σχεδόν άπταιστα ελληνικά και δεν σταματάει να με εκπλήσσει όσο μιλάμε. «Πριν από λίγες εβδομάδες συμμετείχα σε μια διαδήλωση για τα παιδιά της Γάζας στην πλατεία της Νέας Σμύρνης και πήγα και συστήθηκα στους διοργανωτές, που προφανώς έμειναν άναυδοι. Κατάλαβα ότι τους ήταν πολύ δύσκολο να με αποδεχθούν εκεί ως Ισραηλινή, αλλά υπήρξαν δύο-τρία άτομα που ενδιαφέρθηκαν να μάθουν τις απόψεις μου και συζητήσαμε πολιτισμένα και όμορφα. Αυτό που ζητάω μόνο από τους Ελληνες φίλους μου είναι να μη με ταυτίζουν με τις απόψεις και τις πράξεις του Νετανιάχου».
Κοινό, αόρατο νήμα
Αν υπάρχει ένα κοινό, αόρατο νήμα που συνδέει τους τέσσερις Ισραηλινούς συνομιλητές μας, ανεξαρτήτως απόψεων και πολιτικής τοποθέτησης, είναι η απέχθειά τους για τον σημερινό Ισραηλινό πρωθυπουργό. Υστερα όμως από λίγα λεπτά συζήτησης καταλαβαίνεις ότι οι διαφορές στην προσέγγιση της τρέχουσας κρίσης μπορεί να καταστούν πολύ σύντομα τεράστιες. Για παράδειγμα, ο κτηματομεσίτης Γκιλ Μπαράμ, ένας ενθουσιώδης λάτρης της Ελλάδας που ζει εδώ και ενάμιση χρόνο στο Κουκάκι με τη σύζυγό του («στο Ισραήλ θα πάω πια μόνο για πέντε μέρες τον μήνα ή τους δύο μήνες»), μου λέει ότι αν χαλάσει το κλίμα ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και του Ισραήλ, ο μόνος κερδισμένος θα είναι η Τουρκία.
Τον ρωτάω αν αισθάνεται ασφαλής στην Αθήνα. «Ναι, αισθάνομαι ασφαλής, γιατί γενικά δεν είμαι ένας άνθρωπος που φοβάται εύκολα. Αλλά αυτές τις μέρες βρίσκεται στην Εύβοια ο γιος μου με την οικογένειά του και τον προειδοποίησα ότι την Κυριακή έχουν προγραμματιστεί συγκεντρώσεις Παλαιστινίων σε όλη τη χώρα και να προσέχει γιατί έχει τρία μικρά παιδιά. Οπότε, ναι, δεν ανησυχώ για εμένα προσωπικά, αλλά ανησυχώ για τους δικούς μου ανθρώπους. Επίσης θα σας πω ότι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης Ισραηλινών που πρόκειται να ταξιδέψουν στην Ελλάδα βλέπω ένα κλίμα φόβου που δεν είναι καλό για κανέναν, ιδίως για την οικονομία της Ελλάδας».
Εδώ ήταν το καταφύγιό μας
Είναι γεγονός ότι οι διαδηλώσεις στη Σύρο και στη Ρόδο έτυχαν εκτεταμένης κάλυψης από τα ισραηλινά μέσα μαζικής ενημέρωσης. «Καλλιεργείται ένα κλίμα τεχνητής απογοήτευσης για την Ελλάδα», εκτιμά η Αβιράμα Γκολάν. Η ίδια πιστεύει ότι εκπορεύεται από την ίδια την κυβέρνηση του Τελ Αβίβ, που δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένη από το γεγονός ότι «ένα εκατομμύριο Ισραηλινοί κάνουν διακοπές στην Ελλάδα, αγοράζουν σπίτια στην Ελλάδα και γενικά ξοδεύουν χρήματα στην Ελλάδα». Ο Εσκόλ ακούει σκεπτικός και προσθέτει: «Πρέπει να καταλάβετε ότι για εμάς η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ήταν ένα καταφύγιο, ένας κοντινός παράδεισος που μας έκανε να ξεχνάμε την κατάσταση πίσω στην πατρίδα. Επίσης, είχε καλλιεργηθεί η αίσθηση ότι η Ελλάδα είναι ο μοναδικός μας σύμμαχος στην περιοχή και τώρα υπάρχει ένα είδος διάψευσης εξαιτίας των διαμαρτυριών που δεν στρέφονται μόνο κατά της ισραηλινής κυβέρνησης αλλά και εναντίον μεμονωμένων πολιτών».
Ο 37χρονος Τζόελ, ο νεότερος της «παρέας», εντοπίζει το βασικότερο πρόβλημα στο χάσμα ενημέρωσης ανάμεσα στους δύο λαούς. «Στην Ελλάδα υπάρχει μια αμιγώς συναισθηματική προσέγγιση της κρίσης, που εν μέρει οφείλεται στην πλήρη απορρόφηση όλων των προπαγανδιστικών μηχανισμών της Χαμάς. Και από την άλλη οι γονείς μου στη Χάιφα δεν βλέπουν ποτέ στις ειδήσεις εικόνες παιδιών που λιμοκτονούν στη Γάζα και ακούν τον εκπρόσωπο του στρατού να επιρρίπτει την αποκλειστική ευθύνη για το δράμα των αμάχων στην άλλη πλευρά». Ο ίδιος, αλήθεια, πώς βιώνει την κατάσταση έχοντας επιλέξει να ζήσει εδώ και δύο χρόνια στο κέντρο της Αθήνας; «Επειδή έχω σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και γνωρίζω αρκετά καλά τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, μπορώ να “μεταφράσω” όσα βλέπω στους δρόμους και ακούω από τους φίλους της κοπέλας μου που είναι Ελληνίδα και έχει και η ίδια τις δικές της προκαταλήψεις για το Ισραήλ. Αλλά ένας τυχαίος, εντελώς απροετοίμαστος ψυχολογικά και γνωστικά μεσήλικος, πιθανότατα εθνικιστής τουρίστας από μια μικρή πόλη του κεντρικού Ισραήλ, δεν θα έχει τα ίδια εφόδια με εμένα και το πιθανότερο είναι να φρικάρει άσχημα», λέει ο Τζόελ και ξεσπάει σε δυνατά γέλια. Αλλά όταν συνέρχεται, το βλέμμα του σκοτεινιάζει απότομα.