ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Επιχείρηση Φορντό: Εφικτή, αλλά γεμάτη κινδύνους, γνωστούς & άγνωστους

Ενώ ο Τραμπ «ζυγίζει» την άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ στη σύγκρουση Ιράν – Ισραήλ, αμερικανικά ΜΜΕ εστιάζουν στο τι θα σήμαινε και τι αντίκτυπο θα είχε μια επίθεση στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Φορντό

Kathimerini.gr

To σενάριο έχει ως εξής: Μια σειρά βομβαρδιστικών B-2 απογειώνεται από την αεροπορική βάση Whiteman στο Μιζούρι ή από το νησί Ντιέγκο Γκαρσία στον Ινδικό Ωκεανό. Ανεφοδιάζονται στον αέρα, με προορισμό ένα δυσπρόσιτο βουνό στο βόρειο-κεντρικό Ιράν. Εκεί όπου, κάτω από μέτρα και τόνους σκυροδέματος, βρίσκεται βαριά οχυρωμένη η πυρηνική εγκατάσταση του Φορντό.

Βόμβες 15 τόνων ρίπτονται από τα βομβαρδιστικά, προκαλώντας έναν τεράστιο κρατήρα έως τους χώρους των φυγοκεντρητών – που βρίσκονται στο στόχαστρο των Αμερικανών από το φθινόπωρο του 2009, όταν ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και οι ηγέτες της Βρετανίας και της Γαλλίας αποκάλυπταν την ύπαρξη της εγκατάστασης, κατηγορώντας το Ιράν για «εξαπάτηση».

«Λίγες επιχειρήσεις, με την πιθανή εξαίρεση μιας κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν, έχουν εξεταστεί, προσομοιωθεί και συζητηθεί τόσο πολύ», σχολιάζουν οι New York Times για το σενάριο της αμερικανικής επίθεσης στο Φορντό. Τεχνικά, λένε οι στρατιωτικοί και γεωλόγοι εμπειρογνώμονες, μπορεί να είναι εφικτή, πλην όμως, γεμάτη κινδύνους, «γνωστούς και άγνωστους», όπως προειδοποιούσε κάποτε ο τότε υπουργός Αμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ για το Ιράκ. 

Αυτός είναι ο λόγος, σημειώνουν οι NYΤ, που η επιχείρηση στο Φορντό παραμένει στα χαρτιά κάθε Αμερικανού προέδρου, τα τελευταία 16 χρόνια. 

«Οποιαδήποτε κίνηση για βομβαρδισμό του Ιράν, ακόμη και στην παρούσα, αποδυναμωμένη κατάστασή του, δεν θα πρέπει να λαμβάνεται ελαφρά τη καρδία», επισημαίνει ο Μαξ Μπουτ, αρθρογράφος της Washington Post και ανώτερος συνεργάτης στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων. 

Οι κίνδυνοι 

Οπως σημειώνουν οι New York Times, αν ο Τραμπ εμφανίζεται ακόμη τόσο επιφυλακτικός, αυτό οφείλεται στον «μακρύ κατάλογο όσων θα μπορούσαν να πάνε στραβά».

Ο πρώτος προφανής κίνδυνος είναι η πιθανή κατάρριψη ενός B-2 από το Ιράν. Κι έπειτα, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο των εσφαλμένων προσδοκιών πως η ισχυρότερη συμβατική βόμβα της Αμερικής μπορεί να προκαλέσει καταστροφή σε τέτοιο βάθος. 

«Εχω πάει εκεί (σ.σ.: στις εγκαταστάσεις του Φορντό), είναι 800 μέτρα κάτω από τη γη», προειδοποίησε την περασμένη εβδομάδα, κατά την έναρξη των ισραηλινών επιχειρήσεων, ο Ράφαελ Γκρόσι, γενικός διευθυντής της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ). 

Τα «μεθεόρτια» 

Ωστόσο, ακόμη κι αν η επιχείρηση αποδειχτεί επιτυχής, οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι έγκεινται στο «μετά», υπογραμμίζουν αρκετοί αναλυτές, επικαλούμενοι τα διαχρονικά παραδείγματα του Αφγανιστάν και του Ιράκ.

«Υπάρχουν πολλά διδάγματα από εκείνη την κακή εποχή της λανθασμένης αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά το πιο σημαντικό ίσως είναι ότι οι αφανείς άγνωστοι είναι αυτοί που μπορούν να γυρίσουν πίσω και να δαγκώσουν», σχολιάζουν οι ΝΥΤ. 

Το Ιράν, δια στόματος του ανωτατου ηγέτη του, προειδοποίησε πως αν δεχτεί επίθεση από τους Αμερικανούς, θα ανταποδώσει, πιθανότατα με πλήγματα κατά των αμερικανικών βάσεων στη Μέση Ανατολή και των ολοένα και περισσότερων δυνάμεων που συγκεντρώνονται σε Περσικό Κόλπο και Μεσόγειο – στόχοι άπαντες εντός ιρανικής εμβέλειας. 

