ΚΥΠΕ
Oι επιστήμονες παρακολουθούν την πιο ισχυρή λάμψη που έχει καταγραφεί ποτέ να προέρχεται από μια υπερμεγέθη μαύρη τρύπα, ένα κοσμικό γεγονός που φαίνεται να συνέβη όταν αυτό το ουράνιο «θηρίο» διέλυσε και κατάπιε ένα τεράστιο άστρο που πλησίασε επικίνδυνα κοντά.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η λάμψη στο αποκορύφωμά της έφτασε να είναι δέκα τρισεκατομμύρια φορές πιο φωτεινή από τον Ήλιο. Προήλθε από μια μαύρη τρύπα με μάζα περίπου 300 εκατομμύρια φορές μεγαλύτερη από εκείνη του Ήλιου, η οποία βρίσκεται σε έναν μακρινό γαλαξία, περίπου 11 δισεκατομμύρια έτη φωτός από τη Γη. Σημειώνεται ότι ένα έτος φωτός αντιστοιχεί στην απόσταση που διανύει το φως μέσα σε ένα έτος, περίπου 5,9 τρισεκατομμύρια μίλια ή 9,5 τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα.
Οι μαύρες τρύπες είναι εξαιρετικά πυκνά ουράνια σώματα με τόσο ισχυρή βαρυτική έλξη, που ούτε το φως δεν μπορεί να διαφύγει από αυτές. Πιστεύεται ότι οι περισσότεροι γαλαξίες έχουν μία στο κέντρο τους. Η μαύρη τρύπα που μελετήθηκε σε αυτή την έρευνα είναι εξαιρετικά ογκώδης, ακόμη κι από εκείνη που βρίσκεται στο κέντρο του δικού μας Γαλαξία, η οποία έχει μάζα περίπου 4 εκατομμύρια φορές μεγαλύτερη από του Ήλιου.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η πιο πιθανή εξήγηση για τη λάμψη είναι ότι ένα μεγάλο άστρο παρασύρθηκε από τη βαρυτική δύναμη της μαύρης τρύπας. Καθώς η ύλη από το άτυχο άστρο πέφτει προς τα μέσα, προκαλεί μια ισχυρή λάμψη τη στιγμή που φτάνει στο σημείο χωρίς επιστροφή της μαύρης τρύπας.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι το άστρο είχε τουλάχιστον 30 φορές, και ίσως έως και 200 φορές, τη μάζα του ήλιου. Πιθανότατα ανήκε σε έναν πληθυσμό άστρων που κινούνταν σε τροχιά γύρω από τη μαύρη τρύπα και, ύστερα από κάποια αλληλεπίδραση με άλλο ουράνιο σώμα στην περιοχή, εκτράπηκε από την πορεία του και πλησίασε υπερβολικά κοντά, προκαλώντας το φαινόμενο.
«Φαίνεται λογικό ότι το άστρο συγκρούστηκε με ένα άλλο, πιο ογκώδες σώμα στην αρχική του τροχιά γύρω από την υπερμεγέθη μαύρη τρύπα, κάτι που ουσιαστικά το “έσπρωξε” προς αυτήν», δήλωσε ο αστρονόμος Μάθιου Γκράχαμ του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Καλιφόρνια (Caltech), επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύτηκε την Τρίτη στο περιοδικό Nature Astronomy.
«Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί σε μια πολύ πιο ελλειπτική τροχιά, η οποία το έφερε πολύ κοντά στη μαύρη τρύπα στο πλησιέστερο σημείο της διαδρομής του, τόσο κοντά, όπως αποδείχθηκε, που δεν υπήρχε επιστροφή», πρόσθεσε ο Γκράχαμ.
Οι υπερμεγέθεις μαύρες τρύπες περιβάλλονται από έναν δίσκο αερίων και σκόνης, ο οποίος παρασύρεται προς τα μέσα από τη βαρυτική τους δύναμη.
Η λάμψη που παρατηρήθηκε είναι αποτέλεσμα του αερίου από το διαλυμένο άστρο, το οποίο θερμάνθηκε και εξέπεμψε φως καθώς καταβροχθιζόταν από τη μαύρη τρύπα.
Το άστρο που ενεπλάκη θεωρείται ασυνήθιστα ογκώδες. «Τέτοια τεράστια άστρα είναι εξαιρετικά σπάνια, τόσο επειδή τα μικρότερα σχηματίζονται πολύ πιο συχνά, όσο και επειδή τα πολύ μεγάλα ζουν για εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα», δήλωσε η Φορντ.
Οι ερευνητές υποπτεύονται ότι τα άστρα που κινούνται κοντά σε υπερμεγέθεις μαύρες τρύπες μπορεί να αυξάνουν τη μάζα τους απορροφώντας μέρος του υλικού που στροβιλίζεται γύρω από αυτές, με αποτέλεσμα να γίνονται ασυνήθιστα μεγάλα.
Η λάμψη παρατηρήθηκε με τηλεσκόπια στην Καλιφόρνια, την Αριζόνα και τη Χαβάη. Οι επιστήμονες εξέτασαν και άλλα πιθανά σενάρια, όπως την έκρηξη ενός άστρου στο τέλος της ζωής του, έναν πίδακα ύλης που εκτοξεύεται από τη μαύρη τρύπα ή το φαινόμενο του βαρυτικού φακού, που μπορεί να κάνει ένα πιο αδύναμο γεγονός να φαίνεται εντονότερο. Κανένα από αυτά, ωστόσο, δεν ταίριαζε με τα δεδομένα.
Επειδή το φως χρειάζεται χρόνο για να ταξιδέψει, όταν οι αστρονόμοι παρατηρούν τόσο μακρινά φαινόμενα, στην ουσία κοιτάζουν πίσω στον χρόνο σε μια πολύ πρώιμη εποχή του σύμπαντος.
Η λάμψη αυξήθηκε σε ένταση κατά 40 φορές στη διάρκεια των παρατηρήσεων, καθώς ολοένα και περισσότερο υλικό από το άστρο έπεφτε στη μαύρη τρύπα, φτάνοντας στο αποκορύφωμά της τον Ιούνιο του 2018. Ήταν 30 φορές πιο φωτεινή από οποιαδήποτε άλλη λάμψη μαύρης τρύπας που έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν.
Το φαινόμενο παραμένει ενεργό, αν και η λαμπρότητά του φθίνει σταδιακά. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η συνολική διαδικασία θα διαρκέσει περίπου 11 χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί.
«Η λάμψη εξακολουθεί να εξασθενεί», δήλωσε ο Γκράχαμ.



