Τυχόν νεκροί ή τραυματίες Αμερικανοί θα συνιστούσαν ακόμη ένα λόγο πίεσης του Τραμπ για περαιτέρω κλιμάκωση από τις ΗΠΑ. 

«Το μέγεθος και η διαμόρφωση αυτής της εγκατάστασης δεν συνάδουν με ένα ειρηνικό πρόγραμμα», δήλωναν το 2009, για το Φορντό ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, μαζί με τον τότε Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί και τον Βρετανό πρωθυπουργό Γκόρντον Μπράουν – Φωτ.: AP Photo/Gerald Herbert

«Η υπεργολαβία για τη δουλειά στο Φορντό θα έβαζε τις Ηνωμένες Πολιτείες στο στόχαστρο του Ιράν. Το Ιράν θα ανταπέδιδε σχεδόν σίγουρα με τη δολοφονία αμερικανών πολιτών. Αυτό, με τη σειρά του, θα ανάγκαζε τις Ηνωμένες Πολιτείες να ανταποδώσουν», έγραψαν την Τετάρτη στο Foreign Affairs ο Ντάνιελ Κούρτσερ, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Ισραήλ, και ο Στίγεν Σάιμον, βετεράνος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας.

«Πολύ σύντομα», συνέχισαν, «οι μόνοι στόχοι που θα απέμεναν για να πλήξει η Ουάσιγκτον θα ήταν οι ηγέτες του ιρανικού καθεστώτος, και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έμπαιναν και πάλι στη διαδικασία αλλαγής καθεστώτος – μια επιχείρηση στην οποία εξαιρετικά λίγοι Αμερικανοί θέλουν να εμπλακούν πλέον».

Παράπλευρες απειλές  

Τα αντίποινα της Τεχεράνης θα μπορούσαν να λάβουν και άλλες μορφές, βραχυπρόθεσμες και μη, από κυβερνοεπιθέσεις έως μια μόνιμη απειλή στην εμπορική ναυσιπλοΐα του Περσικού Κόλπου. 

Υπενθυμίζεται πως η κυβερνοεπίθεση, το 2010, στις εγκαταστάσεις ουρανίου του Ιράν μέσω του «σκουληκιού» Stuxnet προλείανε τον δρόμο για τη διείσδυση του Ιραν στον χώρο της κυβερνοασφάλειας. Εκτοτε, η ισλαμική δημοκρατία σύστησε ειδικό σώμα, πραγματοποιώντας σειρά κυβερνοεπιθέσεων -εκ των οποίων οι περισσότερες κατά των ΗΠΑ και του Ισραήλ, χώρες που η Τεχεράνη θεωρεί τους εγκεφάλους» πίσω από το Stuxnet. 

Το Ιράν έχει πάντα τη δυνατότητα διατάραξης της ναυσιπλοΐας σε δύο διεθνείς θαλάσσιους κόμβους, τα Στενά του Ορμούζ και το Στενό Bab al-Mandab. Το τελευταίο απειλείται από τους Χούθι (πληρεξουσίους του Ιράν στην Υεμένη), ενώ το πρώτο από τις ναυτικές δυνάμεις του Ιράν. 

Καθώς μόνο από το Στενό του Ορμούζ διέρχεται το 20% του παγκόσμιου πετρελαίου, το Ιράν θα μπορούσε να προσπαθήσει να εμποδίσει τη διακίνηση του εμπορίου με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, νάρκες και πυραύλους. 

Στο στόχαστρο του Ιράν ενδέχεται να βρεθούν και οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις των αραβικών κρατών του Κόλπου. Υπενθυμίζεται πως η επίθεση του 2019 στις πετρελαϊκές υποδομές της Σαουδικής Αραβίας, την ευθύνη της οποίας είχαν αναλάβει οι Χούθι, μείωσε προσωρινά την παραγωγή πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας κατά 50%. 

Πολιτικό κόστος 

Πέραν των εμπλοκών στο στρατιωτικό πεδίο, ενδεχόμενη είσοδος των ΗΠΑ στη σύγκρουση θα πυροδοτούσε περαιτέρω «γκρίνια», αν όχι αγεφύρωτο χάσμα, στο εσωτερικό των Ρεπουμπλικανών, αλλά και των ψηφοφόρων του Τραμπ. 

Ηδη, κάποιοι από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του προέδρου και του δόγματος MAGA (σ.σ.: Μake America Great Again) εγκαλούν τον πρόεδρο για την πρόσδεσή του στο στρατιωτικό άρμα του Ισραήλ. 

Ο πρώην παρουσιαστής του Fox News Τάκερ Κάρλσον, ο πρώην βουλευτής της Φλόριντα Ματ Γκέιτζ και η βουλευτής της Τζόρτζια Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν, είναι μερικοί από όσους κάλεσαν τον Τραμπ να επιδείξει αυτοσυγκράτηση, ενώ διαχρονικά «γεράκια» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπως ο γερουσιαστής της Νότιας Καρολίνας Λίντσεϊ Γκράχαμ, τάχθηκαν υπέρ της στρατιωτικής επέμβασης.

«Οχι σε ακόμη ένα Ιράκ»

Ο Στιβ Μπάνον, επικεφαλής στρατηγικός σύμβουλος του Τραμπ κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας, προειδοποίησε τον Αμερικανό πρόεδρο να μην εγκρίνει στρατιωτική δράση κατά του Ιράν, λέγοντας ότι η εμπλοκή των ΗΠΑ σε έναν ακόμη πόλεμο στη Μέση Ανατολή θα «διαλύσει τη χώρα».

Το βομβαρδιστικό Β-2 θεωρείται πως είναι το μόνο αεροσκάφος που μπορεί να μεταφέρει το μοναδικό όπλο που μπορεί να καταφέρει καταστροφικό πλήγμα στις υπόγειες εγκαταστάσεις του Φορντό – Φωτ.: Shutterstock

«Το δόγμα μου αυτή τη στιγμή: Οι Ισραηλινοί πρέπει να τελειώσουν αυτό που άρχισαν. Αυτοί το ξεκίνησαν αυτό. Πρέπει να το τελειώσουν», δήλωσε ο Μπάνον, επιμένοντας πως «δεν μπορούμε να το ξανακάνουμε αυτό. Θα διαλύσουμε τη χώρα. Δεν μπορούμε να έχουμε άλλο ένα Ιράκ». 

Διχασμός φαίνεται να επικρατεί και μεταξύ των ψηφοφόρων του Τραμπ. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειονότητα των υποστηρικτών του Τραμπ αντιτίθεται στο χτύπημα των ΗΠΑ στο Ιράν. Πρόσφατη, μάλιστα, δημμοσκόπηση του Economist/YouGov που δημοσιεύθηκε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, κατέδειξε πως οι πολίτες που υποστηρίζουν αμερικανική εμπλοκή στη σύγκρουση Ισραήλ – Ιράν ανέρχονται μόλις στο 19%. 

Τι δείχνει η ιστορία 

Η ιστορία δείχνει ότι τα πυρηνικά προγράμματα μπορούν να βομβαρδιστούν, αλλά όχι να εξαλειφθούν, επισημαίνει από την πλευρά του ο Γκάρι Σέιμορ, πρώην συντονιστής της κυβέρνησης Ομπάμα για τα όπλα μαζικής καταστροφής. 

«Τα πυρηνικά όπλα μπορούν να σταματήσουν με τη βία – το συριακό πρόγραμμα είναι ένα καλό παράδειγμα», δήλωσε ο ίδιος. 

Οπως επισημαίνει, και στο Ιράκ, αφού οι Ισραηλινοί βομβάρδισαν τον αντιδραστήρα Osirak το 1981, προκειμένου να αποτρέψουν την απόκτηση καυσίμων για βόμβα από τον Σαντάμ Χουσεΐν, οι Ιρακινοί «απάντησαν με την ανάπτυξη ενός τεράστιου, μυστικού προγράμματος που παρέμεινε αθέατο έως τουλάχιστον τον πόλεμο του Κόλπου το 1991».

O ερευνητικός αντιδραστήρας Οsiris στο Παρίσι, ήταν παρεμφερής με τον  Osirak της Βαγδάτης, που καταστράφηκε το 1981 μετά από ισραηλινή αεροπορική επιδρομή – Φωτ. αρχείου: AP Photo/Jahan

Σύμφωνα με τον Σέιμορ, αυτό επέφερε τέτοια αμηχανία στις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, ώστε μία και πλέον δεκαετία αργότερα, υπερεκτίμησαν ακραία την ικανότητα του Ιράκ για ανάπτυξη πυρηνικού όπλου, συμβάλλοντας σε μία δεύτερη αποτυχία και σύροντας τις Ηνωμένες Πολιτείες στον πόλεμο του Ιράκ.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ μια περίπτωση όπου η αεροπορική δύναμη από μόνη της ήταν αρκετή για να τερματίσει ένα πρόγραμμα», προειδοποιεί ο Σέιμορ. 

«Και αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο που πρέπει να εξετάσει ο Τραμπ, που καλείται να αποφασίσει αν αξίζει τον τεράστιο κίνδυνο της άμεσης αμερικανικής εμπλοκής για το όποιο κέρδος θα προκύψει από την καταστροφή του Φορντό με αμερικανούς πιλότους, αμερικανικά πολεμικά αεροσκάφη και αμερικανικά όπλα», καταλήγουν οι New York Times.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση